Το βρεθούμενο.
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, κι άντε να κάμει κόλλυβα η
θεια μου, γιατί κατέβηκαν στο δώμα κάμποσα πεζούνια, άρχισαν να κατατρών το
στάρι απλωμένο για τα κόλλυβα, έτσι έπρεπε, όποιος δεν φυλάει τα ρούχα του δεν
τον κατοικούνε, κι ύστερα όταν φάνηκαν τα μαύρα κοράκια άρχισαν να χτυπούν
τενεκέδες να διώξουν τα πετούμενα, «γιούχα» φώναζαν «γιούχα», κι αυτά δεν
κατέβαιναν ούτε στις παπουτσοσυκιές, άφηναν τον καρπό να τον διαγουμίσουν οι
άξιοι, που ήξεραν να τα κόψουν, με ένα μικρό μαστραπί του γαλάτου, κάποτε είχε
στην άκρη κι ένα σκουπόξυλο καρφωμένο, η προέκταση του χεριού, να φτάνουν τα
ψηλά, μη γεμίζουν αγκάθια, κι ύστερα τα άπλωναν σ’ ένα καρότσι, και πάγο σπασμένη
μια κολόνα από πάνω, κι έτσι κατέβαιναν στην Ερμού και στο γυναικοπάζαρο και στη Λήδρας, καλοκαίρι καιρό,
να ευφραίνεται ο φτωχός μερακλής. Έτσι έβγαινε το μεροκάματο.