ΤΗς ΓΛΩΣΣΑΣ
ΜΑς
Κάθε πουλί
με τη φωνή του χαίρεται, κι εμείς με τη γλώσσα μας, προσέχοντας μη μας πουν
εθνικιστές αν αρχίσουμε να την παινεύουμε, που της αξίζει χιλιάδες χίλια, γιατί
πανάρχαιη που είναι, ποιητικότατη, παραγωγική με τον Όμηρο και εξής, με τους
βυζαντινούς και εξής, με τους σημερινούς λογοτέχνες που την αγαπούν και την
μελετούν και την καλλιεργούν, γιατί η αγάπη φαίνεται στο μόχθο να την γνωρίσουν,
να γράψουν και να μιλήσουν, να εκφραστούν ανθρώπινα, με τη συγκίνηση και με τη
λογική την αυστηρή τους, γιατί μπορεί να γίνει και γριά φαρμακερή, και κακογλωσσού,
ο καθένας στο χαρτί τον εαυτό του εκφράζει, καθρέφτης του η γλώσσα και τα
γραφόμενά του και τα λεγόμενα.
Τι χαρές
κρύβει το γράψιμο μόνο όσοι καταπιάνονται με αυτό γνωρίζουν, μια φορά το γράφεις
κι ύστερα προσπαθείς να θυμηθείς πώς το είπες και δεν ξανάρχεται, πόθεν
κατεβαίνουν, πόθεν συνταιριάζονται και μπαίνουν στο ρυθμό και στο τραγούδι
κάποτε ή στο διάλογο και στον πεζό λόγο.
Άξιος που
γνώρισε τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς παντός είδους, τόσο πλούσιοι που
είμαστε και όμως δίνουμε στα παιδιά μας κάτι φτωχά ψίχουλα και τα κακοποιούμε
πνευματικά, ενώ ολόκληροι κόσμοι περιμένουν στις βιβλιοθήκες, σήμερα δωρεάν
μπορείς να τους βρεις στο διαδίκτυο, κι όμως, άδικος κόπος να ασχολείσαι με τον
μαϊντανό, και μ’ αυτόν να περιμένεις ν’ αναθρέψεις παιδιά και να καλλιεργήσεις
παιδεία, κάτι πάει λάθος, λάθος.
Τι καινούργιο
διάβασες; Μακάρι να μπορέσω να διαβάσω τα παλιά.