Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

θανάτω θάνατον πατήσας

 

Θανάτω θάνατον πατήσας

 

Πολύ θα φοβούμαστε τον θάνατο, Ο παππούς πέθανε, η γιαγιά πέθανε

Το ίδιο και οι θείοι και οι θείες και οι γονείς, Ακόμα κι ο μικρός αδελφός,

Τα σπίτια τους ισοπεδώθηκαν, Τι να πα να δεις στο χωριό, Δεν υπάρχουν

Κι ακόμα αυτά που έμειναν, Δεν είναι τα δικά μας, Όπως όταν αναπνέαμε λεμονανθούς εκεί μέσα.

Τα σπίτια μας πέθαναν μαζί μας, Τώρα στέκονται κάτι μούμιες, Μαγαρισμένα

Με κάτι χρώματα ή και πέτρες, Παραποιημένη την πρόσοψη, την κούκλα πανούκλα

Έτσι κορδακιάζει ο κλέφτης, χαίρεται παραχαράζοντας με το μαχαίρι την αλήθεια

Αυτό το σπίτι τώρα δεν είναι το δικό μας, Το έχουν κατακλέψει, παραμορφώσει

Το σπίτι το δικό μας είναι νεκρό, Το έχουμε φυλαγμένο στη μνήμη

Και περιμένει την ανάσταση, Όπως ολόκληρο το χωριό Αγνώριστο ψοφίμι τώρα

Βρομισμένο, Λεκιασμένο, Με κάτι επιγραφές που δεν είναι δικές μας

Με κάτι φστάνες και βράκες που δεν είναι δικές μας, Με προκλητικούς μιναρέδες στα μάτια,

Στ’ αυτιά και στον ουρανό που απειλούν, Όπως τη θάλασσα και τη στεριά

Όπως τα παράλια και τα υποθαλάσσια.

 

Θανάτω θάνατον πατήσας, Να αποδεχτώ το θάνατο, Να τον ζήσω τον θάνατό τους

Μην έχω ψευδαισθήσεις, Μην μετέχω στο παιχνίδι των οχτρών μου

Μη χορεύω και τραγουδώ, Στο μνήμα της μάνας και του κυρού μου

Και του μικρού αδελφού μου.

Θανάτω θάνατον πατήσας. Θάψε τους νεκρούς σου Αν θες να αναστηθούν.