Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

ο γίγαντας


Κι αυτός ο γίγαντας που κοιμόταν και ξύπνησε τώρα, λέει, και θέλει να φάει, πολύ πεινασμένο παιδί φαίνεται, μασάει σίδερα ο Κουταλιανός, την Κούταλη, νησάκι,  την μάσησε όπως και τόσες άλλες περιοχές ελληνικές και αρμένικες και κυπριακές, μόνο σαν κοιμάται δεν τρώει το κοπέλι μας, αλλά τώρα που ξύπνησε, την κοιλιά του δεν βλέπει, την στραβάρα του δεν βλέπει, τους κλεισμένους στη φυλακή δεν βλέπει, έφτιαξε τους εχθρούς του, τους συνέλαβε ή τους κυνηγά ακόμα, έφτιαξε τα παλάτια του, τη φρουρά του, τους λήσταρχους της οικογένειάς του (μην κακολογούμε τον άνθρωπο, μεγάλο βάζο- πολύ μέλι) ανεβάζει κατεβάζει φίλους κι οχτρούς, δεν τον φτάνει η στεριά του, θάλασσαααα- θάλασσααα, γαλάζια πατρίδαααα, το λέω και ανατριχιάζω, μα κάπου τα βρίσκει τα λεφτά, και φτιάχνει λέει απ’ όλα, μην του αρνηθούν και δεν του δώσουν πολεμικά και τέτοια, άλλο τι λεν για την οικονομία του, σημασία έχει πως απαιτεί και φοβερίζει και μασάει τον αέρα ακονίζοντας τα δόντια, εγώ, μου λέει, πούλησα τα χτήματα στην Κερύνεια, μοιράσαμε με τα παιδιά και τους συγγενείς, μόλις που πήρα ένα αυτοκίνητο μάρκας, προχτές το κρατούσε η γυναίκα, πήγε να πάρει το παιδί στο σχολείο, μπαμ τουμπάρανε στο δρόμο, φυσαρμόνικα το έκαμε, πάει και το παλιάμπελο της Κερύνειας, ο άλλος, έξυπνος, πού να τον κλέφτει το κλεφτοκράτος πήγαινε να βάλει πεζίνα στα εξαποδώ, τον αρπάζουν μια μέρα οι από δω, κάνεις λαθρεμπόριο τσιγάρων, του λένε, γεμάτο το καπό, πάρ΄ τον μέσα, η Τουρκία θέλει λεφτά για να εξοπλίζεται, δεν είναι ανάγκη να της δίνω εγώ κι εσύ, του λέω, εδώ έχουμε και ξενοδοχεία και τρόφιμα και φάρμακα, α, τώρα ανακαλύψαμε το γεσύ, ας είναι!!!