Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

περί ποιήσεως


Περί ποιήσεως
Δεν ξέρω αν ό τι διαβάζω, που γράφεται ως ποίηση είναι και ποίηση, γι’ αυτό πολύ το σκέφτομαι, ευτυχώς έχουμε χρόνο στη διάθεσή μας, ποιητής και ποιώ και ποίημα, αμέσως με μεταφέρει στον Ποιητή των πάντων, που εποίησε μόνω τω Λόγω, και είπεν ο Θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως, κι έτσι συνδέω την ποίηση με την προσευχή, με την εξομολόγηση, θα πρέπει δηλαδή να βγαίνει από βαθιά, από την ψυχή την καθαρή του ανθρώπου, ή τη ανάγκη του να καθαρθεί, να εκφραστεί, κι ο Λόγος σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι μόνον λογική, θα ήταν έτσι σκέτη επιστήμη, αλλά με το Λόγο πρέπει να εννοούνται και η πλαστικότητα, ο Πλάστης, η εικόνα, η μουσική και ο ρυθμός, και γι’ αυτό συνυπάρχουν στην ποίηση και οι άλλες τέχνες, το θεάσθαι, ή και το χορεύειν, οπτικές και άλλες εικόνες, όλες οι αισθήσεις εξευγενισμένες να λειτουργούν και με το λόγο μεταφερμένες, ωσάν εκ του ουρανού. Ποίηση, ποιητής, Πλάστης, Λόγος, όλα αυτά συνυφαίνονται και με το ρυθμό, τις εικόνες και τις λέξεις βασικά,  μ΄ έναν παράξενο τρόπο έρχονται στην επιφάνεια κι ύστερα λειαίνονται, στρογγυλεύονται, στιλβώνονται, φτάνει νομίζω να έχουν όσοι γράφουν εκείνη την ενδόμυχη πίστη πως ό τι γράφουν είναι γνήσιο και δεν είναι μόνο η επιφάνεια, αν και επιτρέπονται πολλάκις και οι ασκήσεις επί χάρτου, τέχνη γαρ. Ο αναγνώστης, εφόσον είναι επαρκής και οξυδερκής ή ευαίσθητος στο λόγο, οσφραίνεται και διαισθάνεται το αναγιγνωσκόμενο, γι’ αυτό και μπορεί να αποφαίνεται και με τις γνώσεις, την πείρα και τα συναφή. Κι όλα αυτά τελειώνουν με ένα ν ο μ ί ζ ω, τις μέρες τούτες του εγκλεισμού και της αναμονής για επάνοδο στην ομαλότητα.   

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

έγκλειστε παππού


Έγκλειστε παππού
Έγκλειστε παππού, στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις. Αυτό που δεν βλέπω κυριαρχεί στον κόσμο, το ελάχιστο των ελαχίστων, έναν ιό αθώρητο και δαιμονικό, να σκάβει τους θεμελιούς των νοσοκομείων, να εκφοβίζει γιατρούς και νοσοκόμους, να γονατίζει τα συστήματα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί καταβαραθρώνονται, ανοίγουν τα θησαυροφυλάκια και σε λίγο εμφανίζονται κούφια, άνεργοι στο δρόμο ζητιανεύουν, ποιος να δώσει σε ποιον, ο φτωχός στον φτωχότερο, η μάνα μακριά από το παιδί και το παιδί απ΄ τη γιαγιά, τη δασκάλα, τη φίλη, τη γειτόνισσα, ο πατέρας για πρώτη φορά διαβάζει,  ο παππούς κι η γιαγιά στα χαμένα μονοπάτια της μικρής κάμαρης, άλλος στην Αγγλία, άλλος στην Αμερική, δεν αντέχεται, μακριά τα χέρια από τα χέρια , τα χείλη από τα χείλη, απαγορεύονται οι αγκαλιές, μόνο τα γατάκια αγκαλιάζονται και τα σκυλιά μαλλώνουν, πρόεδροι κι αντιπρόεδροι σκέφτονται και συσκέφτονται, εκδίδουν διατάγματα, όλα απαγορευτικά, τώρα πια φορούν όλοι τις μάσκες, εμφανώς, ερευνούν τις ιστορικές πηγές, θυμούνται εδάφια, από τον πρόπαππο Θουκυδίδη ως την Πανούκλα, στα βάθη του καθενός το σκοτάδι συνειδητοποιείται πηκτό, εξογκούται αυτές τις μέρες, καιρός να εισέλθουμε στα ενδότερα του καταπετάσματος, να  εισδύσουμε στον προγονό μας, τον ζωντανό μέσα στους φόβους και τους τρόμους μας, αλλά και το παλικάρι που τα ‘βαλε με τον δράκοντα και νίκησε, μεθοδικά, έξυπνα, υπομονετικά, χωρίς φανφάρες και εγωισμούς, με την έρευνά του, τη μελέτη, τον προγραμματισμό, την επιστημοσύνη, αυτόν που ένιωσε το άλλο εγώ του και στήριξε τον αδικημένο κι αδύνατο, αυτόν που γύριζε και πάλι στα χωράφια με το πράσινο, και ζωγράφιζε κι ανάπνεε με τα πουλάκια και χαιρόταν την ομορφιά και την ζωγράφιζε και την τραγουδούσε κελαριστή, αυτόν που λειτουργούσε και δοξολογούσε τον Θεό, στις εκκλησιές του κόσμου.


Κυριακή 26 Απριλίου 2020

του Θωμά


ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Κι ενώ είναι τόσο μικρός ο άνθρωπος, και το συναισθάνεται αυτές τις μέρες, τρέμει μπροστά σ’ έναν αόρατο ιό, ο ιός υπάρχει, ακούει για τις καταστροφικές επιδράσεις του, κινδυνεύει να τον οδηγήσει στον θάνατο, μα δεν τον βλέπει, πιστεύει όμως στην ύπαρξή του, έχει εμπιστοσύνη στους επιστήμονες, στα μικροσκόπια που τον φέρνουν κοντά του και τον μελετά, στην ύπαρξη του Θεού όμως δεν πιστεύει, όπως κι  ο Θωμάς, «αν δεν δω τις πληγές, αν δεν αγγίξω τα χέρια και την πλευρά, δεν πιστεύω», και δεν είναι μόνος,  εκατομμύρια ίσως του μοιάζουν, όπως όμως υπάρχουν και εκατομμύρια που πιστεύουν, μακάριοι που πιστεύουν κι ας μην έχουν δει.
Τουλάχιστον, λες, αφού είμαι τόσο μικρός, τόσο εύθραυστος, τόσο καθημερινά κοντά στο θάνατο, ας μην θεωρώ τον εαυτό μου παντογνώστη, ας μην υπεραίρομαι, ας σεβαστώ τους ανθρώπους που πιστεύουν, που έχουν τη δύναμη να πιστεύουν.  
Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. Του απίστου Θωμά σήμερα. Ο οποίος όμως στο τέλος ομολόγησε: ο Κύριός μου και ο Θεός μου!


Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Δευτέρα του Πάσχα

Κεφάτη μου ξύπνησε σήμερα η μικρή Δευτέρα, ετοιμάζει το καλαθάκι της, ν’ ανέβουμε στο βουνό, λέει, Δευτέρα της Λαμπρής σήμερα, και ποιος μένει σπίτι, το εκκλησάκια μόνα κι ερημικά ολόχρονα, σήμερα έχουν την τιμητική τους, όλο το χωριό για εκεί πάνω λογαριάζει, κι οι νιοι κι οι νιες κι ο βιολιστής κι ο λαουτάρης, τα παιχνίδια τα παλιά έρχονται στη μνήμη, οι σούσες, το λιγκρί, ο ποταμός, αλλιώς αλλού ονομάζονται, ο παπάς ετοίμασε τα πάντα για τη λιτανεία, τις περισσότερες φορές έπαιρναν μαζί τους και τη μεγάλη εικόνα του αγίου Γεωργίου, συνεορτάζοντος, δε θέλει και πολλά τέτοιες μέρες να είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος, τώρα παίρνει μολύβι και χρωματιστά, φτιάχνει ένα βουναλάκι, του βάζει ένα απλό κι απέριττο εκκλησάκι, κόσμος πολύς ένα γύρω και πολλά τα γέλια κι οι χαρές, μέρα που πανίζουν, μια φορά τον χρόνο να φορέσουν τα καινούργια οι μεγάλοι έρωτες, ευκαιρία να ιδωθούν, να ρίξουν τις ματιές της αγάπης, άντε Δευτερούλα μου, στο σπίτι σου!

Προς τη δύση (Πάσχα 2020)

Προς τη δύση
Κι έτσι οδεύει προς τη δύση ένα πολύ πρωτότυπο κι ανεξιχνίαστο Πάσχα!
Η μέρα όντως ήταν ανοιξιάτικη, όσο να μας διεγείρει ακόμα την επιθυμία του έξω,
Κατάκλειστοι λέει το ανακοινωθέν, θα γεμίσετε τις μπαταρίες, θα σας πεθυμήσει η φύση, θα αναγαλλιάσουν τα πουλιά όταν σας δούνε, οι περισσότεροι γενειοφόροι κι άβαφτες οι γυναίκες, στις πραγματικές τους διαστάσεις, μόλις πολλοί περάσαμε κι από το πατριαρχείο, λειτουργήσαμε μαζί με τον πατριάρχη, στα όνειρά μας δεν το πιστεύαμε πως θα γίνει και τούτο, και την ίδια ώρα βρισκόμαστε στον Άη Γιάννη και στα Ιεροσόλυμα και στην Αγία Νάπα, στον απόστολο Αντρέα τον Πλατύ, κοσμογύριστοι και κοσμοκαλόγεροι. Πολλοί λεν, θα μας ωφελήσει, το χρειαζόμασταν, να βάλουμε νου, σαν να είναι κάτι εξωτερικό, τον φωνάζεις κι έρχεται, ή κατεβαίνει με τα χρόνια, έλεγαν κι οι παλιοί, και πετάγεται ο γερο Θουκυδίδης, η φύση των ανθρώπων θα είναι η αυτή και τα ίδια και τα ίδια θα συμβαίνουν… Μάταια λοιπόν όλα; Μόνο και μόνο για να κερδίσουμε λίγα χρόνια ζωής; Και δεν είναι λίγο βέβαια, προς Θεού, αλλά τόσος κόπος και μόχθος και θυσία, να ξαναρχίσουμε τα ίδια, με τις κερδοσκοπικές μας επιχειρήσεις, τους ουρανοξύστες, τις επενδύσεις, τον Τούρκο να μην αλλάζει, να τον φανταζόμαστε με φουστανέλες, αν είναι δυνατόν!!!, να αποδεχόμαστε ήττες και ήττες και να μη βλέπουμε τη μεγαλύτερη ήττα της ανθρωπότητας, από έναν ιό, που γονάτισε προέδρους, πρωθυπουργούς, κι ανέδειξε- με το δίκιο του- άλλους πρώτους, τους γιατρούς, τους νοσοκόμους, τους φιλάνθρωπους πάσης λογής. Ανατροπές, λέει, πάντα είχε η Ιστορία, ξανάγιναν αυτά! Δεν ενδιαφέρει η Ιστορία, αλλά το πώς εμείς προσλαμβάνουμε, σκεφτόμαστε, προβληματιζόμαστε, δοκιμάζουμε να γίνουμε καλύτεροι, όσο ελάχιστα είναι δυνατόν, να γραφτεί στον σκληρό μας δίσκο, να μπει για χρόνια αυτός ο ιός, της προσοχής στη ζωή, στην υγεία, στο περιβάλλον, στην απλότητα και ταπεινότητα πραγμάτων και ανθρώπων, να συλλάβουμε την ουσία, να συμπλέξουμε τα αντιφατικά, να τα συγκεράσουμε. Μύθος και αλήθεια, Ηράκλειτος και Παρμενίδης, και το αρχαίο και το βυζαντινό δικό μας και το νέο. Πολλή δουλειά απαιτούν οι μέρες του εγκλεισμού. Και εγρήγορση. Χριστός ανέστη!

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ο επαναστάτης


Ο επαναστάτης
Χώμα μας έκαμε σήμερα, και μη σε φωνάξουν «δάσκαλε» και μη σε πουν «καθηγητή», ένας είναι ο δάσκαλος, ένας ο καθηγητής, και μη μου πείτε πως δεν σκύψαμε κάτω το κεφάλι, εμείς πάντα τον θέλαμε τον γλυκύτατο εκείνο, ξεχνούμε ηθελημένα πως κρατούσε και μαστίγιο κι έδιωχνε τους εμπόρους από το ναό, ξεχνούμε τον επαναστάτη Χριστό, που τα έβαλε και με τους άρχοντες και με το  ιερατείο, «ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί», ένα κείμενο που μπορεί να το αντιγράψει και να το κάμει πιστεύω του οποιοσδήποτε επαναστάτης. Διδάσκει λογική, δικαιοσύνη, κατ’ ευθείαν στην ουσία κι όχι στα δευτερεύοντα που ξεστρατίζουν τον άνθρωπο από την Ιθάκη του. Αργά γρήγορα εκεί θα κατέληγε κι Αυτός, όπως ο Σωκράτης, στη φυλακή, στις φυλακές του δικτάτορα,  στο σταυρό ή στο κώνειο, στα βασανιστήρια του όποιου δεσπότη. Έδειξε όμως και τη δύναμη του λόγου. «Μην τους μιμείστε, άλλα λεν άλλα πράττουν, σας φορτώνουν μόνο, κι εκείνοι ούτε το δαχτυλάκι δεν κουνούν να σας βοηθήσουν, όλα για το θεαθήναι, και δώσ’  του τα βραβεία και οι προσκλήσεις στην πρώτη θέση κι αλοίμονο αν δεν είναι κρατημένη ειδικά γι’ αυτόν, πάντα με τα ωραία του, και γραμμένο το όνομά του κι οι τίτλοι, του «έδωσαν τίτλους πολλούς κι ονόματα» λέει κι ο Καβάφης, και βαθιές υποκλίσεις και «κύριε, κύριε, έντιμε, εξοχότατε», και άλλα «ηχηρά παρόμοια», και λησμονούν πως υπουργός είναι ο υπηρέτης, και νομίζουν πως θα είναι πάντα εκεί, και νομίζουν πως οι πολίτες  θα τους υπηρετούν, όλα στραβά κι ανάποδα, κι όταν βρεθεί η ευκαιρία, πολλοί έζησαν και θυμούνται τους τοκογλύφους, κατατρών και χηρών και ορφανών την περιουσία, «ο νόμος τι λέει, το γράμμα τι λέει, οι Τράπεζες τι λεν», «άρπαγες και κλέφτες», δεν προσπαθεί να βρει λέξεις, δεν ξέρει από «γλωσσάρια», ξεκάθαρα λέει τα πράματα με τ’ όνομά τους, μα για να τα πεις με τ΄όνομά τους θέλεις εξουσία πνευματική, και την είχε με το παραπάνω. «Οδηγοί τυφλοί, που περνάτε από λεπτό σουρωτήρι το κρασί και το νερό, μήπως καταπιείτε κανένα κουνούπι, ενώ καταπίνετε ολόκληρη γκαμήλα.» Όλα είναι γραμμένα εκεί, στο ευαγγέλιο. Ευκαιρία, τώρα που καθόμαστε.


Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Ο αξιότιμος κύριος


Ο αξιότιμος κύριος
Περασμένα μεσάνυχτα, χτυπούν την πόρτα, υπόκωφος θόρυβος, όλα γύρω κατάκλειστα, η κυκλοφορία απαγορευμένη, ποιος να ‘ ναι παράνομος, ας χτυπά, και πάλι και πάλι, στη ραθυμία μου εγώ, κι επιμένει. Πηγαίνω στην πόρτα, παραμερίζω το κάλυπτρο, κοιτάζω από το μάτι, ανάβω το φως εξωτερικό, ένας κύριος, κάπου τριάντα, γαμπρός μου φαντάζει, μαύρη γραβάτα, λευκό πουκάμισο, καινούργιο κοστούμι, στο πέτο λουλούδι λευκό,
-          Ποιος είστε, κύριε, τι θέλετε τέτοια ώρα, περασμένα μεσάνυχτα, απαγορευμένη κυκλοφορία, και δεν φέρετε μάσκα, δεν βλέπω γάντια στα χέρια!
-          Σας παρακαλώ, κύριε, ανοίξτε να δείτε, χιλιάδες χρόνια το πρόσωπό μου μασκαρεύουν, τα χέρια μου παραποιούν…
-          Ένα λεπτό, εγώ πρέπει να βάλω τη μάσκα μου, να καλύψω την άλλη, την καθημερινή, την επαγγελματική, την κοινωνική, την οικογενειακή, να βάλω γάντια πλαστικά, να καλύψω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, ένα λεπτό ν’ ανοίξω, έτοιμος!
-          Τίποτε δεν ζητώ, κοιτάξτε μόνο τη γειτονιά σας…
Και βλέπω, σ’ όλες τις πόρτες μπροστά, ο ίδιος άνθρωπος, πολλαπλασιασμένος επ’ άπειρον, στέκεται μπροστά στις πόρτες. Άλλοι γείτονες ξυπνούν, ανοίγουν, άλλοι κοιμούνται.
Πώς να μην πεις «περάστε», σ΄ έναν τόσο αξιότιμο κύριο!

ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Σε πολλές εκκλησιές πήγαμε σήμερα, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ιερουσαλήμ, νησάκια, εκκλησάκια, μοναστήρια, άλλες μεγαλόπρεπες, άλλες φτωχικές, όσοι ξέρουν από παράδοση είδαν τους ιερείς στα πράσινα, όσους έχουν, περίμεναν τον ήχο ‘άγια’  και τον άκουσαν, άλλοτε λίγο βαρύ, από το πρωί, ‘άγιος Κύριος ο Θεός ημών’ τρις, και η ανάγνωση της ευχής στις ελιές και στα βάγια, το κοφήνι κάποτε γεμάτο ελιές και βάγια, τώρα τίποτε, ελάχιστες ελιές στο σακούλι, οικογενειακές, για το σπίτι κάπνισμα, όταν έρθει η ώρα του, μα τόσα τυπικά έχει η εκκλησία; Τα πάντα έχει καθορίσει, και το ψάρι που θα φάει σήμερα ο νηστέψας, και το χρώμα της ιερατικής στολής, και τους ήχους της ημέρας, και την τάξη και ακολουθία, «μην ασχολείσαι με αυτά, τυπικά και ακαταλαβίστικα», λέει ο ένας, « χάσιμο χρόνου», λέει ο άλλος, και μένεις με τη σοφία των γερόντων, με τη μέγιστη σημασία της παράδοσης, και σκέφτεσαι, ‘μήπως εγώ είμαι πίσω που δεν τα ξέρω, που δεν τα ζω, που τα πήρα όλα επιφανειακά’, και συνδυάζεις, από την αγιογραφία της ημέρας ως την στροφή του ιερέα προς τη δύση όταν διαβάζει το ευαγγέλιο στη λιτανεία, δεν είναι για να ζαλίζεσαι αλλά για να θαυμάζεις, δυο χιλιάδες χρόνια λατρείας, ίσως λιγότερα, αλλά η συσσωρευμένη σοφία των πατέρων είναι εκεί, να την μελετάς και να μαθαίνεις, να σέβεσαι και να ακολουθείς, να μην επεμβαίνεις, να μην νεωτερίζεις, μην παίζεις εν ου παικτοίς, μα δεν μας είπες για την ταπείνωση, για το γαϊδουράκι, για το στόμα των νηπίων που κατάρτισε δοξολογία στον Χριστό! Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

το εκκλησάκι


Τὸ ἐκκλησάκι
Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ
εἶν᾿ ἐκκλησιὰ ἐρημική,
τὸ σήμαντρό της δὲ χτυπᾶ,
δὲν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.
Ἕνα καντήλι θαμπερὸ
καὶ ἕναν πέτρινο σταυρὸ
ἔχει στολίδι μοναχὸ
τὸ ἐκκλησάκι τὸ φτωχό.
Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σὰν περνᾶ
στέκεται καὶ τὸ προσκυνᾶ
καὶ μὲ εὐλάβεια πολλὴ
τὸν ἄσπρο του σταυρὸ φιλεῖ.
Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐκεῖ
εἶναι εἰκόνα μυστικὴ
μ᾿ αἷμα τὴν ἔγραψε ὁ Θεὸς
καὶ τὴν λατρεύει ὁ λαός.
Του Άγγελου Βλάχου το ποιηματάκι, πώς ξεφύτρωσε από τα παλιά μας συρτάρια, παλιμπαιδισμός να πεις, αλλά αυτές τις μέρες δεν είναι να μην το θυμηθείς, κλειστές εκκλησιές, ερημικές, χωρίς ψάλτη και παπά, αυτές τις μέρες τα παιδιά παρίσταναν το Λάζαρο, μάζευαν λουλούδια, λαζάρους, άλλοι αγριολούλουδα του κάμπου και μυρσίνη, φοινικιάς τα νικηφόρα φύλλα, να απλώσουν στον Κύριο, αύριο μεθαύριο, έρχεται καθήμενος στο γαϊδουράκι του, από πολύ βαθιά ανεβαίνουν οι εικόνες, οι στίχοι, οι ήχοι, οι ρυθμοί, ευλογημένοι που μεγάλωσαν με τραγούδια ειρηνικά, έστω κι άτεχνα, είχαν όμως τη συγκίνηση, συγκλόνιζαν την παιδική ψυχή, κτυπούσαν την πόρτα κι έδιναν μέσα και θρονιάζονταν κι είναι θρονιασμένα χρόνια τώρα, όταν έρθει η ώρα τους πετάγονται και συγκινούν πάλι, να ναι καλά εκεί που είναι οι μανάδες μας, οι δάσκαλοι που μας τα έμαθαν, οι ποιητές που τα έγραψαν κι όσοι τα μελοποίησαν, διαπλάθοντας τις παιδικές ψυχές.


Πίστις ελπίς αγάπη


Πίστις, ελπίς, αγάπη, ταπείνωση, μήπως, λέω, είναι ταυτόσημες έννοιες, αφού πίστις είναι ελπιζομένων υπόστασις, κατά Παύλον, άρα το οριζόμενο πίστις αφού το ορίζει διά του ελπιζομένου, πίστη και ελπίδα είναι το ίδιο, πίστη, δηλαδή εμπιστοσύνη, ελπίδα πως υπάρχει κάτι που δεν συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, όμως το διαισθανόμαστε ή το νιώθουμε με άλλες κεραίες, πίστη, ελπίδα αλλά και αγάπη, αφού ουσία της αγάπης είναι η θυσία, άρα αγάπη είναι η θυσία εαυτού, για να πλησιάσουμε τον άλλον, όπως και πίστις είναι θυσία του εγωισμού μας, πως τα ξέρουμε όλα και κατέχουμε τα πάντα, συνειδητοποιούμε όμως πως είμαστε μηδενικά, και αποδεχόμαστε την παντοδυναμία άλλου, όπως κι αν τον ονομάζουμε, λέει κι ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα στο χορικό. Όλα όμως πάλι αυτά μας οδηγούν σ΄εκείνη τη ρήση του Κυρίου, αν θέλει να σώσεις την ψυχή σου, να την απολέσεις πρώτα, να διαγράψεις τον εγωισμό, απαρνησάσθω εαυτόν, και να οδηγηθούμε στην ταπείνωση, κι έτσι πάλι φτάνουμε, πίστις, ελπίς, αγάπη, ταπείνωση, αυταπάρνηση, γενηθήτω το θέλημά Σου.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Ο Πολύφημος


Ο Πολύφημος



Σκύβει ο Πολύφημος

να βγει απ΄ τη σπηλιά του

Πάντα κάποιος Οδυσσέας

τον περιγελά,

του Λαέρτη γιος , κορωνοϊός.

Αυτόν δεν τον κατέβασε

κανένας Ποσειδώνας

Του κατήλθε αεροπορικώς,

κατ’ ευθείαν εις την Πάφο.



Γονατίζει μονοφθάλμως

και παρακαλεί τον κύρη του:

«Δώσε μου δυο οφθαλμούς

Τρεις και τέσσερις ακόμα

για να βλέπω

τον αόρατο εχθρό.

Μ΄ένα μάτι δεν μπορώ.»



Φωνή ακούστη από τις ξέρες

Κλείσ΄ το μάτι, κλείσ’ τ’αφτιά

Άλλοι για σένα θα φροντίσουν

Οηέδες, γιουρογκρούπια

υπουργοί οικονομικών

διασκέψεις, τηλεσκέψεις

κάμποσοι αναλυτές,

ειδικοί στις επιστήμες,

κάθε μέρα κάθε νύχτα.

Χαίρε που δεν τους ακούς

Δεν τους βλέπεις, δεν θα χάσεις

Κάτσε στη σπηλιά.

Μ’ακούς;

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

χρόνος βράχος


«Ο χρόνος βράχος, αγέρωχος, ατάραχος, βρέμει, επαίρεται, μασκοφόρος σαρδόνιος, βηματίζει, καρφώνεται, υποδορίως ριζώνει φύτρας γρανάζια, ηφαιστείων ρωγμές, στα κατώτατα γης, παρά θιν’ αλός, εν νήσω μακάρων, εν χώρα ζώντων. Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι: ελευθέρωσον.»

Αυτός που χρησιμοποίησε πρώτος συνειδητά τη λέξη «ελευθερία» πρέπει να πέρασε από μεγάλο εγκλεισμό, για να καταλάβει πως η ελευθερία σχετίζεται άμεσα με την ανεμπόδιστη κίνηση, τη ζωή, αν όντως η  λέξη σχετίζεται με το «ελεύσομαι», θα έλθω.

Αυτές τις μέρες πολλά καταλαβαίνουμε, πολλά συνειδητοποιούμε, να ναι ο χρόνος αυτός όσο βαρύς, τόσης ενδοσκόπησης. Εύξασθε.  

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

άγγελοι


Άγγελοι

Επί σοι χαίρει, κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις

Άγγελοι και άνθρωποι,

Εκείνοι στον ουρανό,

Αλλά κατέβηκαν σήμερα πολλοί στη γη

Γέμισαν τις εκκλησιές,

Τους βλέπουμε να πυκνώνουν στα στασίδια

ιερουργούν, διακονούν, συμψάλλουν,

πρώτη φορά σε τόσες εκκλησιές κατέβηκαν ομοθυμαδόν

πρώτη φορά ένιωσαν κι αυτοί την ανάγκη

να συμπαραστούν στους ανθρώπους

με τα λευκά τους, άυλοι κι άχραντοι

αδιόρατοι, άπιαστοι από ιούς και τελώνια,

με τη φωνή την αγγελική

με τα δόρατα δορυφορούσαν

κι όταν τέλειωσε η λειτουργία

βγήκαν στο σεριάνι

ίσως τώρα να είναι έξω από την πόρτα μου

την πόρτα σου

κάποιος χτυπά.

Πάω ν’ ανοίξω.








Πέμπτη 2 Απριλίου 2020


του εγκλεισμού

Τριάντα βήματα δεξιά αριστερά

Ένα τραπέζι, ένας σκουπιδοτενεκές

Δυο φιάλες υγραερίου

Τριάντα βήματα δεξιά αριστερά

Ένα τραπέζι, ένας σκουδιδοτενεκές

Δυο φιάλες υγραερίου

Το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει

Λέει ο ποιητής

Τριάντα βήματα δεξιά αριστερά

Ένα τραπέζι, ένας σκουπιδοτενεκές

Δυο φιάλες υγραερίου…