ΕΩΘΙΝΟΝ
ΔΕΚΑΤΟΝ
«Χάνος εἶμαι,
χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου
χαλῶ», λέει κι ο κυρ Αλέξαντρος του Παπαδιαμαντή ο γιος, και δεν τους έμεινε
ψάρι στο δίχτυο.
Κάθονταν εκεί
στου Ασπρή την καλύβη, ψαθαρκά στον ουρανό, στον άι Γιώργη, μπροστά στη
θάλασσα, με τις μαύρες παντούφλες και τις βράκες, έφτιαχνε τους καφέδες, ύστερα από όσα είδαν κι
άκουσαν, εκείνα τα ψυχοπονετικά, τα τρανταχτά των τελευταίων ημερών, τη
μετατροπή του παραδείσου τους σε κόλαση, την απογοήτευση, τη διάψευση, μετά το
πραξικόπημα ήλθε η εισβολή.
Δουλειά δεν
είχαν, κι ο Πέτρος κι ο Θωμάς ο Δίπλαρος κι ο Ναθαναήλης κι οι γιοι του
Ζεβεδαίου ποιον πατέρα είχαν και δυο ακόμα, άρχισε να νυχτώνει, κάτι χρώματα
στον ορίζοντα βαριεστημένα, εγώ πάω για ψάρεμα ο Πέτρος, ερχόμαστε μαζί σου, κι ανέβηκαν στο
πλοιάριο και δεν έπιασαν τίποτε, δεν είν’ η πρώτη δεν είν’ η δεύτερη, τόσον
καιρό τα είχαν αφήσει και τις βάρκες και τα δίχτυα, τον ακολουθούσαν όπου
πήγαινε, μαγνήτης να’ ταν.
Κινάμε για πίσω, η Ηώς νωχελικά κατέβαινε από του
Τιθωνού το κρεβάτι, αν βρούμε τον ψαρά των Κυκλάδων, ορμαθιές τα ψάρια, κάτι
πιάνουμε κι εμείς, όπως εκεί στο λιμανάκι στη Φώκαια, πρωί πρωί κατεβαίνουν οι
ψαρόβαρκες, μια θάλασσα ήρεμη, ακούς το χτύπο των κυμάτων στα σκαριά.
Πήγαινε κι αυτός
τον πρωινό του περίπατο, στενοκοπημένα, είχαν εκείνες τις μέρες πάλι ανοίξει
μαγαζάκια βιβλιοπωλεία στην παραλία, καλημέρα σας, ρε παιδιά κάνα προσφάι, αφού
το’ ξερε γιατί ρωτούσε, όχι! Ρίξτε τα δίχτυα δεξιά του πλοίου κι όλο κάτι θα
βρείτε, και την έπαθαν που δεν μπορούσαν να τραβήξουν τα δίχτυα.
Έπαιζε το
ματάκι του, τον κατάλαβε ο Γιαννάκης, είναι ο Κύριος, λέει στο γυμνό Πέτρο, ντράπηκε,
φέρτε το μαγιό, και μπήκε στη θάλασσα. Πλησίασαν κι οι άλλοι, κι ωωωω –ωπ,
ωωωωω- ωπ να τραβούν τα δίχτυα, κατεβαίνουν κι απ΄το πλοιαράκι, κάρβουνα στην παραλία
και ψάρι στη σχάρα, φέρτε και σεις κανένα, από αυτά που πιάσατε.
Εκατόν
πενήντα τρία ψάρια παρακαλώ, και δεν σκίστηκε το δίχτυο, κάτσετε τώρα να φάτε, που δεν έχω ντομάτα κι
αγγούρι, κι ο παππούς πήρε τον άρτο, ζυμωμένο από τα χέρια της παπαδιάς, ο
φούρνος εκεί έξω στην αυλή, εμείς στη δίχωρη, μια λάμπα στο μεγάλο στύλο που
κρατούσε το μεσοδόκι, τραπεζομάντηλο μουσαμάς, κίτρινα τετραγωνάκια, και μας κόβει
και μας δίνει άρτον και ψάρι, και δεν ήταν κανένας πια που αμφέβαλλε για όσα έβλεπε
και ζούσε για τρίτη φορά εκεί κοντά στη θάλασσα της Τιβεριάδος.