Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΚΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΕΚΤΟΝ
Εκείνος ανέβαινε από τον τάφο, εκείνη κατέβαινε από τον Όλυμπο, κάπου συναπαντήθηκαν στα προπόρτια του Οδυσσέα, έτρεξε ο Τηλέμαχος, της πήρε την ομπρέλα, την κάλεσε στο τραπέζι, όμορφη πάντα που ήταν, γεννημένη και μεγαλωμένη στην ίδια ηλικία, σαν τους αγνοούμενούς μας που τους θάβουμε νέους, μικρότερους από τα εγγόνια τους, μια αγάπη της έχουμε από τα μικράτα μας, κι όταν τη γνωρίσαμε από κοντά στις φτώχειες της την αγαπήσαμε περισσότερο, με τα θέατρα και τα σινεμά της με τους μεγάλους συνθέτες της δεκαετίας του εξήντα, αθάνατοι, εκείνος βρέθηκε ανάμεσα στους μαθητές του ύστερα από αιώνες, συγκινητική συγκέντρωση, όλοι μαζεμένοι ένα γύρο, καλή μέρα να’ χετε, κι άρχισε το τρέμουλο, ο πύργος με τα φαντάσματα, τι τρέμετε, μην είστε μικροί, φέρτε μου άγριν του λαού, να φά’ οφτόν περτίτζιν, να φά’ αρκοτζεράμιον, που τρων αντρειωμένοι, να πκιω γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φημισμένοι, τζαι που το πίννουν άρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι, κι ο Τηλέμαχος την οδήγησε στο τραπέζι, να φάει να πιει σαν άνθρωπος, ψάρι οφτό, κερήθρα, να ξεφοβηθούν που ΄βλεπαν νόμιζαν φαντάσματα.
Σας τα είπα τόσες φορές, τα ψάλλατε, τα τραγουδήσατε, ξύπνα καημένε μου ραγιά και σήκω το κεφάλι, ύστερα από το μνημόσυνο του μικρού ήρωα, συγκεντρωμένες στο υπερώο οι μυροφόρες αναφτέρωναν κι αναφτερώνονταν, ανοίξτε τα μάτια, τους είπε, και τους διάνοιξε το νου, προσευχηθείτε να σας έλθει δύναμη από τα Ύψη, μια κατεβαίνει Απόλλωνας, ἔκλαγξαν δ᾿ ἄρ᾿ ὀϊστοὶ ἐπ᾿ ὤμων χωομένοιο, αὐτοῦ κινηθέντος, μια ουρανοκατέβατος Ερμής με τα σαντάλια του που πηγαίναμε καλοκαίρι στον Άι Δίχτητο και δεν ξεκολλούσαμε από την καλύβη του Σκάρου, στου Τζυρκού το παραδείσι, από πρωίας μέχρι νυχτός, εκείνος μάζευε πεταλλίνες και καβούρια, και τα παιδιά του καρφίτσα στο πέλαγο.

Ήρθε όμως ώρα και πάλι να πετάξει, σαν Ίκαρος, σαν Δαίδαλος, τον είδαν στο στερέωμα να αποχαιρετά, κι όλο χαρά κατέβηκαν στην πόλη, να ψωνίσουν στα μεγάλα καταστήματα που είχαν διασπαρεί στην υφήλιο. ‘Υστερα από τα ψώνια, τους περίμενε πολλή δουλειά. Πάλι στην υφήλιο, ο καθένας με ένα φλογοβόλο στην τσέπη, με μια δέσμη αχτίνες φωτός, ένα καινούργιο φως να διαφημίζεται, θυσία στο βωμό του φωτός, να λάμψει η αγάπη.