Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

σαράντα εννέα χρόνια

Σαράντα εννέα χρόνια

Τα μάτια δακρύζουν από μόνα τους, σαράντα εννέα χρόνια τώρα, όσα βλέπουν είναι για κλάματα, τον περήφανο κατακτητή, τον υπερφίαλο δολοφόνο, τον νταή κλέφτη και καταπατητή, και τα χαλιά να του στρώνονται ευρωπαϊστί και νατοϊστί, άλλο οι δικοί του Μουσλίμ, γονατισμένοι και προσκυνούντες και τα δικά μας φίδια να σέρνονται ως τα βενζινάδικα, ως τη φτήνια και τη χαμέρπεια.

Το 63 δεν είχαν αποβατικό στόλο, έθεσαν στόχο να έχουν σε δέκα χρόνια κι έφτιαξαν και σχεδίασαν και περίμεναν την καταραμένη ώρα, τον εφιάλτη της χούντας και την Πέμπτη φάλαγγα, γλύφοντας και με κέρατα του άνοιξαν τις πύλες, κι η αθωότητα θεριζόταν με τα αμούστακα παιδιά και τις παρθένες.

Όταν παρουσιαστήκαμε στα γυμνάσια του Κύκκου, δεν είχαν ούτε χαρτί ούτε πένα να μας καταγράψουν, ήταν ένα τσιμεντόκουτο εκεί κοντά, έκοψε ένα κομμάτι χαρτί κάποιος τυχαίος, κι ύστερα όταν ζητήσαμε όπλα, έδωσαν ένα σε κάθε δέκα, χωρίς κλείστρο, “να πέφτει ο ένας και να το παίρνει ο άλλος”, τέτοια φριχτά ακούαμε, κι όταν διαταχτήκαμε να πάμε στα στρατόπεδα Αθαλάσσας κι άρχισαν τις βουτιές τα τουρκικά αεροπλάνα, ακούσαμε και το αμίμητο από τηλεβόα, ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Κι όταν ήρθε η ώρα να απολυθούμε, είδαμε γραμμένο στα βιβλιάριά μας, “παρουσιάστηκε σήμερα και απολύθηκε ο...” Τέτοια και τόσα χάλια και χειρότερα.

Τα παιδιά μου μπορούν να ρωτούν, τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά; Μια πλειάδα συστρατιωτών μου αυτό έκαμαν, την ώρα που άλλοι σκοτώνονταν, δάγκωναν την προδοσία, χάνονταν, κι είναι ως τώρα οι αγνοούμενοι. Έπεσε το λαμπρό και έκαψε, όχι όλους, γι’ αυτό κι η απαίτηση για δικαιοσύνη, να μοιραστούν τα βάρη, λόγια και το νερό τα πήρε το ποτάμι και τα παίρνει καθημερινά, όπως τα δικά μου, όπως όλων όσοι ζήσαμε την προδοσία και την βαρβαρότητα του οχτρού. Λόγια και νερό. Κατάντια.