Στέλιου
Παπαντωνίου
Κασσιανού
του αγίου
Μέρος Α΄
Και εποίησεν
ο Θεός τον ουρανόν και την γην
O ήλιος έγνω την δύσιν αυτού
με πορφυρές
ξανθές αχτίδες κι ανταύγειες
Ενώ στον
ουρανό σκαρφάλωνε του φεγγαριού μεγάλος κύκλος
Πάνω από το
τειχιό της Χώρας πέτρινο στοιχειό
-Πού πας, φώναζε
η Λητώ, Έτοιμο το δείπνο,
Αναμμένο λυχνάρι
Ν’ αναπαυτεί
απ’ τη δουλειά κι από τα βάσανα
ο γιος του
ανθρώπου
μοναχικός ο άγιος
Κασσιανός
με το φίλο Γερμανό.
Και είπεν ο δούλος
του Θεού Κασσιανός
Ποιήσωμεν
τόπο να κατοικήσεις, να γίνεις άνθρωπος
Κι ο
Γερμανός χάιδεψε τις βουνοκορφές
Σαράντα
πρωτομάστοροι τον άγιο Ιλαρίωνα,
Σαράντα μάστοροι
το κάστρο της Καντάρας
Σαράντα
μαθητάδες τα σπίτια της Ρήγαινας
Ν’ ανεβαίνει
ο πατέρας κι η μάνα μου
Να ζωγραφίζουν
τη γειτονιά
Κάτω στης χώρας
τα στενά, στης χώρας τα καντούνια.
Άγιε μου Κασσιανέ,
του λέω,
είσαι
επιεικής και πολυέλαιος,
Ξέρεις από
τους πόθους των ανθρώπων.
Στη γειτονιά
σου, στο δρόμο καρέκλες, στα μαλλιά κορδέλες
Καλοκαιριάτικα,
να δροσίζει τα στενά το κιούλι και τ’ αγιόκλημα
να περνά κι
ένα μεγάλο κόκκινο βυτίο,
να ραντίζει τα
δρομάκια, να ποτίζει
ταπεινά τα λουλούδια,
τα μικρά μικρά ζουζούνια.
Καταμάθετε
τα κρίνα του αγρού
Και τις
γλάστρες της μάνας μου.
Είπε και
εγένετο.
Άπλωσε τα
χέρια, τώρα, μου είπε,
ν’ αγκαλιάσεις
την ομορφιά με τα χέρια σου.
Μυρουδιές
τυλίγουνταν στην κλωστή
γιασεμιά περιδέραια
μικρά μικρά τριαντάφυλλα
της λεμονιάς
κιτρομηλιάς ανθοί στην περβόλα
γονάτιζα και
παρακαλούσα,
μικροί
μεγάλοι δοξολογούσαν
το θυμιατό
στην εκκλησιά
το μύρο της
βάφτισης, τα μύρα της ταφής του Κυρίου
το ροδόσταμο
στη μερέχα, η ευωδιά της Παναγιάς
με το λάδι
της καντήλας και το αγίασμα.
Άκουσε,
τώρα, μου ξανάπε, σήματα της γειτονιάς μας.
Κι αν δεν το
θέλω εγώ, ξέρεις εσύ καλύτερα
Τις μυστικές
φωνές, τις εκστατικές στιγμές
Σ’ όποια
θρησκεία.
Κι ανέχτηκε να
βγαίνει κάθε βραδιά ο μουεζίνης
Στα ρολόγια
τα θερινά και χειμερινά
στου μιναρέ
τα σκαλιά της αγια Σοφιάς
γοτθικές
αψίδες ξένου ρυθμού σφραγίδες
Να καλεί
τους πιστούς του
Κι εμείς
Σ’ ήχους
πλάγιους κι ευθείς
Εν τυμπάνω
και χορώ αινείτε Αυτόν
εν χορδαίς
και οργάνω.
Με χυμώδεις ύμνους της ερήμου πολίτης
στον Άδωνη
της άνοιξης, στο Χριστό,
το Χρήστο
που ΄φευγε φαντάρος
Ενάμισυ
χρόνο στ’ άρβυλα, στην άγνοια σαράντα
Τυλιγμένος τα
σκοτάδια
Χωρίς τραγούδια
και φόρμιγγες.
Αινείτε
αυτόν, Παιδί της Περσεφόνης
Να τρέχει
στα σκοτάδια την Ευρυδίκη του
Κασσιανέ στη
χάρη σου.
Δε θα σου
στείλω μαγικά, μου είπε και θύμωσε,
Σού’ δωσε
νου και νοσταλγία να θυμάσαι και να γίνεται.
Τα βραδάκια φυσούσε
πεφταστέρι τετράχορδης λύρας
λεμονάδα
τουρκί παγωμένη στη ράχη
Πίσωθέ του στιλπνό
μεταλλικό αγγειό
χίλιες και
μια νύχτες στον αργαλειό
κάποτε με τ’
αϊράνι, ξινόγαλο με δυόσμο
με το
ποδήλατο γυρνώ να γνωρίσω τον κόσμο.
Χειμωνιάτικα
βράδια με το μαγκάλι στα πόδια
Κρυολογήματα
και χάδια
ζεστό λευκό σαλέπι
στο λαιμό ζιζίμπρι κροκοτό.
Ευχαριστώ
σε, άγιέ μου, ευχαριστώ.
Έφερνε
μεγάλους τσέστους η μάνα μου
Στο κέντρο η
εκκλησιά σου με τον περίβολο,
Να παίζουμε
μπάλα, πιριλί, χωστό και βασιλέα
Γύρω
δρομάκια μικρά σπιτάκια
Τ’ αρχοντικά
της γειτονιάς με τα μπαλκόνια
Τα δημοτικά
σκολειά, τον άι Γιώργη
με το δράκοντα
στο περιβόλι
Κι έξω το
τείχος, οι μεγάλες πέτρες
σε κάνιστρα μεγάλη
λύρα
Να κόβει
φιδέ για τις αρκόντισσες
να
ξεφλουδίζει φουντούκια στα κοφίνια
με λάμπα πετρελαίου, με λάμπα ασετυλίνης
Με τα λευκά κεριά
του επιταφίου στ΄ αστραπόβροντα.
Και ν’
ανάβεις κερί στην εκκλησιά,
Μην τον ξεχνάς τον άγιό μας, είπε.
Λευκώλενες μάνες κεντημένες το σμιλί
Χρυσοδάχτυλες
μέριμνες στ’ άσπρο πανί
Καρδιές
καλλιπλόκαμες περιστέρια και κύκνους
Κροσιέδες σταυροβελονιές.
Η θεια μου κελαδούσε
θλιβερά τραγούδια
Πέρα στους
πέρα κάμπους οπού’ ναι οι ελιές
Να θρηνεί το
μωρό το μυξιάρικο
Να γελούν οι
μεγάλοι
Από μικρό
φαινότανε κλαψιάρικο.
Πόρτες
ορθάνοιχτες κάτω από ένα κομμάτι ουρανό
σπαρμένα κεραμίδια
πρασινάδα.
Αυτά σου
φτάνουν, μου είπε.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ν’
αναμνηστείς τώρα μαζί τόσα που ζήσαμε.
Κάποτε τα
τουρκιά στίφη ορδές ξεγυμνωμένα στήθη
Χαίτη ξαγριεμένη
μάχαιρες κρεών
ρόπαλα και
στουπί βενζίνη στα βαριά ξωπόρτια
Ρόπαλα κεφάλια
τζάμια πόρτες στο αίμα του λαγού
Μισοκαμένες
Δαγκωμένη η
γειτονιά στενό το στενό
σπίτι το
σπίτι ρημοκλήσι ρημοκλήσι
κι εσύ τετράπλευρος,
εκεί.
Η μάνα καθηγουμένη
στο χόγλο το
νερό στο τηγάνι λάδι
να
περιλούσει τη λιτάνευση
απ’ το
φονέα.
Θώρακας στη
γειτονιά η αγκαλιά σου
κοριτσιών εφταπύργι
νέων και παιδιών προπύργι
Πιο κοντά τους
τα σπίτια στον τουρκομαχαλά
το δικό μας καταφύγι
και φωλιά
Μερόνυχτα πλέκαμε
πολλοί κουβέντα και μαλλί
Στο δαμάτορα
ύπνο στο ξαγρυπνισμένο ξύπνιο
Με την
αιγίδα πάγχρυση και πορφυρή της Αθηνάς
της Ποϋριστιτζιής
θερμό αγκάλιασμα
Κασσιανού το
καύχημα.
Γερμανέ, το
φίλο τον ξέρεις,
Μαζί
ταξιδευτής της ερήμου, θαυματουργός στη σκούφια του
Αγαθός
παραστάτης μας κι εσύ
...άγνωστος
των αγνώστων.
Η Αθηνά
κατέβαινε τα δώματα μεγαλόπρεπη ασπίδα
Περικεφαλαία
ελληνική κι η Πογυριστιτζιή
Ακίνητη στο τέμπλο
τρεμοσβήνει το καντήλι
Στα μεγάλα
βλέφαρα στα ξόμπλια βένετα.
Στην ειρήνη
και στον πόλεμο μαζί Σου,
άγιε του
Θεού πρέσβευε υπέρ ημών.
Κι όταν μας
κλείδωναν αγάλματα μερόνυχτα
στους
δρόμους στρατός κάτι αγένεια παιδιά
ξανθό μαλλί γαλανά
μάτια
ξεμύτιζε
κλωνιά ροδιάς στο καλντερίμι
κατέβαιναν
απ΄ τα χωριά τέθριππα τ’ άρματα
λασπωμένα
Νέμονταν μαζί
μας το ζεστό ψωμί, πατάτες
κι όλα της γης
μας τ’ αγαθά
Να
ορθρίζουμε τον επιούσιο αλύγιστοι
Ένα νησί στ΄όνειρο
κολύμπι
Λαμπηδόνες ψυχές
Αγάπες
χριστιανών πανάρχαιων.
Μόνο Εσύ, Κασσιανέ
μου, τα ΄ζησες και ξέρεις
Να ξεδιαλύνεις
τη δοκιμασία και την κάκωση
Του λαού Σου.
Και δεόμεθά
Σου, μη εγκαταλείπεις ημάς.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Μαύρα
κοράκια στον ουρανό,
Σεντούκια παλικαριών
στην εκκλησιά σου
Κόσμος πολύς
πένθος βαρύ
Τα δάφνινα
στεφάνια γαλανόλευκα
Λεβέντικες
φωνές της άνοιξης κι ο Ύμνος.
Κι αυτός πετούσε
στα ουράνια σαν αητός
εμείς ψηλά τα
χέρια μη μας φύγει.
Απ’ το γυναικωνίτη
σου φτερούγιζε η ΕΟΚΑ
κι ο αρχηγός
Διγενής
Στους
τοίχους ζωγραφίζαμε τα μαλλάκια της ένωσης
Με την Ελλάδα.
Στη ροή του
χρόνου, έξοδος απ΄ το σκολειό με τη σημαία
Δε χωρούσαν
πια ξένοι στο νησί
Τι πετριές, φωνάρες,
κεραμίδια
Στη βιβλιοθήκη
μπουκάλια την οργή και ξύλα
Τοιχάρια με
πλιθάρι που μας σώσατε,
στη γειτονιά
του αγίου εφαλτήρια
Κι επικουρικές
δακρυγόνες
ματωμένα κεφάλια,
χεροπόδαρα.
Πρεσβεύεις
και σώζεις.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Μεγάλη μάνα στα
όνειρα η Ελλάδα
στη γελαστήν
αυγή στους γύρους τα ποδήλατα
Στους
περιπάτους στη Λήδρας
Στο
ζαχαροπλαστείο το Μπελ βιου
Και στη
Σεβέρειο.
Άδακρυς
αιώνας στην πλατιά αγκαλιά μας
Δε μας
έδενε, τον δέναμε
Με τα χέρια,
τα πόδια, τα ποδήλατα
Το βιβλίο και
τις πτέρυγές σου.
Τα κοριτσόπουλα
το’ ξέραν
ποιαν ώρα
περνούσαν τα όνειρα
Κάθονταν στο
παραθύρι
μικρές
παπαρούνες
να διαβάσουν
να ρεμβάσουν
Ημεροβλέφαρες
χαμηλοβλεπούσες
-Πού
γύριζες, -τι κάνεις, κόρη;
Πού ματιές
και φτερουγίσματα
Κι ούτε
χαιρετούρες ουδέ μιλήματα.
εις τους
αιώνας των αιώνων.
Μια τάπια στο
τείχος γήπεδο ποδόσφαιρο
παίζαν με τα
τουρκιά τα παιδιά
Σκίζαμε στο
τέλος τα κεφάλια αίμα να’ βλεπες,
Αχ αυτός ο
πρώτος στις γροθιές φωνάρες.
Στο δημοτικό
σκολειό με τη σφραγίδα σου
Αρρεναγωγείο
παρθεναγωγείο
απαγορεμένο
μήλο το θηλυκό
Στο
διευθυντή κρυφοκοίταζες
Στη μάνα σου
λοξοδρόμησες
Στον πατέρα
για το λόγο που πέταξες
-Άιντε καλή
γιαγιά, τι φταιν οι φίλοι
-Δεν ξέρεις
τα παλιόπαιδα, μη μιλάς.
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Ο παππούς
Χαράματα στο
σκαρπάρικο
Ξενοφώντος,
πάροδος Ερμού
Ο παράδεισος
Με τα
κοπέλια, τους μάστρους, το μακενίστρι
«κίττα κελ ,
τσιαπουκ τσιαπουκ».
Ένα αρμενάκι
το καρότσι με τα κάρβουνα
Σουβλάκια σουτζούκια
Το σουμάτζι τσούζει
μύτη, ψιλοκομμένο κρεμμύδι
Κι ένα γύρω
μικρά μαγειρεία
Μια χώρα της
πεινασμένης μουρουδιάς
Της ταπεινής
ομορφιάς
λευκή ποδιά
κι ο Παναής ο μάγειρας
πρώτος στον πατσά
Κι ο Ηρακλής
το συκωτάκι το σουβλάκι
Τα φασόλια, το
χαλλούμι, τη σιεφταλιά.
Ο βουβός σαν
τα φύκια βιαστικός στο μαγειρείο
Δώρο το
λέγανε;
πονεμένη μορφή
καλοκάγαθη ψυχή να εκραγεί
το θυμό και
την πίκρα την αδικία,
Κλαμένη Μούσα,
θλιβερή μια Σειρήνα.
Μνήμη
δικαίου μετ’ εγκωμίων.