Κυριακή 21 Μαΐου 2023

πράξεις

 ΠΡΑΞΕΙΣ

Μοναδικός ο γείτονας, Λουκάς ονόματι, άγιος έλεγαν, μα αυτός ήταν απόστολος, ευαγγελιστής, ζωγράφος, ιατρός, ένα μεγάλο κεφάλαιο του χριστιανισμού, έγραψε το ευαγγέλιό του μα και τις Πράξεις των Αποστόλων, ένα κείμενο ολοζώντανο, σπαρταριστό, το διαβάζουμε σήμερα στις εκκλησίες απόσπασμα απόσπασμα κατά την περίοδο του πεντηκοσταρίου, ποιητικό κείμενο, θείας χάριτος, Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα λοιπόν, και ανάμεσα στα σπαρταριστά, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής ακούμε το ωραίο, οι απόστολοι πήγαν εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, και εκεί ευαγγελίζονταν τον λόγο του Θεού. Ήταν κι ένας κατακαημένος στα Λύστρα, δεν μπορούσε να περπατήσει, ώρα καλή όπως αρχίζουμε στην ηλικία μας και μη προς κακοφανισμόν, αλλά αυτός ήταν κουτσός από κοιλίας μητρός του, λέει, τον είδε ο Παύλος που δεν μπορούσε να περπατήσει, όμως παρακολουθούσε το κήρυγμα με πίστη, και του βάζει φωνή μεγάλη: Στάσου μωρέ στα πόδια σου. Και ο χωλός άρχισε να περπατεί. Κόσμος πολύς εκεί, είδε τι έγινε, κι άρχισαν τις φωνές οι χωρκανοί στη γλώσσα τους λυκαονιστί, είναι θεοί είναι θεοί, κατέβηκαν οι θεοί στη γη, να ο Δίας, έτσι ονόμαζαν τον Βαρνάβα, να ο Ερμής, έτσι ονόμαζαν τον Παύλο που τον έβλεπαν και άκουαν να μιλάει, αυτός σου λένε είναι ο αγγελιαφόρος των θεών, μιλάει κι όλα μιλάει. Το χάζι ήταν ο ιερέας του Διός, που ήταν εκεί, βλέπει όσα βλέπει, κι άρχισε να κουβαλά ταύρους και στέμματα να στεφανώσει τα ιερά σφάγια, κι όλοι ήθελαν να θυσιάσουν στον Παύλο και στο Βαρνάβα, τρελαμός.

Μα πού οι απόστολοι! Μόλις άκουσαν τι παν να κάμουν οι χωρκανοί, βρε, τους φωνάζουν, τι πάτε να κάμετε γιε μου, και μπήκαν μέσα στο πλήθος, δεν τους χωρούσαν τα ρούχα τους. Τι πάτε να κάμετε; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε κι ήρθαμε να σας πούμε τον δικό μας ιερό λόγο, να σας ανοίξουμε τα μάτια, να γνωρίσετε τον πραγματικό Θεό, τον ένα και μοναδικό, να ταν εκεί οι ψαλτάδες μας θα άρχιζαν το συγκινητικότατο εις βαρύν ήχον «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών, συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». Μα και που δεν ήταν οι ψαλτάδες,  η ατμόσφαιρα δονούνταν από το πνεύμα του βαρέος, κι έτσι πείστηκαν οι χωρκανοί να μη θυσιάσουν τα ζα, καλύτερα να τα σφάξουν να τα φαν οι φτωχοί. Άπιαστος ο Λουκάς, κι ας μας έφαγαν τη γειτονιά του οι Τούρκοι, πρώτη πρώτη της Λευκωσίας, 1956, κι ύστερα αφού του έκαψαν την εκκλησιά, είχαν την αναίδεια να κτίσουν μια κάποια εκεί, στην καμένη, μα δεν αφήνουν κανένα χριστιανό να την πλησιάσει, είναι πολλοί έποικοι κοντά της και θυμώνουν, λέει το μουσουλμανικό παραμύθι. Θεέ μου, ήμαρτον!