Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

μηδεια


ΜΗΔΕΙΑ
Ο Ευριπίδης αρχίζει τη Μήδειά του μ΄ένα «Μακάρι να μην ξεκινούσαν ποτέ τα καράβια να παν στην Κολχίδα για το χρυσόμαλλο δέρας, μακάρι να μη γίνονταν τα πεύκα κουπιά στα χέρια των ναυτών», μακάρι λέω κι εγώ να μη γινόταν το κακό, μακάρι να μην είχαμε ανάγκη από κανένα να μας προστατεύσει, εκεί που νομίζαμε πως η Ελλάδα θα στεκόταν στο πλευρό μας, ζητήσαμε αξιωματικούς να στελεχώσουν την Εθνική Φρουρά, πού αλλού θα καταφεύγαμε για βοήθεια; από ποιον άλλο θα ζητούσαμε χέρι όντας περικυκλωμένοι από την πανουργία των Εγγλέζων και τη μοχθηρία των Τούρκων; κι έρχεται η δικτατορία στην Ελλάδα, τι έρχεται; τα τανκς κατεβαίνουν στους δρόμους, στη βουλή και στα υπουργεία, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται ή εξορίζονται όσοι μπορούσαν να αρθρώσουν λόγο, κι εμείς παρακολουθούμε, κι απλώνει χέρι η μαύρη ώρα κι η στιγμή και γίνονται και σε μας τα ίδια, τους φέρνεις να σε σώσουν, εκεί που η  κόρη ζητούσε την αγκαλιά της μάνας και τα φιλιά και την προστασία της, αρπάζει το μαχαίρι και της το μπήγει, η Μήδεια, η καταραμένη, ξεμυαλισμένη από τον Αμερικάνο και το ξανθό μαλλί του, τα σκέρτσα και τα ναυτάκια του που κατέβαιναν στον Πειραιά να το γλεντήσουν στην Τρούμπα, «κορίτσια ο στόλος», κι η φτωχή ξεμωραμένη σφάζει το ίδιο το παιδί της, και ποιος θα κλείσει πια την πληγή, που άνοιξε και χάσκει μεγαλύτερη με την πάλα του Τούρκου που αποβιβάστηκε αρματωμένος κι ήρθε και άρπαξε και θέρισε και ατίμασε και κατάκοψε στα δυο το νησί, για να μιλούμε σήμερα για «επανένωση της πατρίδας μας» και να μη βλέπουμε το χταπόδι, τη σουπιά, το κήτος που κατάπιε τον Ιωνά, και μακάρι να γίνουν έτσι τα πράματα, να βγούμε από το στόμα του θηρίου, σαν τον Ιωνά, να δοξολογούμε τον Κύριο, μα προς το παρόν είμαστε εντός και μας αλέθει. Κι αυτό το εντός είναι το χειρότερο, γιατί δεν καλοβλέπουμε!