Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

Στέλιος Παπαντωνίου
ΕΩΘΙΝΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
Μου  έχεις και προτιμήσεις, λέει ο Λουκάς, άντε, με δικό μου γράψιμο για τα ωραία που έζησα, Λουκά δε και Κλεόπα, μα συνέχισε από  κει που έμεινες. Ο Πέτρος το παλικάρι έτρεξε να δει τι συμβαίνει και δε βρήκε τίποτε στο κρησφύγετο, ο αετός είχε πετάξει στα νέφαλα, ένας ήλιος λαμπρός φώτιζε το στερέωμα, εξήντα στάδια από τη Λευκωσία, καλά το τοποθετώ στον Ορκόντα, είναι τα δέντρα, το ποταμάκι, και στη ζωγραφική των ξένων, δέντρα μεγάλα, θεόρατα, πολύ φως στο βάθος, περπατούν οι δυο, για το Λουκά τόσα είπαμε, ο Κλεόπας, ήταν μητροπολίτης Πάφου κι εγώ πέντε έξι χρόνων, δεν τον θυμάμαι καλά, παρά μόνο από κάτι φωτογραφίες και φήμες ιεραρχών, κι ο Κλεόπας, Κλεόπατρος και το κουτσούρεψαν σαν τον Στυλιανό, τον θυμάμαι πρωτοσύγκελο στην αρχιεπισκοπή, άσπρος κάτασπρος,  στο δρόμο χωματόδρομο, το περπάτημα κάνει καλό, ύστερα από όσα έζησαν, συγκινήσεις διαψεύσεις άλλα περίμεναν άλλα τους ήρθαν, λιγάκι αδιάβαστοι φαίνονταν, και ουρανοκατέβατος μπαίνει ακάλεστος στην κουβέντα, την παθαίνουμε κάποτε, νομίζουμε πως είναι δικοί μας άνθρωποι, αν μας συγχωρέσουν μας απαντούν, αν είναι μούργοι μουργώνουν περισσότερο, αλλά πού να καταλάβουν. Τι σας συμβαίνει; Τους κρατούσε κλειστά τα μάτια, κι είναι κοντά μας δίπλα μας και δεν τον βλέπουμε, μα γιατί μου γκρινιάζετε,  λυπημένους σας βλέπω, συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ κι έμεινε στους γραμματιζούμενους η φράση, μόνος από τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις πότε τη λεν και άλλα τέτοια που μας σούρνουν στην περίσταση. Μα πού ζεις, και δεν ξέρεις για τα καμένα κορμιά, και για τις ναπάλμ και για τις αγχόνες και για τα κρησφύγετα και δεν άκουσες για εγκλωβισμένους, πρόσφυγες αγνοούμενους, νεκρούς και τραυματίες, κι εμείς νομίζαμε πως κάποτε οι αγώνες μας θα δικαιωθούν και τώρα… Είναι βέβαια κι ο Ελπιδοφόρος, νεροφόρος στον Πολύστυπο, το νερό είναι ζωή, δροσιά, υγεία, πρώτο αυτό χρειάζεται, κι ήρθαν οι γυναίκες από τον ποτό, όλη νύχτα πότιζαν τις λεφτοκαρκές, και μας είπαν πως τον είδαν, ο Τσιάρτας ήταν εκεί μαζί τους, ήρωας του χωριού, κι έπρεπε να το ξέρετε πως αν δεν πάθετε δε θα δείτε άσπρη μέρα, τους λέει ο ουρανοκατέβατος. Τα ναυτόπουλα με τα λευκά ίσως να σας υπενθυμίζουν πως έχετε περισσότερη θάλασσα από ξηρά, κι ίσως εκεί να είναι η λύση του προβλήματός σας, πολύ νερό, αλλά τι να σας τα λέω, πόσοι και πόσοι δε σας τα είπαν και σεις ανόητοι και βραδείς, αργοπορημένοι και βαρεμένοι που είστε!
Κάπου εκεί πλησίαζαν και στο κεντράκι, νύχτωνε, έλα να κάτσουμε να φάμε, περνούμε εδώ τη νύχτα κι αύριο συνεχίζουμε το δρόμο, τον προσκαλούν, κι αυτός προσεποιείτο πως θα πάει μακριά και δεν μπορούσε, άντε να σας κάμω το χατήρι, μα πολύ μου αρέσει γιατί είναι η μόνη φορά που αστειεύεται, τους πειράζει, το χαίρεται, είναι ένας άλλος άνθρωπος, απαλλαγμένος πια από καθήκοντα, όλα τα’ καμε, μπορούσε να πει κι αυτός το νυν απολύοις αν ήταν Συμεών, μπορούσε να νιώθει ξάλαφρο το στήθος, σε λίγο έβγαινε στη σύνταξη, άντε να σας κάμω το χατήρι, και κάθεται μαζί τους, μη με νομίσετε ακατάδεκτο, διπλοπόδι στο σοφά, είναι κάτι πίνακες νομίζεις πως κάθονται στην ταβέρνα του χωριού και περιμένουν οφτό κλέφτικο και τη βεσόπα, κάθονται, πιάνει το φρέσκο αχνιστό ψωμί, με τα χέρια το κόβει, ένα σου ένα μου κι ένα σου, κι εκεί άνοιξαν τα μάτια, μα είχε εξαφανιστεί. Κατάλαβαν. Η καρδιά τους καίγονταν.
Μια και δυο τρέχοντας επιστρέφουν και βρίσκουν τους έντεκα, τον είδε ο Σίμωνας, βρε εμείς τι πάθαμε να ρωτάτε! Το πιο ωραίο εωθινό. Το χαίρομαι.