ΕΩΘΙΝΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Στέλιος Παπαντωνίου
Μαρία Μαρία Σαλώμη Αντιγόνη, μάνα του Γρηγόρη μας, κάθονταν
απέναντι στον τάφο εκεί στου Μαχαιρά το κρησφύγετο, δεν τις άφηνε ο Κρέοντας να
θάψουν το παιδί, όχι, στις φυλακές θα σαπίσει και μετά θάνατον, ας είν’ καλά ο
Ιωσήφ, το πήρε και το έθαψε, την άλλη μέρα με το χάραμα πήραν αρώματα να
αλείψουν το σώμα του, ο Χάρτιγκ άτεγκτος, ο Πιλάτος ένιβε χέρια πόδια, καταΐδρωμένος,
μια απαγόρευση πλανάται στον αγέρα, αλλά η Αντιγόνη τρίζει τα δόντια, χτυπά τα
πόδια, δε ζητά σκλαβωμένες Σαλαμίνες, να τον θάψει θέλει με όλες τις τιμές, όπως
όλες οι αδελφές, οι μανάδες, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι η Μαρία η
Μαγδαληνή με τα αρώματα.
Χτύπησαν την πόρτα του γιατρού του Σαββίδη, άνοιξε να δει
τον καιρό, λίγα σύννεφα στον ουρανό αλλά αυτός προμηνούσε βροχές και
αναπουμπούλες, ό, τι προαιρείσαι σε μυριστικό, σμύρνα κι αλόη, κουβάλησαν τις γλάστρες
από το στενό της μάνας μου, κόψτε δυόσμο και βασιλικό, μην αφήσουμε άταφο στην
εκκλησιά τον άνθρωπο, κι έρχεται γιορτή του Σταυρού, πόσο βασιλικό να μυρίσουμε
να καθαρίσουν τα πλεμόνια μας;
Στη Λύση δεν θα τον πάτε, διαταγή για κέρφιου, κατάκλειστα
τα σπίτια, δε βλέπεις καθημέραν αγγέλους να κάθονται στην πέτρα του τάφου, στην
Πέτρα του Ρωμιού, στην Πέτρα του Λιμνίτη, στο κρησφύγετο μπροστά,
εγκαταλειμμένο στα όρνεα το σώμα του Πολυνείκη, κι ο άγγελος λευκοφορεμένος και απαστράπτων, τρέξτε να
πείτε στους αδελφούς να τον συναντήσουν στο συνηθισμένο τόπο, πάντα την ίδια
ώρα, κάπου εκεί στην εκκλησιά του Τρυπιώτη, μαθητούδια ήμασταν, ποιος να μας υποψιαστεί
και γιατί, κι έπρεπε να ετοιμάσουμε την ταφή, τα τραγούδια, τις σημαίες πολλές και
τα συνθήματα, έτσι θάβαμε τότε τους ήρωες, γεμίζαμε λεωφορεία και πηγαίναμε
μαζί του ως την εκκλησιά ως το νεκροταφείο. Τι ζητάτε, δεν είναι εδώ, σηκώθηκε,
τον σήκωσαν, τον πήραν, πήγε μόνος τον είδαμε, μη συγχύζετε τους ζωντανούς με τους
νεκρούς, όλοι αυτοί ανήκουν και θα ανήκουν στους ζωντανούς, κι οι γυναίκες με
την αντρίκια ψυχή θα τρέχουν να αλείψουν το σώμα τους με μύρα, να απλωθεί στη
γη το μήνυμα πως τα πιο μυριστικά είναι της καρδιάς τα μύρα.
Κι ύστερα από αυτό το γράψιμο του Μάρκου, συγκλονίστηκαν οι
γυναίκες, ξανάζησαν το θαύμα, τον είδαν τον άγγελο να κάθεται και να τους αναγγέλλει
την ανάσταση της πατρίδας, αλοί του που δεν πιστεύει στην Ιστορία μας, έστω κι
αν κάποτε πλακώνει ο φόβος της λογικής και των μαθηματικών, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γαρ.