Στέλιος Παπαντωνίου, φιλόλογος
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Μοῖρα ἀγαθὴ μὲ γέννησε στὴν ἐνορία τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ, σχεδόν τουρκοκρατούμενη. Τὸ κακὸ ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1956,
καὶ συνεχίστηκε τὸ 1958, 1963, 1974 μὲ
ἐπιθέσεις ἐναντίον τῆς ἐνορίας ἁγίου Λουκᾶ καὶ ἀργότερα ἐναντίον τοῦ ἁγίου
Κασσιανοῦ, ἁγίου Ἰακώβου, ἁγίου Γεωργίου καὶ Χρυσαλινιώτισσας. Σταδιακὰ ἡ
περιοχὴ καταστρεφόταν ἀπὸ τὸ σύνοικο στοιχεῖο ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ μᾶς ἐκδιώξει
ἀπὸ τὶς πατρογονικὲς ἑστίες καὶ νὰ καθιδρύσει τὴ δική του ὑπόσταση εἰς βάρος
μας.
Τρεῖς ἐκκλησίες καταστράφηκαν ἀπὸ τοὺς τουρκοκύπριους καὶ γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ
γράψουμε, ἀρκετά βιωματικά καὶ λίγα ἐγκυκλοπαιδικά.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λουκᾶ
Ἡ ἐνορία ἁγίου Λουκᾶ γειτόνευε μὲ αὐτὴν τοῦ ἁγίου Κασσιανοῦ. Στὸ ἴδιο
Δημοτικὸ Σχολεῖο φοιτούσαμε τὰ παιδιὰ τῆς περιοχῆς. Μεγάλο πανηγύρι γινόταν
στὶς 18 Ὀκτωβρίου. Στὴ μνήμη μου μιὰ μεγάλη κάτασπρη ἐκκλησιά, μὲ καμάρες καὶ
μιὰ μικρὴ πόρτα ἀπὸ τὴν ὁποία μπήκαμε μὲ τὴ γιαγιὰ ποὺ μὲ πῆρε στὸ πανηγύρι.
Δίκλιτη μὲ κτιστὲς κολόνες ποὺ χώριζαν τὰ δυὸ κλίτη. Στὴ νότια πλευρὰ ὑπῆρχε
ἀνοικτὴ στοά. Ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀνέφερε ὅτι κτίστηκε ἐκ βάθρων ἐπὶ
ἀρχιεπισκόπου Φιλοθέου τὸ 1758. Τὸ ξυλόγλυπτο εἰκονοστάσιο τῆς ἐκκλησίας ἔγινε
τὸ 1780.
Τὸ 1958 οἱ Τοῦρκοι πυρπόλησαν τὴν ἐκκλησία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καοῦν τὸ
εἰκονοστάσιο καὶ πολλὲς ἐνδιαφέρουσες εἰκόνες. Ὕστερα ἔκτισαν μιά, κατὰ τὴν
ἄποψή τους ἐκκλησία, δὲν ἐπιτρέπουν ὅμως τὴ λειτουργία της, γιατί στὴν περιοχὴ
κατοικοῦν πολλοὶ ἔποικοι.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἦταν πραγματικὸ μουσεῖο βυζαντινῶν εἰκόνων.
Εὐτυχῶς πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶχαν περισυλλεγεῖ ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸ 1940 καὶ ἀπετέλεσαν
μέρος τῆς συλλογῆς Φανερωμένης ποὺ ἀργότερα μεταφέρθηκε στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ. Ἡ
εἰκόνα ὴ Εὐαγγελιστοῦ, ποὺ διασώθηκε το 1958, βρισκόταν γιὰχρόνια στὸν ἱερό ναό
ἁγίου Σπυρίδωνος στὴ Λευκωσία καὶ τώρα στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λουκᾶ στὸ
συνοικισμό Κόκκινες Στροβόλου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου
Ἀνάμεσα στὰ νεοκλασσικὰ Δημοτικὰ Σχολεῖα Ἀρρένων καὶ Θηλέων ἁγίου
Κασσιανοῦ. Κατακάηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1974 ἀλλὰ ὡς τώρα δὲν ἐπιτράπηκε ἡ
ἀναστήλωσή του καὶ κινδυνεύει μὲ κατάρρευση. Τὰ μέλη τῆς τεχνικῆς δικοινοτικῆς
ὁμάδας ποὺ ἀνέλαβαν νὰ μελετήσουν τὰ κτίσματα στὴ νεκρὴ ζώνη σημειώνουν στὴν
ἀναφορά τους γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου: «Χρονολογεῖται στὸ 17ο αἰῶνα, εἶναι κτισμένη μὲ
πελεκητὴ πέτρα καὶ ἔχει ὑποστεῖ μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις. Ἡ ἐκκλησία εἶναι
μέρος ἑνὸς μεγαλύτερου κτιριακοῦ συνόλου, ποὺ περιλαμβάνει τὰ δύο νεοκλασικὰ
σχολεῖα τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ, καθὼς καὶ τὸ νεώτερο νηπιαγωγεῖο. Ἡ νότια πλευρὰ
τοῦ ναοῦ βρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἀνοίγει καὶ ἡ κύρια
εἴσοδός του, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ νάρθηκα. Στὸ ἐσωτερικό του νάρθηκα ὑπάρχουν ἔντονα
χρώματα στοὺς τοίχους, καθὼς καὶ πέτρινα διακοσμητικά.»
Ἐδῶ γράφτηκε Ἱστορία: «Στὶς 10 Αυγούστου 1974 μᾶς εἰδοποίησαν οἱ εἰρηνευτὲς ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ
πυρπολοῦσαν τὸ ναό. Μᾶς ἔδιναν 3-4 ὧρες γιὰ νὰ ἀπομακρύνουμε τὶς εἰκόνες καὶ τὰ
ἄλλα κειμήλια. Ἤμασταν ἕξι ἄτομα. Πήραμε πρῶτα τὶς δικές του εἰκόνες ἀπὸ τὴν
ἐκκλησία. Τὴ μεγάλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, δεξιὰ τοῦ εἰκονοστασίου, μὲ τὸ ἀσημένιο
κάλυμμα, χρειαστήκαμε τέσσερα ἄτομα νὰ τὴ σηκώσουμε. Αὐτὴ τώρα, μαζὶ μὲ ἄλλες
ἀπὸ τὸ ναό, βρίσκεται στὸν Μαχαιρά.
Τότε, μετέφεραν τὰ πάντα στὴν Ἀρχιεπισκοπή». Μέρος ἀπὸ διήγηση τοῦ Σταύρου
Ἰακώβου, κατοίκου τῆς περιοχῆς καὶ στρατιώτη. «Πῆγα μόνος μου νὰ σηκώσω τὴ
μικρὴ ξύλινη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ ἦταν στὰ ἀριστερά. Ἔνιωσα ἕνα ρῖγος
καὶ ἀμέσως πρόσεξα ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου στὴν εἰκόνα ἦταν βρεγμένο. Ἔψαξα νὰ
βρῶ ἀπὸ ποῦ ἦρθε τὸ νερό, ἀλλὰ δὲν βρῆκα τίποτε. Τὰ δάκρυα τῆς εἰκόνας κυλοῦσαν
κάτω. Τὰ σκούπισα μὲ τὸ χέρι μου καὶ τὴ μετέφερα ἔξω. Μετά, κουβαλήσαμε καὶ τὶς
ἄλλες εἰκόνες, ἀκόμα καὶ τὴν καμπάνα».
Τὸ θόλο μέσα στὸ ἱερὸ τὸν ἁγιογράφησε, τό1973, ὁ Γιῶργος Παπαδόπουλος,
κάτοικος τῆς ὁδοῦ Ἀξιοθέας στὴν ἴδια περιοχή.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἦταν στὸ ἐπίκεντρο ἐπεισοδίων κατὰ τὶς
ἐκδηλώσεις «Οἱ Γυναῖκες Ἐπιστρέφουν», τὸν Ἰούλιο τοῦ 1989. Συνελήφθησαν τότε
ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὁ Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος, ὁ τότε Χωρεπίσκοπος
Ἀρσινόης Γεώργιος (νῦν ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου) καὶ γυναῖκες ποὺ συμμετεῖχαν στὴν
ἐκδήλωση.
Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου
Πολὺ κοντὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τοῦ
Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Πέρσου, σὲ μεγάλο βαθμὸ κατεστραμμένη ἀπὸ τὸ 1963 καὶ σχεδόν τελειωτικά λόγω βροχῶν τὸ 2022. Ἡ ἐκκλησία συνέδεσε τὸ ὄνομά της μὲ τὸ
πρῶτο ἐκθετοτροφεῖο τῆς Λευκωσίας καὶ μὲ τὸν
γυναικεῖο μοναχισμό, ἀφοῦ στὸ ἐκκλησάκι αὐτό κατέφευγαν γυναῖκες ποὺ ἤθελαν νὰ
μονάσουν.
Ὅπως σημειώνεται στὸ βιβλίο «Λευκωσία: Ἡ ἄγνωστη κληρονομιὰ κατὰ μῆκος
τῆς νεκρῆς ζώνης/Εὐρωπαϊκὲς μέρες κληρονομιᾶς» (ἔκδοση 2008),
«Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μνημεῖα
στὴν περιοχὴ τῆς Νεκρῆς Ζώνης καὶ ἡ ἀνέγερσή της ὑπολογίζεται μεταξὺ 15ου καὶ
16ου αἰῶνα. Ἔχει ἀρκετὲς μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις, ὅπως εἶναι τὸ καμπαναριό,
τὸ ὁποῖο εἶναι κτισμένο μὲ πελεκητὴ πέτρα. Ὁ ναὸς εἶναι βυζαντινοῦ τύπου,
σταυροειδὴς μὲ ἡμικυλινδρικοὺς θόλους ποὺ καλύπτουν τὸ ἐσωτερικό του καὶ μὲ
ἕναν τροῦλο στὴ διασταύρωσή τους. Ὁ τροῦλος στηρίζεται σὲ τύμπανο μὲ ὀκτὼ
παράθυρα, ποὺ φωτίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ. Ἡ ἁψῖδα τοῦ ἱεροῦ εἶναι
ἡμικυκλική.
Ἡ ἐκκλησία ἀποτελεῖ μέρος μεγαλύτερου συγκροτήματος, ποὺ ἀναφέρεται ὡς
«Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου».
Ἀπό την «Πολυγνώση» ἀντλοῦμε τὴν πληροφορία πώς ‘’ Ὁ Ι. Περιστιάνης σημειώνει ὅτι ὑπῆρχε ἡ παράδοση γιὰ
τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο ὅτι κατὰ τὴν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας ἦταν λατινικὸ μοναστήρι,
τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀγοράστηκε ἀπὸ τὸν δραγομάνο,
παπποῦ τοῦ Τζελεπὴ Γεώργου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ ἀνῆκε στὴν Ἀρχιεπισκοπή. Τὴν
πληροφορία του ὁ Περιστιάνης τὴν ἐπιβεβαιώνει καὶ ἀπὸ τὸν Γάλλο ἱστορικὸ Mas
Latrie, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι στὴ Λευκωσία ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου
Ἰακώβου τοῦ Τελωνείου, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὸν εὐγενῆ Simon de Montolin.”
Γύρω στὸ 1950 τὸ ἐκκλησάκι ἦταν πολὺ φτωχικὸ, γιόρταζε στὶς 27 Νοεμβρίου, ἐνῶ πολλοί το ἐπισκέπτονταν μὲ τὴν πίστη
πὼς θὰ βροῦν θεραπεία στ’ αὐτιά τους. Στὴν αὐλή λειτουργοῦσε
ὀρφανοτροφεῖο, που δεν
θυμόμαστε, γύρω στο 1955 ἀτμοκαθαριστήριο καὶ ξυλουργεῖο. Σ’ ἕνα σπίτι κοντὰ στὴν ἐκκλησία, τὴν ἴδια περίδο, κατοικοῦσε ὀ ἱερομόναχος Δοσίθεος, πού συνδέθηκε μὲ τὴν ἐκκλησία.