ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Κι αν δεν καταφέρναμε το πετάσι, ήθελε τέχνη, να ισοζυγίζεις
το σκελετό, να δέσεις γερά με σπάγγο, να επιτύχεις την ουρά, και αν δεν
πετύχαινε, τις περισσότερες φορές αυτό γινόταν, γι’ αυτό καταφεύγαμε και στην ψαλίδα,
ένα χαρτί τσακισμένο τριγωνικά, δέναμε την μια άκρη με σπάγγο να τραβούμε, και
με λίγη ουρά ή με καθόλου, τα καταφέρναμε να πετά, ας ήταν και στο καντούνι,
δεν ήταν ανάγκη να πάμε στο τεισιό, εκεί κοντά στον Ορφέα, κάποτε δεν είχε
τσικό, έπρεπε να βρει, κι εμείς τί ήμαστε, μας παίρνουν στο ΓΣΠ, ενθουσιασμός
μεγάλος, ευτυχώς ο προπονητής νωρίς κατάλαβε πως δεν έκανα για παίχτης, πήγα να
βάλω γκολ στη δική μας ομάδα, με απέβαλε, και γλίτωσα, κόσμος όμως πολύς πάντα
ερχόταν Καθαρή Δευτέρα στην εκκλησιά, τόσες εκκλησιές εκεί κοντά, Χρυσαλινιώτισσα,
άγιος Ιάκωβος, άις Γιώργης, παλιά ο άις Λουκάς, και πολύ κοντά ο άις Γιάννης,
κι ο άις Αντώνης, κι ο Τρυπιώτης με τον άι Σάββα, ένα γύρο να έδινες τις έβρισκες
όλες ανοιχτές, ερχόταν λοιπόν ο κόσμος, να προσκυνήσει τις εικόνες, να βάλει τη
σκούφια του αγίου Κασσιανού στο κεφάλι, καθόταν κι ο παπάς, να βγάλει καμιά μπακκίρα,
φτωχός άνθρωπος, τόσα στόματα είχε να θρέψει, κι ύστερα οι περισσότεροι
συγγενείς περνούσαν από το σπίτι, πάντα η μάνα μου είχε τραπέζι στρωμένο με όλα
τα αγαθά της ημέρας, άλλο που φούρνιζε κι η ίδια ένα κουλούρι μοναδικό σε
γεύση, με τις μυρουδιές και το μέχλεπι και τη μαστίχα, καλό που ξεχνώ τα
ονόματα των υλικών, η γεύση όμως εκεί, στον ουρανίσκο. Έρχονταν οι ξαδέλφες της
από το Στρόβολο, ο παππούς Στυλλής είχε αδελφό το θείο Γιωρκή, Ψιμολοφίτες,
σκαρπάρηδες κι οι δυο, ταχίνη, χόρτα, κουλούρια, ελιές μαύρες και τσακιστές,
πλούσια τα ελέη σου, δεν ήθελε και πολλά κανείς να ευχαριστεί το Θεό και τον
άνθρωπο που καθόρισε τις γιορτάρες μέρες. Πέθαναν οι γονιοί, πέθανε ένας ολόκληρος
κόσμος, μας μένει η στιφή γεύση από τα χαμένα έθιμα, τον αέρα των ημερών, μια γειτονιά
μελίσσι, στράγγισε, ερημώθηκε, ένα μικρό δείγμα της μένει, ας είναι κι αυτό, να
θυμίζει γωνιά παραδείσου.