Ο ΕΡΜΗΣ
Ο Ερμής ήταν
ένα μικρόσωμο σκυλάκι, άσπρο μαλλιαρό, τριών τεσσάρων μηνών όταν μας το έφερε
στο σπίτι ο Γιάννος, ο γιατρός της οικογένειας, αδελφός της Ευτυχίας μου. Τα
σκαλιά στο υπόγειο δεν μπορούσε να τα ανέβει, τον βάλαμε κάτω από τη σκάλα,
πολύ γρήγορα όμως τον φέραμε μέσα, ήταν το παιχνίδι της οικογένειας, κι ο
παππούς ήταν υποχρεωμένος να τον παίρνει βόλτα για τις ανάγκες του, μια φορά
μαλλώσαμε και με τον υπάλληλο του δήμου, δεν υπήρχαν ακόμα οι νόμοι για τη
συλλογή με σακούλι.
Η μεγάλη
μου κόρη, η Στάλω, τον πήρε ύστερα στο διαμέρισμά της και έγιναν οι αχώριστοι.
Από την Αμερική που σπούδασε είχε μια συμφοιτήτρια τουρκάλα, φίλη της στενή,
και μια από τον Άλιμο, της καλαμαριάς παιδί, έξω από την Αθήνα. Βρίσκονταν οι
τρεις τους πότε εδώ πότε εκεί. Η Αϊσέ βρέθηκε με σπίτι στην Κερύνεια, κι όταν ερχόταν, πήγαινε
η Στάλω και την έβρισκε, έμενε και τη νύχτα στο σπίτι ( να δούμε ποιου πρόσφυγα
κατακαημένου). Ο Ερμής στο αυτοκίνητο μέσα, δεν κατέβαινε εικοσιτετράωρο, έλα
βρε έξω να φας, βάζαμε φαγητό έξω από την πόρτα του αυτοκινήτου, του ανοίγαμε,
αν τα καταφέρναμε, κατέβαινε, έτρωγε και του κλείναμε την πόρτα να μην ξαναμπεί
στο αυτοκίνητο. Όμως δεν έμπαινε ούτε στο σπίτι. Καθόταν στα σκαλοπάτια, στη γωνιά
στα κάγκελα και περίμενε άλλες εικοσιτέσσερις ώρες με μια θλίψη μοναδική.
Ο μεγάλος αδελφός
της Ευτυχίας μου μένει στα Πολεμίδια, στο συνοικισμό, ο γιος του είχε ένα
σκύλαρο όμοιο βόδι. Κατεβαίνουμε μια μέρα με τον Ερμή, τον αρπάζει ο σκύλαρος,
και τότε θαύμασα τη μικρή μου κόρη, την Τίνα, τον άρπαξε και τον ανάγκασε να
αφήσει το σκυλάκι. Έκτοτε όμως, όποτε πηγαίναμε στα Πολεμίδια, πέντε μίλια
μακριά ο Ερμής άρχιζε να τρέμει, κι έμπαινε κάτω από την μαξιλάρα του αυτοκινήτου,
πέρασε καιρός πολύς να το ξεπεράσει με τη βοήθεια των παιδιών.