Στέλιου
Παπαντωνίου
Κασσιανού
του αγίου
Μέρος Α΄
Και εποίησεν
ο Θεός τον ουρανόν και την γην
O ήλιος έγνω την δύσιν αυτού
με πορφυρές
ξανθές αχτίδες κι ανταύγειες
Ενώ στον
ουρανό σκαρφάλωνε του φεγγαριού μεγάλος κύκλος
Πάνω από το
τειχιό της Χώρας πέτρινο στοιχειό
-Πού πας, φώναζε
η Λητώ, Έτοιμο το δείπνο,
Αναμμένο λυχνάρι
Ν’ αναπαυτεί
απ’ τη δουλειά κι από τα βάσανα
ο γιος του
ανθρώπου
μοναχικός ο άγιος
Κασσιανός
με το φίλο Γερμανό.
Και είπεν ο δούλος
του Θεού Κασσιανός
Ποιήσωμεν
τόπο να κατοικήσεις, να γίνεις άνθρωπος
Κι ο
Γερμανός χάιδεψε τις βουνοκορφές
Σαράντα
πρωτομάστοροι τον άγιο Ιλαρίωνα,
Σαράντα μάστοροι
το κάστρο της Καντάρας
Σαράντα
μαθητάδες τα σπίτια της Ρήγαινας
Ν’ ανεβαίνει
ο πατέρας κι η μάνα μου
Να ζωγραφίζουν
τη γειτονιά
Κάτω στης
χώρας τα στενά, στης χώρας τα καντούνια.
Άγιε μου Κασσιανέ,
του λέω,
είσαι
επιεικής και πολυέλαιος,
Ξέρεις από
τους πόθους των ανθρώπων.
Στη γειτονιά
σου, στο δρόμο καρέκλες, στα μαλλιά κορδέλες
Καλοκαιριάτικα,
να δροσίζει τα στενά το κιούλι και τ’ αγιόκλημα
να περνά κι
ένα μεγάλο κόκκινο βυτίο,
να ραντίζει τα
δρομάκια, να ποτίζει
ταπεινά τα λουλούδια,
τα μικρά μικρά ζουζούνια.
Καταμάθετε
τα κρίνα του αγρού
Και τις
γλάστρες της μάνας μου.
Είπε και
εγένετο.
Άπλωσε τα
χέρια, τώρα, μου είπε,
ν’ αγκαλιάσεις
την ομορφιά με τα χέρια σου.
Μυρουδιές
τυλίγουνταν στην κλωστή
γιασεμιά περιδέραια
μικρά μικρά τριαντάφυλλα
της λεμονιάς
κιτρομηλιάς ανθοί στην περβόλα
γονάτιζα και
παρακαλούσα,
μικροί
μεγάλοι δοξολογούσαν
το θυμιατό
στην εκκλησιά
το μύρο της
βάφτισης, τα μύρα της ταφής του Κυρίου
το ροδόσταμο
στη μερέχα, η ευωδιά της Παναγιάς
με το λάδι
της καντήλας και το αγίασμα.
Άκουσε,
τώρα, μου ξανάπε, σήματα της γειτονιάς μας.
Κι αν δεν το
θέλω εγώ, ξέρεις εσύ καλύτερα
Τις μυστικές
φωνές, τις εκστατικές στιγμές
Σ’ όποια
θρησκεία.
Κι ανέχτηκε να
βγαίνει κάθε βραδιά ο μουεζίνης
Στα ρολόγια
τα θερινά και χειμερινά
στου μιναρέ
τα σκαλιά της αγια Σοφιάς
γοτθικές
αψίδες ξένου ρυθμού σφραγίδες
Να καλεί
τους πιστούς του
Κι εμείς
Σ’ ήχους
πλάγιους κι ευθείς
Εν τυμπάνω
και χορώ αινείτε Αυτόν
εν χορδαίς
και οργάνω.
Με χυμώδεις ύμνους της ερήμου πολίτης
στον Άδωνη
της άνοιξης, στο Χριστό,
το Χρήστο
που ΄φευγε φαντάρος
Ενάμισυ
χρόνο στ’ άρβυλα, στην άγνοια σαράντα
Τυλιγμένος τα
σκοτάδια
Χωρίς τραγούδια
και φόρμιγγες.
Αινείτε
αυτόν, Παιδί της Περσεφόνης
Να τρέχει
στα σκοτάδια την Ευρυδίκη του
Κασσιανέ στη
χάρη σου.
Δε θα σου
στείλω μαγικά, μου είπε και θύμωσε,
Σου ’δωσε
νου και νοσταλγία να θυμάσαι και να γίνεται.
Τα βραδάκια φυσούσε
πεφταστέρι τετράχορδης λύρας
λεμονάδα
τουρκί παγωμένη στη ράχη
Πίσωθέ του στιλπνό
μεταλλικό αγγειό
χίλιες και
μια νύχτες στον αργαλειό
κάποτε με τ’
αϊράνι, ξινόγαλο με δυόσμο
με το
ποδήλατο γυρνώ να γνωρίσω τον κόσμο.
Χειμωνιάτικα
βράδια με το μαγκάλι στα πόδια
Κρυολογήματα
και χάδια
ζεστό λευκό σαλέπι
στο λαιμό, ζιζίμπρι κροκοτό.
Ευχαριστώ
σε, άγιέ μου, ευχαριστώ.
Έφερνε
μεγάλους τσέστους η μάνα μου
Στο κέντρο η
εκκλησιά σου με τον περίβολο,
Να παίζουμε
μπάλα, πιριλί, χωστό και βασιλέα
Γύρω
δρομάκια μικρά σπιτάκια
Τ’ αρχοντικά
της γειτονιάς με τα μπαλκόνια
Τα δημοτικά
σκολειά, τον άι Γιώργη
με το δράκοντα
στο περιβόλι
Κι έξω το
τείχος, οι μεγάλες πέτρες
σε κάνιστρα μεγάλη
λύρα
Να κόβει
φιδέ για τις αρκόντισσες
να
ξεφλουδίζει φουντούκια στα κοφίνια
με λάμπα πετρελαίου, λάμπα ασετυλίνης
Με τα λευκά κεριά
του επιταφίου στ΄ αστραπόβροντα.
Και ν’
ανάβεις κερί στην εκκλησιά,
Μην τον ξεχνάς τον άγιό μας, είπε.
Λευκώλενες μάνες κεντημένες το σμιλί
Χρυσοδάχτυλες
μέριμνες στ’ άσπρο πανί
Καρδιές
καλλιπλόκαμες περιστέρια και κύκνους
Κροσιέδες σταυροβελονιές.
Η θεια μου κελαδούσε
θλιβερά τραγούδια
Πέρα στους
πέρα κάμπους οπού’ ναι οι ελιές
Να θρηνεί το
μωρό να γελούν οι μεγάλοι
με το
μυξιάρικο μωρό, το κλαψιάρικο.
Πόρτες
ορθάνοιχτες κάτω από ένα κομμάτι ουρανό
σπαρμένα κεραμίδια
πρασινάδα.
Αυτά σου
φτάνουν, μου είπε.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ν’
αναμνηστείς τώρα μαζί πόσα ζήσαμε.
Τα τουρκιά,
ξεγυμνωμένα στήθη ξαγριεμένη χαίτη
μάχαιρες
κρεών στίφη ορδές ρόπαλα
και στουπί
βενζίνη στα βαριά ξωπόρτια
Ρόπαλα κεφάλια
τζάμια πόρτες του λαγού
Μισοκαμένες
Δαγκωμένη η
γειτονιά στενό το στενό
σπίτι το
σπίτι ρημοκλήσι ρημοκλήσι
κι εσύ τετράπλευρος,
εκεί.
Η μάνα καθηγουμένη
στο χόγλο το
νερό, στο τηγάνι λάδι
να
περιλούσει τη λιτάνευση
απ’ το
φονέα.
Θώρακας στη
γειτονιά η αγκαλιά σου
κοριτσιών εφταπύργι
παιδιών προπύργι
Πιο κοντά τα
σπίτια στον τουρκομαχαλά
Το δικό μας καταφύγι
και φωλιά
Μερόνυχτα πλέκαμε
κουβέντα και μαλλί
Στο δαμάτορα
ύπνο στο ξαγρυπνισμένο ξύπνιο
Με την
αιγίδα πάγχρυση και πορφυρή της Αθηνάς
της Ποϋριστιτζιής
αγκάλιασμα
Κασσιανού το
καύχημα.
Γερμανέ, το
φίλο τον ξέρεις,
Μαζί
ταξιδευτής της ερήμου, θαυματουργός στη σκούφια του
Αγαθός
παραστάτης μας κι εσύ
...άγνωστος
των αγνώστων.
Η Αθηνά
κατέβαινε τα δώματα μεγαλόπρεπη ασπίδα
Περικεφαλαία
ελληνική κι η Πογυριστιτζιή
Ακίνητη στο τέμπλο
τρεμοσβήνει το καντήλι
Στα μεγάλα
βλέφαρα στα ξόμπλια βένετα.
Στην ειρήνη
και στον πόλεμο μαζί Σου,
άγιε του
Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.
Κι όταν μας
κλείδωναν αγάλματα μερόνυχτα
στους
δρόμους στρατός κάτι αγένεια παιδιά
ξανθό μαλλί γαλανομάτικο
ξεμύτιζαν
κλωνιά ροδιάς στο καλντερίμι
κατέβαιναν
απ΄ τα χωριά τέθριππα τ’ άρματα
λασπωμένα
Νέμονταν μαζί
μας το ζεστό ψωμί, πατάτες
κι όλα της γης
μας τ’ αγαθά
Να
ορθρίζουμε τον επιούσιον ορθοί
στ΄όνειρο κολύμπι
ένα νησί
Λαμπηδόνες ψυχές
χριστιανών πανάρχαιων
ευχές.
Μόνο Εσύ, Κασσιανέ
μου, τα ΄ζησες και ξέρεις
Να ξεδιαλύνεις
τη δοκιμασία και την κάκωση
Του λαού Σου.
Και δεόμεθά
Σου, μη εγκαταλείπεις ημάς.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Μαύρα
κοράκια στον ουρανό,
Σεντούκια παλικαριών
στην εκκλησιά σου
Κόσμος πολύς,
πένθος βαρύ
Τα δάφνινα
στεφάνια γαλανόλευκα
Λεβέντικες
φωνές της άνοιξης κι ο Ύμνος.
Κι αυτός πετούσε
στα ουράνια σαν αητός
εμείς ψηλά τα
χέρια μη μας φύγει.
Απ’ το
γυναικωνίτη σου φτερούγιζε η ΕΟΚΑ
κι ο αρχηγός
Διγενής
Στους
τοίχους ζωγραφίζαμε τα μαλλάκια της ένωσης
Με την Ελλάδα.
Στη ροή του
χρόνου, έξοδος απ΄ το σκολειό με τη σημαία
Δε χωρούσαν
πια ξένοι στο νησί
Τι πετριές, φωνάρες,
κεραμίδια
Στη
βιβλιοθήκη μπουκάλια την οργή και ξύλα
Τοιχάρια με
πλιθάρι που μας σώσατε,
στη γειτονιά
του αγίου εφαλτήρια
δακρυγόνες
επικουρικές
ματωμένα κεφάλια,
χεροπόδαρα.
Πρεσβεύεις
και σώζεις, άγιε του Θεού.
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Μεγάλη μάνα στα
όνειρα η Ελλάδα
στη γελαστήν
αυγή, στους γύρους τα ποδήλατα
Στους
περιπάτους στη Λήδρας
Στο
ζαχαροπλαστείο το Μπελ βιου
Και στη
Σεβέρειο.
Άδακρυς
αιώνας στην πλατιά αγκαλιά μας
Δε μας
έδενε, τον δέναμε
Με τα χέρια,
τα πόδια, τα ποδήλατα
Το βιβλίο,
τις φτερούγες σου.
Τα
κοριτσόπουλα το’ ξέραν
ποιαν ώρα
γυρνούσαμε στα όνειρα
Κάθονταν στο
παραθύρι
μικρές
παπαρούνες
να διαβάσουν,
να ρεμβάσουν
Ημεροβλέφαρες
χαμηλοβλεπούσες
-Πού
γύριζες, -τι κάνεις, κόρη;
Πού ματιές
και φτερουγίσματα
Κι ούτε
χαιρετούρες ουδέ μιλήματα.
Εις τους
αιώνας των αιώνων.
Μια τάπια στο
τείχος γήπεδο ποδόσφαιρο
παίζαν με τα
τουρκιά τα παιδιά
Σκίζαμε στο
τέλος τα κεφάλια αίμα να’ βλεπες,
Αχ αυτός ο
πρώτος στις γροθιές φωνάρες.
Στο δημοτικό
σκολειό με τη σφραγίδα σου
Αρρεναγωγείο
παρθεναγωγείο
απαγορεμένο
μήλο το θηλυκό
Στο
διευθυντή κρυφοκοίταζες
Στη μάνα σου
λοξοδρόμησες
Στον πατέρα
για το λόγο που πέταξες
-Άιντε καλή
γιαγιά, τι φταιν οι φίλοι
-Δεν ξέρεις
τα παλιόπαιδα, μη μιλάς.
ΜΕΡΟΣ Ε΄
Ο παππούς
Χαράματα στο
σκαρπάρικο
Ξενοφώντος,
πάροδος Ερμού
Ο παράδεισος
Με τα
κοπέλια, τους μάστρους, το μακενίστρι
«κίττα κελ ,
τσιαπουκ τσιαπουκ».
Ένα αρμενάκι
το καρότσι με τα κάρβουνα
Σουβλάκια σουτζούκια
Το σουμάτζι τσούζει
μύτη, ψιλοκομμένο κρεμμύδι
Κι ένα γύρω
μικρά μαγειρεία
Μια χώρα της
πεινασμένης μουρουδιάς
Της ταπεινής
ομορφιάς
λευκή ποδιά
κι ο Παναής ο μάγειρας
πρώτος στον πατσά
Κι ο Ηρακλής
το συκωτάκι το σουβλάκι
Τα φασόλια, το
χαλλούμι, τη σιεφταλιά.
Ο βουβός σαν
τα φύκια βιαστικός στο μαγειρείο
Δώρο το
λέγανε;
πονεμένη μορφή
καλοκάγαθη ψυχή να εκραγεί
το θυμό και
την πίκρα, την αδικία,
Κλαμένη Μούσα,
θλιβερή μια Σειρήνα.
Μνήμη
δικαίου μετ’ εγκωμίων.
--------
ΜΕΡΟΣ Στ΄
Τι’ ναι ο
χρόνος, ο κύκλος του ενιαυτού
Με τις
γιορτές και τα σημάδια του
Βάνει τάξη
στο χάος, δίνει νόημα.
Ξέρουμε τώρα
με τις γιορτές
Τη γέννηση,
τη βάφτιση, τα πάθη,
Το θάνατο
και την ανάσταση,
Την ανάληψη
με το σώμα μας.
Κι ύστερα
ήρθε το Μελτέμι, να ΄χουμε βοηθό
Συμπαραστάτη
και προστάτη Πνεύμα το Άγιον.
Πόσο μεγάλη μας
η αγάπη
Τη συγγένεια
που θα θέλαμε, το φωτισμό!
Κι αναπαυόμαστε
εν
πίστει στις φτερούγες του.
Στα
σαρανταλείτουργα μοιράζαμε μερίδες
Μνημόσυνα
των πεθαμένων, ευχές των ζώντων
μυρουδιά από
τσάι, τα χνώτα των ανθρώπων
Μικρές πορτούλες,
στενές καμαρούλες
Σφιχτοδεμένο
πλήθος στις περβόλες.
Με τα
χριστούγεννα στη Λήδρας σεριάνι
με τα πακέτα
στο χέρι κι ας είναι κενά
Ποιος το
ξέρει!
Καρδίαν
καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός.
Κι ο άι
Βασίλης
ένα κόκκινο τραγούδι
στους δρόμους
δε μας
καταδέχεται φτωχούς εμάς, ποιος,
Δε μας
καταδέχεται ασπρογένειος
ο άγιος των φτωχών
Με τον κουμπαρά.
Μη θυμώνεις
, άγιέ μου, την εκκλησιά προνομιούχα
Μεγαλόπρεπο
σκήπτρο, στο μέσο η κεφαλή
Άνωθεν οι
προφήται πρωτοχρονιά κι αρχιμηνιά
Παλιά τα χρέη,
σκισμένο δεφτέρι.
Τυλιγμένα
πακέτα, μια Ανθοδέσμη λουλούδια
Κόκκινα σε
στίχους, μυριστικά και αγγελικά
μ΄ότρυνε ο
θυμός να ξεδιψάσω γάργαρο νερό
λευκοκίτρινους
στίχους!
Περιδιάβαζα
στον κήπο, στον ψυχρό βοριά
Στη ζεστή
γωνιά, κουτσοπίνοντας με τους μεγάλους
Ο ανάξιος
μικρός,
ο ποιητής
και λυτρωτής σου, Πάναγνε.
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
Κρεμασμένα
μπαλκόνια στον Ολυμπιακό
Παντελόνι γκρίζο
πουκάμισο λευκό
Σημαιοφόρα σπίτια
Φωνές παιδιών στο στερέωμα
Χρώματα
γαλανόλευκα χοροί κι αγγέλων ύμνοι
Αποστολές στις
εκκλησιές και στα μνημόσυνα
ως τω
Απόλλωνι ες Δήλον.
Κιθάρα δεν
είχα, στο μαντολίνο άπλωνα χορδές
να του χαϊδεύω
την κοιλιά, ν’ ακούω τα γουργουρητά
να
τραγουδούν των ουρανίων φρένες.
ΜΕΡΟΣ Η΄
Η μάνα μου την
καθαρή γνώμη θρεμμένη
Μελετούσε από
μικρή τραπέζια φιλόξενα
Χάλκινα
κροντήρια και κατσαρολικά
δυο τρία πιάτα
παραπάνω καθημερινά
Κάποιος θα’
ρθει στο σπίτι
συνδαιτημόνας
Φίλοι
κουμπάροι συγγενείς
Να
ευχαριστηθεί κι η ψυχή
Να ευφρανθεί
και το στόμα τους.
ΜΕΡΟΣ Θ΄
Στους Χαιρετισμούς
στ’ Απόδειπνα
το Άσπιλε
αμόλυντε Και δος ημίν δέσποτα
Μπροστά στις
εικόνες, του Χριστού την αργυρή
της Παναγίας
φοινικόκροκη ζώνη
Μικρά παιδιά
μικρός στο ψαλτήρι
με το
Μεγαλέξαντρο της ψαλτικής.
Ο Παπάκωστας
για χρόνια, δεξί του χέρι
της μέλισσας
κερί στην άγια τράπεζα
Στο ξύλινο ψαλτήρι
τα πάντα εν σοφία εποίησε
και μου τα
δίδαξε, γάμους βαφτίσια και κηδείες.
Την Κυριακή
της ελιάς
Κλώνους από
τη γέρικη ελιά να στεφανώσουμε το νικητή
Να γεμίσουμε
μια μαξιλαροθήκη
Να την
αφήσουμε στην εκκλησιά ως την ανάληψη
Να
καπνίζουμε το σπίτι και τα μαλλιά
Να πετάει ψηλά
στα νέφη ο καπνός
Και το πάσα
κακό.
Κι ύστερα,
στη λιτανεία, πάντα ένα μεγάλο κλωνάρι
Μόλις
ακούσουμε το Έκοβον κλάδους
Να
στρώννουμε στη γη να περάσει
ο επί πώλου
όνου καθεσθείς, ψάλλοντάς σοι αλληλούια.
Μεγαλοβδομαδιάτικα
Οι μεγάλοι Ψαλμοί,
ο θεσπέσιος στέφανος
Μελωδίες
θεϊκές, θαύμα της πίστης.
Ο Νυμφίος, του
Παρθένιου ζωγραφιά
Θλιμμένη
μορφή, στο χέρι ο κάλαμος, στο κεφάλι στεφάνι
Ένας χιτώνας
πορφυρός στη μέση της εκκλησίας
Μελίφθογγος,
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται
εν τω μέσω
της νυκτός, Σβηστά φώτα
μαβί πέπλο της
θλίψης να κατεβαίνει
Να τυλίγει το
εκκλησίασμα
ιεροπρεπώς.
Τη Μεγάλη
Τρίτη
Κύριε, η εν
πολλαίς αμαρτίαις
Δεν είναι ο
χρόνος, είναι η τέχνη κι η σύλληψη
κι η άδολη συγκίνηση,
η επιβεβαίωση των δυνατοτήτων
Η χαρά της
εκτέλεσης, η περηφάνια της αναμέτρησης
Τα νοήματα, τα
συναισθηματικά νήματα
που δένουν στα
παρόντα, στα παρελθόντα και στα μέλλοντα.
Μακάριος ο
δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα.
ΜΕΡΟΣ Ι΄
Ήταν μεγάλη
εκείνη η νύχτα που πορευτήκαμε στις φυλακές
Θα
απαγχόνιζαν τον πιο μικρό μας
Στριμώχνονταν
τα κορμιά τυφλά τα μάτια
Τυφλά τα
βήματα
Ακολουθούσαμε,
Κάποτε σταθήκαμε
Κι ανοίξαμε
τις πύλες του Ύμνου
Να
αναπνεύσει η Λευκωσία και τα περίχωρα
Οι φυλακές
και τα μπουντρούμια
Μαζί του να
παρακολουθούμε το βηματισμό
Μαζί του
στην αγχόνη και στο θάνατο
Σε γνωρίζω
από την κόψη
Σε γνωρίζω
από την όψη
που με βια
μετράει τη γη
Μην ξεχνάς
τη δική μας.
Ο γλυκασμός
των αγγέλων.
Σκυμμένοι
στην επιστροφή Κατάμαυρο πανί στο στήθος,
στην καρδιά
στα γόνατα.
Πενήντα
μέρες πριν το μυστικό δείπνο
Κι ο
Γρηγόρης στη φωτιά
χτυπούσε μια
μια τις πόρτες της γειτονιάς
Στις
εφτάμιση το βράδυ στρωμένο τραπέζι
Στη σήκωση
ν’ αρχίσουμε νηστεία
Με το στόμα
πικρό με την μπουκιά του αλατιού
Με τη θλίψη
πεντάριζη να φουντώνει και να πυρώνει
μαζί του στα
πέρατα.
Ο αητός
πετούσε πια στις βουνοκορφές
Κι εμείς ανοίγαμε
πανιά να σαλπάρουμε
για νέα
ταξίδια μικροί μεγάλοι στη φωτιά
για θάνατο
για λευτεριά.
Επ’
ελευθερία εγεννήθημεν.
Η Ιστορία θύμωνε,
δεν προλάβαινε να γράφει
Φέρε
κοντύλι, χαρτί, καλαμάρι, χρυσόδετες δέλτους
Στο σύμπαντα
χρόνο, στα Γήινα και ουράνια σύμπαντα.
Ντροπή σου
και να τα θυμάσαι,
τον
καλυμμένο κίνδυνο τα εγγλέζικα αυτοκίνητα
με τους
φίλους βενζίνη
Μέσα από τα
στρατιωτικά μπλόκα
υψωμένα
βλέφαρα
Τις παγίδες,
τις φλόγες που γλύφαν τις ρόδες, τη μηχανή.
Απαγορεμένη
κυκλοφορία
οι
συμμαθητές πιο μεγάλοι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν
διαταγές,
φυλλάδια, μπογιές,
Να σταθούν
μπροστά στα καταστήματα
Απαγορεύεται
η είσοδος Παθητική αντίσταση
Εδώ
πωλούνται αγγλικά προϊόντα.
Κι εσύ, ο
μικρότερος…
Στις
δύσκολες στιγμές όποια πόρτα χτυπούσες
Ήταν το
σπίτι σου.
Ντυμένοι στην
αλατζιά στο σκολειό στην εκκλησιά
Χειραψία στην
απλότητα, στο πενιχρό κι εγχώριο
Έργο των
χειρών μας.
ΜΕΡΟΣ ΙΑ΄
Στο ευχέλαιο,
μεγάλη Τετάρτη
Σκύβαμε το
κεφάλι στο ευαγγέλιο
Αφέονταί σοι
αι αμαρτίαι κάτω από το πετραχήλι
Το σημείο
του σταυρού με λάδι στο μέτωπο
Έτοιμοι την
άλλη μέρα για το μεγάλο βήμα
Να
μεταλάβουμε του δείπνου σου του μυστικού
Σήμερον Υιέ
Θεού Κοινωνόν με παράλαβε.
Κι ύστερα, τα
μαύρα κρέπια στο εικονοστάσι
Στον άμβωνα,
στους πολυελαίους
Και το βράδυ στη σταύρωση Σήμερον κρεμάται ο
κρεμάσας.
Κι έτσι
γράφεται η ιστορία των εκκλησιών
Των μικρών
ενοριών και των γειτονιών
Με τους φίλους
και συγγενείς, με τους γείτονες και πρωτοστάτες.