Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΕΩΘΙΝΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν με κάθε θυσία δικών μας να επιβληθούν, και το 56 και το 57, η αγχόνη στημένη, στην αρχή δυο, Καραολής και Δημητρίου, η Ελλάδα γεμάτη οδούς με τα ονόματά τους, κι ύστερα τρεις, Ζάκος Πατάτσος και Χαρίλαος, και ύστερα πάλι τρεις, Κουτσόφτας Μαυρομμάτης και Παναγίδης, κι ήρθε η ώρα του μικρού, μαθητούδι ήταν, ένας άγγελος ποιητικής, ο Βαγορής, του Μάρτη του 57, κι οι αδελφές τους κι οι γυναίκες και τα παιδιά κι οι μανάδες κι οι γειτόνισσες, ετοίμασαν λουλούδια και μύρα κι αρώματα για τους τάφους τους, μόλις που χάραζε το φως, την ώρα εκείνη του πρωινού την πανέμορφη με τα ωραία χρώματα και την ελπίδα πως πάλι ο ήλιος ανατέλλει, ρόδινο βρέφος με τα χεράκια και τα ποδαράκια του να πεταρίζουν, κι αυτές έξω από τη μεγάλη θύρα της φυλακής, και ποιος θα μας ανοίξει, και την ήβραν ορθάνοιχτη, μέσα από ένα πέρασμα διάβηκε και σώθηκε, κατέβηκε τον ποταμό πίσω από το Προεδρικό, τα παιδάκια ήταν εκεί ακόμα επισκέπτες, αφήστε τα να ρθουν κοντά μου, κι ύστερα το πρώτο αυτοκίνητο μένει στο δρόμο από βενζίνη κι άλλο ένα αναπηρικό  τραβά για την Πάφο.
Ήταν  η Μαγδαληνή Μαρία κι η Ιωάννα κι η Μαρία Ιακώβου που κάθονταν εκεί κοντά στο τείχος, περιοχή Ορφέα, με το αεράκι του καλοκαιριού, με τις καρέκλες έξω στο πεζοδρόμιο, να περνά κόσμος και να βλέπουν, να έχουν τις μυρουδιές από τη μια της Βασιλούς με τα σουβλάκια, κι από την άλλη να’ ρχονται από τον Τσακλαγιάν τα τραγούδια τούρκικα  κι οι μυρουδιές το γιασεμί, κι έμειναν  απορημένες ποιος ν΄ άνοιξε τις πόρτες, μια τεράστια πέτρα μπροστά, στα πανηγύρια ούτε για δοκίμι δεν την φαντάζονταν, τόσο βαριά ποιος να την σηκώσει, κι έρχονται ουρανοκατέβατα δυο ναυτάκια, ολόλευκη στολή, λαμπροφορεμένοι, για παρέλαση κοσπέντε του Μάρτη πήγαιναν, τι ζητάτε, που δεν ξεχωρίζετε τους ζωντανούς από τους νεκρούς; Ντροπαλές αυτές έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, μα δεν ακούσατε τα σχέδια της κυρα σίας, τον κισσιγκέρο, την τουρκιά με την αϊσέ της, τα σχέδιά τους από το πενήντα, βαλμένα σε τάξη και σε εφαρμογή με το νι και με το σίγμα, τα ξέρατε, γιατί ξεχνάτε, κι έτρεξαν να το πουν στην ομάδα, συγκεντρωμένοι οι έντεκα κάτω από την κληματαριά, φοβισμένοι ύστερα από το σταυρό που τράβηξαν και τον είδαν εκεί πάνω, ταράχτηκαν, δεν πίστεψαν, τι λέτε κόρες, μεγάλη ταραχή πήραμε, μη λέμε κι άσκεφτα πράματα,  μόνο το παλικάρι ο Πέτρος έτρεξε να δει κι έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. Ως συνήθως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Δεν τα ‘πε έτσι ακριβώς ο Λουκάς, πήγα στο σπιτάκι του, δεν τον βρήκα, από το 58 καταστραμμένο, το ξανάφτιαξαν οι τούρκοι, να δεχτεί επισκέπτες δεν τον αφήνουν, επικοινωνούμε αλλιώς, έχει τους πιστούς του, συνεννοούμαστε, γιατρός και ζωγράφος και συγγραφέας, δεν είναι δα κι ο πρώτος! Και μου επέτρεψε να τα πω με τον τρόπο μου καρδίαν καθαράν κι όπου θέλεις πάτα.