ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Έναν τυφλόν εκ γενετής
έκαμεν τον ν’ αμπλέψει
Μα ήταν η μέρα Σάββατον
τζι είπαν πως εν αμαρτωλός
Τζιαι ο Θεός να σιέπει
Που έτσι ασσιημοθκιάρτιστους
γιατροσοφιστικάες.
Μα ο τυφλός εφώναζεν
“Εγιώ είδα το φως μου
Πάω ευτύς στου Σιλωάμ
Τζιαινούρκα μμάθκια φκάλλω
Τζιαμαί που τρύπες όφκαιρες
Από γεννησιμιού μου.”
Καλιούσιν τον πατέραν του
Καλιούσιν την μητέραν
“Ξέρουμεν πως ήταν τυφλός
Μα ποιος τον έκαμεν καλά
Ρωτάτε τον τζιαι ξέρει
Εν μιάλος, έσιει κάμποσα
Γρόνια πάνω στην ράσιην.”
Δικτατορίαν είχασιν
Τότες οι παπάες
Τζι εφοούνταν οι γονιοί
Γριστόν να μολοήσουν.
Ως σήμερα μας έμεινεν ο φόος τζι η τρομάρα
Μιαν που την πολιτιτζιήν,
Μιαν που τες εταιρείες
Μιαν που το παγκόσμιον
Που γονατίζει πάνω μας
Τζιαι σιύφκουμεν ζινίσιιν.
Δώσε Χριστέ μου, χάρισ μας
Ν΄αννοίξουμεν τα μμάθκια
Να δούμεν την στραβάραν μας
Ν’ αννοίξουμε γαλάτες
Τζιαι να πετάσουμεν ψηλά
Να δούμεν φως αληθινόν
Να πούμεν την αλήθκειαν.