ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Στέλιου Παπαντωνίου
Ο Μάρκος χτύπησε ευγενικά την πόρτα, στο στενό καμαράκι του
ο Παλαμάς, στο γραφείο, στοίβες βιβλία, χαμένος στα χαρτιά του, απέναντί του η
Πολιτεία, λιγδωμένη, αναμαλλιασμένη, δαιμονισμένη, κι αυτός θέλει να την
ελευθερώσει, από πάσης μαλακίας, ήτοι αδικίας, αναξιοκρατίας, ψευτιάς, κλεψιάς,
παρανομίας, παραποίησης στοιχείων, προδοσίας ενί λόγω, και φτιάχνει το γλυπτό
λαμπρό. Μαρία η Μαγδαληνή αφ ης εξεβλήθη
επτά δαιμόνια. Τον είδε πρώτη έξω από το κρησφύγετο κι έφριξε αλλά το πίστεψε,
γιατί το μπορούσε, καθαρίστηκε, άνοιξαν τα μάτια της, μα οι άλλοι δεν πίστευαν,
οι σώφρονες, οι συνήγοροι του οχτρού, ομματογιάλια παντός είδους, κομματικά,
τουρκικά, προπαγανδιστικά, καλά να πάθουμε να λεν, που τον πιστέψαμε το γιο του
μαραγκού και της κυρα Παναγιώτας, ας γυρευτεί αλλού, βάλαμε μυαλό, εμείς φταίμε
γιατί θέλαμε να γίνουμε Άνθρωποι να του μοιάσουμε!
Ο Μάρκος αποδίδει περιληπτικώς το περιεχόμενο, αγωνιά με τις
πρώτες ερωτήσεις αν και το ξέρει, δεν τον συγχύζουν πια οι εξεταστές με
αλλοπρόσαλλες διατυπώσεις, κάτι κουτσουβέλικα για ελληνικά, κι ύστερα ο Φρίξος
ο Πετρίδης στην τάξη, τότε διδάσκονταν Μυθολογία και στα πανεπιστήμια, στο μύθο
τα θεμέλια της αλήθειας, τρέχετε τώρα επιστήμονες να αποδείξετε τις αλήθειες
τους, κι ο Δίας στο κρυφό, κατέβαινε από τα νέφαλα με άλλη μορφή, έτσι και στην Αλκμήνη τη μάνα
του Ηρακλή, παντρεμένη με τον Αμφιτρύωνα: Λείπει ο καλός σου στην εκστρατεία, όλα
τα κανόνιζε ο Νάτος και η Σία (ύστερα έγινε υπουργός Παιδείας) τη λιμπίζεται ο
Δίας, παραγγέλνει ομοίωμα στα καλύτερα εργαστήρια της Χώρας, παίρνει τη μορφή του, καλώς ήρθες άντρα μου και καλέ
μου, κι έρωντας είναι του Διός, Ηρακλής το εργόχειρο, αυτά τη μέρα- νύχτα την έκαμνε
ο Ποντίφιξ όταν χρειαζόταν για τις βρωμοδουλειές του- και το βράδυ έρχεται ο πραγματικός, πολύ
ερωτιάρης μου βγήκες άντρα μου καλέ μου και πρωί και βράδυ! Ποιος, εγώ; Εν
ετέρα μορφή που λέει.
Κι είπαν στο εκκλησάκι στο Παγκύπριο να τον ζωγραφίσουν στο
θόλο και μια και δυο και εν ετέρα μορφή, ποια είναι σήμερα η μορφή του; Του καθενός
μας μαύρου άσπρου κόκκινου κίτρινου, μαζί μας είναι, τη μορφή μας πήρε και
παίρνει, κι εμείς εντός μας, θα τον δούμε και παρακάτω, να τον θαυμάζω με τα
αστειάκια του στους περιπατούντας εις αγρόν ή προς Μουτουλλά, κάπου εκεί στον
Ορκόντα στο ποταμάκι κοντά. ‘Ελα να φάμε μαζί, τον είδαν, κάηκε η καρδιά τους,
τον πίστεψαν, μα οι άλλοι δεν. Οι λογικοί!!! Και τους εμφανίστηκε για δεύτερη
φορά.
Μια και δυο τώρα, δεν
χάνει ποτέ την τεμπερατούρα του, τους βρίσκει συγκεντρωμένους και φοβισμένους
κάτω από την κληματαριά τους έντεκα, και γιατί κύριοι μαθητάδες δεν πιστεύετε, τόσα
γιοφύρια χτίσαμε μαζί, και δεν έπεσαν, ο
απιστήσας θα χαθεί, γιατί απλά δεν πιστεύει παρά στα μάτια και στα αφτιά και
στο κουκούτσι το νου του, ω του μεγαλείου του νου του, θεός σχωρέσ’ τον! Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου.
Και θα μάθετε να μιλάτε ξένες γλώσσες και τη γλώσσα σας θα
μάθετε να την πλάθετε και να στολίζετε με τα απλά και ωραία, ν’ ακούγεται σαν
άλλη ομορφιά, κι ύστερα πόσες φορές να τα πει, είχε και καθήκοντα στον ουρανό,
παίρνει το αεροπλάνο, ξεκινούσε από την Πάφο, κι αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Λέει κι ο Μάρκος.