Καφενείον τα
Νέα Ελευθέρια
Ήταν
γνωστός για χρόνια ως ο καφενές του Κάουρα, τον είχε ίσως για εικοσαετία και
βάλε, έμενε τις νύχτες εκεί πολλές φορές ο Μιχαλής, έτσι τον φώναζαν, αδελφός
του καφετζή, κάθονταν και έξω τα καλοκαίρια πολλοί και μέσα βέβαια, υπήρχε
αριστερά το καμαράκι για τους χαρτοπαίχτες, ένα μεγάλο μπιλιάρδο στη μέση,
κειμήλιο βαρύ, με τις στέκες τις μπίλιες τα τεμπεσίρια ή τεμεσίνια που τα
λέγαμε, τραπεζάκια με το τάβλι τους και στο βάθος ο μεγάλος πάγκος, πίσω του
ουτζάκι και τα σχετικά, μια ατμόσφαιρα του καπνού και του καφέ, ως τώρα μένει
στη μύτη, ο Παπάκωστας πάντα έξω στη γωνία κοντά στο μπακάλικο του Κυριάκου να
πίνει τον καφέ του και να διαβάζει την εφημερίδα, ο δίσκος με τον καφέ και το
νερό σε άλλη καρέκλα, ψάθινη.
Ήρθε όμως
καιρός να τα παρατήσει ο Κάουρας και ανησυχία μεγάλη έπεσε στη γειτονιά, ήταν
και καιροί που χρειαζόταν ένα κεντρικό σημείο να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι,
οι τούρκοι είχαν ήδη αρχίσει τις φασαρίες στον άγιο Λουκά, έπρεπε να οργανωθεί
ο κόσμος, οι άντρες να αναλάβουν την πολιτοφυλακή, κάποιοι να ξαγρυπνούν μη μας
κάψουν στον ύπνο. Κι έτσι ο πατέρας έπεισε τη θεία Μαρούλα και τον θείο Αντρέα
να αναλάβουν το καφενείο, η μάνα μου στο σπίτι για την ανατροφή του Χριστάκη
και όλα τα λοιπά σχετικά.
Γύρω στο
1964 άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι οηέδες, Δανοί και Σουηδοί στη γειτονιά, τους
άφηναν στις ελεύθερες ώρες να έρχονται στο καφενείο, γεμάτο χειμώνα καλοκαίρι,
η θεία τηγάνιζε κρεμύδι και χοτ τοκ και αυγά, τα έβαζε στο φραντζολάκι του
Πιτζιολή, και τα τραπέζια γεμάτα, ουίσκι το ποτό, και να τρέχουν τα δρώματά
τους το καλοκαίρι και να τους μένει αξέχαστη η διαμονή στην Κύπρο, ήταν ακόμα
έστω και με τις φασαρίες η γειτονιά μισός παράδεισος. Το 1974 καταστράφηκε η
περιοχή εκεί, μένει στη μνήμη.