Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Γιώργος Πετούσης

 

Γιώργος Πετούσης, Άρβυλα νούμερο 52, πέντε διηγήματα

Σειρά Πεζογραφίας ΣΠΕΚ, Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου, αρ. 6

Εκδόσεις Αρχύτας, Αθήνα 2020

 

Ένα ωραίο βιβλιαράκι με ζωγραφιές της Αρετής Πετούση, περιλαμβάνει πέντε διηγήματα, με χαιρετισμό της έκδοσης από την Πρόεδρο του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.

Το πρώτο διήγημα με τίτλο «Οι κουρούπεττοι και η γυμνή τσιγγάνα» μας μεταφέρει στη δεκαετία του ΄50, σύνηθες τότε φαινόμενο οι τσιγγάνοι, σε πόλεις και χωριά, κατασκήνωναν σ’ έναν τόπο κι άρχιζαν τις δουλειές που μόνο αυτοί ήξεραν, να καλλικώνουν γαϊδούρια, να γανώνουν χάλκινα αγγεία, να σου λεν την τύχη κι άλλα, που ζωντανεύει με την πένα του ο Γιώργος Πετούσης, κι εμείς φέρνουμε στη μνήμη παρόμοιες σκηνές, σε χωριά ή έξω από τα τείχη της Λευκωσίας.

Κάθε γενιά ζει τα δικά της, χαρακτηριστικά της εποχής και του τόπου, κοινές παραστάσεις και εμπειρίες. Η γενιά μας ίσως να είναι η ευτυχέστερη από αυτή την άποψη, γιατί ζήσαμε και το άροτρο και τον αυτοματισμό, τα ηλεκτρονικά και αφάνταστα, την εποχή που έσβησε μια για πάντα, ζει όμως στις μνήμες των ποιητών και πεζογράφων που μας παρουσιάζουν σελίδες ζωής με το έργο τους, μεταφέροντάς μας στο γραφικό εκείνο παρελθόν.

Ο Γιώργος Πετούσης είναι παρών στο διήγημα, σωματικά και πνευματικά, με τα ήθη της εποχής, και τις ηθικές αρχές με τις οποίες μεγάλωσε αυτός κι η γενιά μας, με τις θρησκευτικές βάσεις της αγωγής, προπάντων το ρόλο αξιομνημόνευτων φίλων. Ζωντανός λόγος, παραστατικός, βιωματικές εμπειρίες που μεταφέρονται με τη λογοτεχνία και τέρπουν τον αναγνώστη, που παρακολουθεί κινηματογραφικά και με τη φαντασία την όλη υπόθεση να εξελίσσεται μπροστά του, αφού το παρελθόν γίνεται αναγνωστικό παρόν.

Το δεύτερο διήγημα «Το αναπάντεχο που έκρυβε το δώρο» διεκτραγωδεί τα πάθη των Μικρασιατών που κατέφυγαν στη Λεμεσό, και ειδικά μιας οικογένειας γειτονικής στο συγγραφέα. Οι πρόσφυγες αυτοί, σε μια κρουαζιέρα στη Σμύρνη επισκέφτηκαν το χωριό τους και στο σπίτι τους βρήκαν, όπως αποκαλύπτεται εκ των υστέρων, το χαμένο μικρό παιδί τους, νοικοκύρη του σπιτιού, σωσμένο από τούρκο γείτονα. Βάσανα, πόνοι και καημοί, στο τέλος η ανατροπή κι η χαρά. Η αφήγηση ευθύγραμμη, τα συμβαίνοντα κυλούν ομαλά. Η Ιστορία δυστυχώς για μας επαναλαμβάνεται, γιατί βιώσαμε την προσφυγιά και το διωγμό, τη δυστυχία του κατατρεγμένου και αγνοούμενου. Γνώστης ο Γιώργος Πετούσης και της Ιστορίας και μικρών προσωπικών, οικογενειακών ιστοριών, μελετητής και λογοτέχνης, προσφέρει στον αναγνώστη γνώση και τέρψη με το έργο του.

‘Αρβυλα νούμερο 52. Τα πάθη του ελληνισμού δεν έχουν τέλος. Το 1974 το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή πλήγωσε κατάβαθα την Κύπρο, με τους νεκρούς και αγνοουμένους, την προσφυγιά και την ανέχεια, την ανεργία και τη γενική δυστυχία, με τον ψυχικό κάματο. Ιστορίες αγνοουμένων και νεκρών, ταφής λειψάνων, έβλεπαν τακτικά το φως της δημοσιότητας, ενώ οι οικογένειες των πεσόντων ανέβαιναν το δικό τους Γολγοθά, όπως η οικογένεια της ηρωίδας, με αγνοούμενο τον αδελφό. Οι σχέσεις των ανθρώπων μέσω του πόνου, η ανθρωπιά κι η φιλαλληλία, το δέσιμο μέσω της κοινής δυστυχίας αλλά και της ελπίδας, φανερώνουν μερίδα της κυπριακής κοινωνίας, με την ανθρωπιά και την κοινωνική αλληλεγγύη. Η έξοδος από την τραγωδία είναι το θάψιμο των λειψάνων, ελαχίστων έστω, για να διαλυθεί ο σκληρός γρανίτης που πιέζει την καρδιά. Μέσα από το διήγημα παρακολουθούμε και ζούμε το διπλό δράμα, του πεσόντος και αγνοουμένου της κυπριακής ιστορίας.

Ο παπα- Γιώρκης,  ένα πραγματικό γεγονός προς τα τέλη της Τουρκοκρατίας. Η Ιστορία στον τόπο μας είναι ακόμα ζωντανή, γιατί οι άνθρωποι φέρουν στη μνήμη στιγμές συγκλονιστικές που έζησε ο τόπος και στάθηκαν μάρτυρες οι πρόγονοί τους της θηριωδίας και απανθρωπίας των τυράννων. Η αφήγηση με πολλή κυπριακή ζωντανή διάλεκτο, σκηνοθεσία και ηχητικά, ζωντάνεμα της φύσης και των ανθρώπων μιας εποχής, όταν οι πασάδες κι οι αγάδες πατούσαν την τιμή και την περιουσία των σκλαβωμένων, υπήρχαν όμως και τα γενναία αντρόγυνα που αντιστέκονταν στην προσβολή. Ο συγγραφέας πετυχαίνει την ανάπλαση των σκηνών και την μετάδοση των συναισθημάτων στον αναγνώστη, που παρακολουθεί σαν ξετύλιγμα τραγωδίας τα επεισόδια, οδηγούμενος στην έξοδο με την κάθαρση, ηθική, θρησκευτική, ανθρώπινη.

 Η φαλάκρα. Θέλουμε δε θέλουμε αποτελεί πρόβλημα για πολλούς, χάνουν κάτι δικό τους, νιώθουν την απώλεια σαν αλλαγή καταστροφική της προσωπικότητάς τους, χάνουν την αυτοπεποίθηση. Ο συγγραφέας, παρατηρητής της ζωής και των ανθρώπων, περιγράφει, αφηγείται, ζωντανεύει με τον λόγο, τον παρακολουθούμε στα ταξίδια και στις παρέες του, όλη στο τέλος η συλλογή των διηγημάτων ήταν μια περιδιάβαση στην Ιστορία μας και στους καιρούς ανθρώπων σύγχρονων και περασμένων. Με την ανάγνωση των διηγημάτων ο αναγνώστης κερδίζει πείρα ζωής, σε τελευταία ανάλυση: αυτογνωσία.

Στέλιος Παπαντωνίου