Της ελεύθερης διακίνησης του σατανά
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Και γιατί βιαζόμαστε,
μας είπε ο άγγελος, να παραδοθούμε στο
σατανά, τώρα που μας έδειξε τη δόξα του, τους χαυλιόδοντες, τα κέρατα και την
ουρά του, να την κουνά εδώ κι εκεί, να
τον παραστέκουν άνωθεν αεροπλάνα κι ελικόπτερα, κάτω στρατηγοί και αστυνόμοι,
δεξιά του τανκς μ’ ανεβασμένους τους πολίτες, αριστερά του οι ιμάμηδες κι από
μιναρέ και ιντερμέσων να διαλαλούν την καινούργια πραμάτεια, «σώστε τον άνθρωπό
μας»!
Τους άλλους,
ρωτά ο σάταν, γιατί να τους κρατά στη φυλακή; Να τους ταϊζει; Γιατί δεν
ξαναφέρνει τη θηλιά και το σχοινί, να κάμει κι οικονομία; Αφού δεν καταλάβαμε
τη φάτσα του σε κρυπτογραφία, να τον τώρα στην εντέλειά του τη διαβολική, τη
σατανική, την πραγματική. Ίσως χαμπαρίσουμε!
Δεν μας τά’
πε όμως έτσι η πρώην υπηρετριούλα του λαού μας: άιντε πάλι, τυχεροί, μας έσωσε
ο τούρκικος λαός, μα τι νομίζετε, πάντα θα είν’ εκεί και θα μας σώζει ο τούρκικος
λαός από το στρατό του; Κι έτσι σώθηκαν κι οι κουμαρτζήδες. Όσοι πρόλαβαν εκείνη
τη νύχτα, γιατί το σατανά το συνήθισαν και νόμιζαν πως τους κάθεται. Ο που
φύγει φύγει την κάνανε από τα καζίνα της Κερύνειας, αλλά νου δε έβαλαν μόνο καταδίκαζαν
αυτόν που τους αποκάλεσε κοπρίτες!
Κοπρίτης δε εστί σκύλος, και κακός σκύλος κακό ψόφον έχει, κι ο σατανάς κάποτε
μεταμορφώνεται σε σκύλο και γαυγίζει και δαγκώνει. Κι εμάς γαύγιζε από το 54
και δάγκωσε το 64 και το 67 και μια κι έξω το 74, να καταφάει τη σάρκα μας και
την καρδιά μας, το βιος και τα παιδιά μας. Κι ακόμα αμφισβητούμε τη
σατανικότητά του και τον δοξολογούμε και υπερυψούμε. Κι έχουμε ακόμα πολλά κακά
να δούμε. Με τα μυαλά που κουβαλούμε.
Δεν πέρασαν
σαράντα δυο χρόνια και πολλά από πολλούς ξεχάστηκαν, και ο Πενταδάχτυλος σβήστηκε,
πώς τα καταφέρνει το αδηφάγο χέρι να εξαφανίζει ολόκληρο βουνό, με τον Ιλαρίωνα
άγιο, με την Καντάρα, με τα σπίτια της
Ρήγαινας, την Κερύνεια και την Αμμόχωστο, τη Μόρφου κι όλα τα δικά μας τα χωριά, τις
δικές μας εκκλησιές, τα δικά μας σχολεία! Από την ώρα που ξεφύγαμε την αιδώ, το
ρίξαμε στη φιλοσοφία της κατοχής, και δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσα
ξόρκια βρίσκονται σε καινούργια και παλιά κιτάπια για να ξορκίζουμε το κακό,
την κακιά σόρτα, τη σκλαβιά μας. Ο χρόνος κουβαλά ζούρα και σκουριά σαν της Φουκάσας.
Μέρα τη μέρα, συνήθειο το συνήθειο, και τι είναι και πώς να μη δω το σπίτι, και
να δείχνω πως δεν το ξεχνώ, και να με βλέπουν πως τους βλέπω, και να με κερνούν
καφέ, και να γελούν στη ράχη μου. Αγώνας με τραγούδια και τραγουδιστάδες,
εκδρομούλες και συντροφικά φεστιβάλια.
Κι όμως, τα χώματά μας είναι σκλαβωμένα, αν δεν το
συνειδητοποιήσαμε, στο σατανά και στα τσιράκια του, κι ο τόπος μας είναι η ζωή
μας, κι η ζωή μας δέθηκε σφιχτά με την ουρά, τους χαυλιόδοντες, τα κέρατά του. Κι όσο τον
πλησιάζουμε, τόσο απομακρυνόμαστε από το σκοπό της ζωής μας, την ελευθερία. Κι
η ελευθερία πρώτα πρώτα, λέει η λέξη, σημαίνει ελεύθερη διακίνηση, ελεύσομαι. Κι
ύστερα ο ελεύθερος είναι αξιοπρεπής, δε ζητά άδεια για να διαβεί, δεν κάνει τεμενάδες,
παρακλήσεις και χαρούλες, ξεφωνητά
μπαλόνια, φαγοπότια και λυκοφιλίες. Πού να το φανταστούμε πως από την ελεύθερη
διακίνηση εξαρτάται η ελευθερία κι η αξιοπρέπειά μας! Από την ώρα που διαπραγματευόμαστε την
ελεύθερη διακίνηση στον τόπο μας, χάνουμε την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας.
Τα άλλα σφιχτοδεμένα ακολουθούν. Αρνητικά και θετικά.