Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ

ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
Στέλιος Παπαντωνίου
Τη δεκάτη πέμπτη του αυτού μηνός, κάπως έτσι μας έφυγε, εγώ ήμουν στις εξοχές μου, οι άλλοι καθένας στη δουλειά του, μου τηλεφώνησαν από το ίδρυμα, η μάνα σου στο νοσοκομείο, μόλις προλαβαίνεις. Καθόταν υπομονετική πίσω από τη μεγάλη πόρτα, τη νύχτα σαν βγαίναμε, μα σαν άκουγε τις πατημασιές μας έτρεχε στο κρεβάτι μην καταλάβουμε πως μας περίμενε όλη αγωνία, ο Θεός μαζί τους, μη μου πάθουν, τόσα κακά ο κόσμος, και χτες και σήμερα και αύριο. Εκεί Της είπαν μήνυμα άγνωστο αλλά είναι για Σένα, ετοιμάσου, σε περιμένει ο Υιός, τρεις μέρες πριν. Ήταν ένα θρουμπί, λίγο πιο πάνω ήταν γεμάτο το βουνό, το έδεσε σ΄ ένα διχάλι, άρχισε το σάρισμα, να ετοιμάσει το κρεβάτι, τα μίζαρα, δυο χιτώνες τους είχε, ήταν μαζί της δυο σριλανκέζες, τους μοίρασε. Εκείνου τον χιτώνα τον έβαλαν στην κλήρωση, ήταν άρραφος δεν μπορούσαν να τον κομματιάσουν, πήρε τηλέφωνα, έστειλε τηλεγραφήματα, ελάτε, είπε στην ομάδα, σας περιμένω, έχω μήνυμα μυστικό. Αυτός που ήταν στη Μόρφου και στην Αμμόχωστο την έπαθε, το αεροδρόμιο στη Λευκωσία είχε ήδη βομβαρδιστεί, έξοδο δεν έβλεπε με τίποτε, τα αεροπλάνα άρχισαν με το χάραμα να τρομοκρατούν τους άμαχους συνεχίζοντας τις συνομιλίες, πήρα στο χέρι το κάρικοτ με το παιδί φρεσκογεννημένο, στο «Βιολιστή στη Στέγη» φώναζε ο πατέρας: «μην ξεχάσουμε το παιδί», κι ο καπετάν Μιχάλης, η γυναίκα μου συνήθιζε το καλοκαίρι να σκεπάζει τα έπιπλα στο σαλόνι, να τα μαζεύει, τα βάζω στη θέση τους, τακτοποιώ τα πάντα, δεν είμαστε ανοικοκύρευτοι, σε τάξη. Βιβλίο δεν έπιασα κανένα, θα πρόδινα τα άλλα. Εκείνες τις μέρες ο Σεφεριάδης μου συστήθηκε για καλά, «τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς», αν δεν τα ζήσεις πού να καταλάβεις. Έτσι κι η θεία η Αλεξάντρα στο Βουνό, σάρισε την αυλή, πύρωσε το φούρνο για τα δέκα παιδιά, κι η Ξενού σταμάτησε το μοιρολόι, πέρασαν οι σαράντα του Χρυσόστομου, κι η Μοιρού στον άι Επίκτητο, μάλιστα είχε κάμει δηλώσεις και στο ΡΙΚ, διωγμένη με το Σκάρο της και το μικρό μίνι: θα επιστρέψουμε, βέβαια. Σκούπισαν, έβαλαν και στην κορίπα θρουμπί να μένει καθαρό και μυρισμένο το νερό. Την τελευταία της νύχτα ήταν μόνη η μάνα μου, χρωστούμε οι αρσενικοί χρωστούμε, σε μια στιγμή η νοσοκόμα την βλέπει να ανασηκώνει τα χέρια, αποχαιρετά, μου είπε, κι αφού δεν ήρθαν όλοι οι της ομάδας, ο Μάμας με το λιοντάρι πού να κινήσει τέτοια ώρα, μπλόκο τα αεροδρόμια, την έθαψαν στο χωριό της μοναχής Γεθσημανής. Εκεί στα γηρατειά, της άρεσε να πηγαίνει στο λιοχώρι να βλέπει τα δέντρα που λύγιζαν με τον αγέρα, την προσκυνούσαν και τους έλεγε τους καημούς της καρδιάς της, προσεύχουνταν, βλογημένα δέντρα, μαζί με την τερατσιά.
Κι εμείς στον τόπο μας, να θάβουμε τις μανάδες μας, όπως Εκείνος τέτοια μέρα, να την παίρνει στο ταξίδι το παντοτεινό, τέτοια μέρα κάθε χρόνο. Στον τόπο μας.
Αρχή φόρμας
Τέλος φόρμας