ΕΩΘΙΝΟΝ ΟΓΔΟΟΝ
Ο κύριος Χαραλαμπίδης κάθεται στο γραφειάκι του, διευθυντής
του Δημοτικού Σχολείου αγίου Κασσιανού, έξω ο κήπος από τη μια, κηπουροί εμείς,
κάθε τάξη και το τετραγωνάκι της, πίσω η αυλή, τιτιβίζουν παιδιά, σκοινιά,
κρεμαστή σκάλα, μονόζυγα, εφαλτήρια, εξετάσεις για να περάσουμε στη δευτέρα
τάξη, η πρώτη ήταν περιττή, μηλίτσα που ‘σαι στον γκρεμό τα μήλα φορτωμένη,
σφουγγίζει τα γυαλιά, μια αύρα συνεπαίρνει
τον καλό μας Ιωάννη, του τα’ λεγε η Μαρία, με τα κλάματα και τις συγκινήσεις της
έξω από το νεκροταφείο, δεν ήταν λίγοι οι νεκροί, κι άλλοι οι αγνοούμενοι. Δυο
ναυτάκια στα κάτασπρα περίμεναν τον ναύαρχο για κατάθεση στεφάνων, μύρων και
λουλουδιών, ένας στη μια άκρη, άλλος στην άλλη, πόδια κεφαλή, μα κυρία μου
γιατί κλαίτε, έχετε δικό σας εδώ θαμμένο;
Ναι αλλά μου τον σήκωσαν και δεν ξέρω πού τον έθηκαν, τόσα
και τόσα γίνονται σήμερα στα νεκροταφεία, αλλαγή παπάδων, γυρίζει και βλέπει,
γιατί κλαίτε; Κύριε κηπουρέ μου, αν εσύ τον πήρες και τον σήκωσες πες μου πού
τον έβαλες, ο Επίκουρος στον Κήπο διδάσκει την πνευματική ηδονή, δεν είναι ο
παρεξηγημένος υλιστής, ο κακοήθης, ειρήνη και γαλήνη επαγγέλλεται, δάσκαλε, του
λέει, μη μου άπτου ακούει, η μιμόζα η ντροπαλή, ένα μπιζέλι, με τις περιποιήσεις
και την ομορφιά του, καλή μαθήτρια το φυτό, χνουδωτό μωβ το μαλλί της.
Ως κηπουρόν επηρώτα, κι εκείνος εκεί στον κήπο της Χρυσαλινιώτισσας,
μόλις είχεν αναλάβει, μόλις δημιουργήθηκεν ο κήπος, φύτευε φύτευε, και τη νύχτα
μεγάλη Πέμπτη ξαγρυπνούσε, κι εμείς πώς θα στολίζαμε επιτάφιο αν δεν πηδούσαμε
τα κάγκελλα και κόβαμε κόβαμε κόβαμε, αστυνομίααααα.
Δάσκαλε, καλή μου μαθήτρια μη μ’ αγγίξεις, δεν πήγα ακόμα
σπίτι και με περιμένει ο πατέρας, πες και στους άλλους, ειρηνεύετε, γαληνεύετε,
ευδαιμονείτε, μην ταράσσεστε, μολόγα ό τι είδες. Πήρε το ανσανσέρ κι ανέβηκε.