Μερικοί
μεν, αλλά το κακό γίνεται
Πενήντα χρόνια
από την τουρκική εισβολή και δεν βλέπουμε ελπίδα σωτηρίας. Αντίθετα, η
αγωνιστικότητα πολλών έχει μετατραπεί σε βεβαιότητα πως “το δίκαιο είναι με το
μέρος του αντιπάλου”, γι’ αυτό δίνουν προτεραιότητα στην προδοσία του
πραξικοπήματος και της όλης περιόδου αναθεματίζοντας τους αίτιους και αφήνοντας
στο απυρόβλητο τον εισβολέα.
Αλλά γιατί
έγινε η εισβολή; Για να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα τάξη. Επανήλθε ο Αρχιεπίσκοπος
Μακάριος ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά τα σχέδια των εισβολέων
και των συμμάχων τους ήταν η διχοτόμηση του νησιού. Από το 1950 ανετρέφετο το
όνειρο, “για τακσίμ για ολούμ”, διχοτόμηση ή θάνατο. Λησμονημένη και η Βολκάν
και η ΤΜΤ, οι τρομοκρατικές οργανώσεις των τούρκων της Κύπρου, λησμονημένος ο
Ντεκτάς που έθεσε τις βάσεις. Εμείς για ένωση ξεκινήσαμε και βρεθήκαμε
διχοτομημένοι, με όνειρο πλέον την επανένωση του νησιού, και ο καθένας
καταλαβαίνει πως “επανένωση” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συγκόλληση δυο
κρατιδίων, αφού εξισώνουν πολλοί το ψευδοκρατίδιο της Τουρκίας με το δικό μας κακώς
αποκαλούμενο “κλεφτοκράτος”.
Ουδείς
αμφιβάλλει για τα λάθη μας. Αλλά η ερώτηση είναι: τι λύση θέλουμε, τι κράτος
θέλουμε, τι αφήνουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, που δεν είναι δίκαιο να
πληρώσουν τις δικές μας αμαρτίες ζώντας σε ένα ανελεύθερο καθεστώς με την
Τουρκία να το διαφεντεύει. Αν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις
για την ελεύθερη διαβίωση με ασφάλεια των μελλουσών γενεών των Ελλήνων στην Κύπρο,
τότε να μην προχωρήσουμε σε αποδοχή καμιάς λύσης υποδούλωσης και τουρκοποίησης
του νησιού.
Ποιος από μας
μπορεί να σηκώσει αυτό το ιστορικό βάρος, της διά της υπογραφής μας αναγνώρισης
των τετελεσμένων της εισβολής; Και αυτό βέβαια με την προϋπόθεση και βεβαιότητα
πως ξέρουμε ποιος είναι ο εχθρός, τον έχουμε σπουδάσει ιστορικά, έχουμε
παρακολουθήσει και καθημερινά επιβεβαιώνουμε τα χαρακτηριστικά του,
ιμπεριαλιστική δύναμη, κατοχική, επεκτατική, απάνθρωπη, χωρίς ίχνος δυνατότητας
συνεννόησης και εμπιστοσύνης σε υποσχέσεις ή διαβεβαιώσεις του, που γίνονται
μόνο και μόνο για τα δικά του συμφέροντα, που επικαλύπτει με τον μανδύα της
ειρήνης στην περιοχή, ενώ οφθαλμοφανώς αποβλέπει στην κατάληψη εδαφών, θάλασσας,
αέρα και αερίου των γειτόνων.
Μερικοί ήδη
έχουν αποδεχτεί τα τετελεσμένα της εισβολής, αφού θεωρούν νομική πράξη την
ίδρυση του ψευδοκράτους, το σύνταγμά του και την αρπαγή των περιουσιών μας ως
νόμιμη, κατά την τουρκοκυπριακή νομοθεσία. Και αυτό το κακό δεν αναλαμβάνει
κανείς να το εξαλείψει, την υποστήριξη του αντιπάλου, αφού ο καθένας έχει την
ελευθερία της γνώμης του. Άσχετο αν δίνει όπλα στον εχθρό.
Η
επανατοποθέτηση του κυπριακού ως προβλήματος εισβολής και κατοχής δεν
πραγματοποιείται επίσημα από καμιά κυβέρνηση. Τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών
άλλα υποστηρίζουν, ενώ οι απεσταλμένοι του διεθνούς οργανισμού άλλα πρεσβεύουν
και προωθούν. Η Αγγλία επεμβαίνει υποστηρίζοντας τα τουρκικά συμφέροντα, ενώ το
κρατίδιο του Τατάρ εμμένει στην αναγνώρισή του ως ισότιμου της Κυπριακής
Δημοκρατίας.
Συμπερασματικά,
δύσκολοι οι καιροί, πολλοί μηδίζουν, αλλά ένα κράτος μας έμεινε: η Κυπριακή
Δημοκρατία. Τουλάχιστον να το διαφυλάξουμε με κάθε θυσία. Και γι’ αυτό έχουν
πολλά να γίνουν και από το ίδιο το κράτος και από μας τους πολίτες του.