Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα


Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Οι Πικροδάφνες Θέλουν Κούρεμα
Εκδόσεις βακχικόν
Ποιος; Ο νοσταλγός. Είναι κάποτε στην ποίηση κάποιοι κοινοί τόποι: ο πόθος που μένει ανοιχτός στους ορίζοντες, κι όταν πραγματοποιηθεί εξουθενώνει. Κι εδώ, ο πρόσφυγας, ο εξόριστος του παραδείσου, όταν επιστρέψει στην πραγματικότητα του πρώην παραδείσου, θρηνεί, συννεφιάζει.
Κάποτε  λες, δεν είναι ανάγκη να προχωρήσεις στην ανάγνωση. Διάβασες το ομότιτλο της συλλογής ποίημα, συνέλαβες το ήμισυ του παντός. Ίσως, αλλά θα χάσεις τα άλλα μαγευτικά και πρωτότυπα πολυμερώς και πολυτρόπως. Όπως, όταν ξέρεις καλά ελληνικά, μπορεί να ποιείς, όπως στο ποίημα «Συκοφαντίες». Ετυμολογείς, υπονοείς.
Η ποιήτρια μας συνήθισε στις ωραία εκφρασμένες μεγάλες αλήθειες:  «εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός». Κλασσική ρήση. Αλλά πώς εικονίζεται; Με εικόνες της ζωής της δικής μας, της καθημερινής, του τόπου και των ανθρώπων του. Προσγειωμένος άνθρωπος, που εκφράζεται ωραία, εικονικά, λακωνικά, σοφά.
Ιστορικές αλήθειες  πραγματικότητα, τραγωδία και σαρκασμός, μεστά ποιήματα, με όλη την προδοσία του Ιούλη του ’74, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία, την εξάρτηση όλων από τον ένα,  τους δυο,  τους τρεις. Αλλά και  η καταπάτηση από τον δυνατό των πάντων. Για ν’ ακολουθήσουν οι αντιστροφές και οι ψευδολογίες. Ζήσαμε και ζούμε τόσες ραγισμένες επιφάνειες, τόσα τραγικά ή αποκρουστικά πίσω από την επιφάνεια  κι η ποιήτρια τα συλλαμβάνει, οπλίζει τις λέξεις και πυροβολεί, αποκαλύπτοντας την αλήθεια. Δεν είναι μόνο τα φαινόμενα τραγικά, οι στιγμές που ζουν οι άνθρωποι, οι ανατροπές. Είναι περισσότερο η εσωτερική εξουθένωση, η απώλεια εαυτού. Η ποιήτρια εμβαθύνει και αποκαλύπτει.
Τραυματικές εμπειρίες είχαν όσοι επισκέφτηκαν τους γενέθλιους τόπους μετά τη βίαιη έξωση, και μετά από καιρό. Ο παθών το βιώνει, ο ποιητής το εκφράζει, καθρέφτης ψυχής.
Είναι και η πόλη. Η σχέση με την αλωμένη πόλη είναι ζωντανή. Ένας διάλογος σαν με τη μάνα. Το απορείν όμως παραμένει αναπάντητο, σαν να ‘χασαν τη μιλιά τους οι πόλεις και τα χωριά μας. Η ελπίδα στο μικροσκόπιο, στη εστία του φακού.
Κι οι νεκροί μας. Αντιθέσεις στη ζωή μας συνήθεις, για μας , όχι για όλο τον κόσμο, δεν έχουν όλοι αγνοουμένους, δεν τους φέρνουν όλους σε μικρά σεντούκια στις μεγάλες εκκλησίες. Λίγα λόγια, αντιθέσεις, εικόνες, το ποίημα, στο βάθος η ποιήτρια μασά πικροδάφνες. Αντιθέσεις στη φύση, στη ζωή, συνύπαρξη των άνω και κάτω, της μιάς οδού του Ηρακλείτου.
Ο μεγάλος κόσμος χωρεί στη μικρογραφία, η πόλη στο τσίρκο. ΄Ετσι μπορεί να φωτιστεί καλύτερα το δράμα, και να σχολιαστεί καίρια, κέντρο, κεντρί. Στη ζωή μας, στα παράξενά μας χρόνια, εκδηλώσεις ομαδικής παράκρουσης και εκμετάλλευσης του αρχαίου μας πολιτισμού από σύγχρονους κατευθυνόμενους και μηχανοποιημένους επιστήμονες κεντρίζουν τη γνησιότητα της ποιητικής ψυχής που ήρεμα καυτηριάζει, πιστή στα βαθύτερα εντός της.
Μια τραγική μικρογραφία μπορεί να αποδοθεί σε δημοσιογραφική γλώσσα και όμως να αποτελεί ποίημα, με την πικρή γεύση της ποιήτριας και τη γενικευμένη κοινωνική μας εικόνα. Το ίδιο και με σημαδιακά πρόσωπα. Ο ένας αντί των πολλών, ο τύπος αντί του όλου, το φαίνεσθαι αντί του είναι. Η ευφυής ευρεσιτεχία ανανεώνει την ποίηση, ιδιαίτερα όταν κρατά τις διαιώνεις και παγκόσμιες διαστάσεις της .
Η εστίαση στη ζωή των εγκλωβισμένων, των προσφύγων, του ενθάδε και του εκεί, της τοπικής διάστασης του ανθρώπου, όλα αυτά απομονώνουν ευαίσθητες χορδές που η ποιήτρια κρούει απαλά, ώστε  να γινόμαστε μέτοχοι της ζωής και του πόνου των άλλων, του βαθύτατα κρυμμένου έως αφανούς. Εκείνοι που παρέμειναν εγκλωβισμένοι, ζουν ίσως μια διπλή ζωή, μπορεί να μην την μαντεύουν. Με την ποίηση όμως κοινωνούμε των αντιθέτων και βαθύτατων μυστηρίων. Η ποίηση έχει τη δύναμη να διαγράφει τα οξέα και καταστροφικά εξωτερικά, και να φωτίζει τις εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου, που από τη λαϊκή του παιδεία γνωρίζει να υποφέρει στωικά, κι όλα αυτά στο ποίημα να χαράσσονται  με μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση.
Η Ιστορία συμπλεκόμενη με το ζοφερό παρόν και πρωτότυπα εκφρασμένη με την πληρούσα τον χρόνο μας μαγική γλώσσα εκπέμπει μηνύματα αορίστου χρονικής εμβέλειας έως διηνεκούς.
Εκτός από τα μικρά – επιγραμματικά ποιήματα, διαβάζουμε και μακρότερα, σαν μια συνομιλία ή εξομολόγηση, στον πληθυντικό αριθμό, με κατακλείδα σχεδόν Καβαφική.
Η πυκνότητα  στη γραφή, η σύλληψη εκ βαθέων, όχι μόνο εαυτής αλλά και των όντων, φυσικών και πολιτισμικών, η σύλληψη της συνύπαρξης των αντιθέτων μαζί με το επιλεγμένο λεξιλόγιο, σφιχτοδεμένο και ρυθμικά στο φυσικό λόγο δοσμένο, αποτελούν δείγματα τέχνης σοβαρού πλαστουργού, που πλέκει τους στίχους του μουσικά με τα μοτίβα και τα ρεφραίν του.
Η σατιρική διάθεση βρίσκει διεξόδους σε εικόνες και παρηχήσεις, λογοπαίγνια και ομοιοκαταληξίες. Πάντα όμως στο τέλος η κάθαρση και η ελπίδα, ο διάλογος με τον αγαπημένο άλλο, η ζώσα πραγματικότητα.
Κάπου εδώ τελειώνει μια ενότητα, ήδη δική μας, γνωστή από το 1974.
Η σύναξη των καλών τεχνών, ζωγραφικής, μουσικής, των φυσικών ήχων και των ανθρωπίνων ερμηνειών τους, αλλού δυνατά ποιήματα ρεαλισμού και διαφυγής στη φαντασία και στο ονειρικό κόσμο του ωραίου, της αρμονίας των ήχων και του παιγνίου των λέξεων, φωτοσκιάσεις, όπου το ποιείν εκ του μη όντος γίνεται πραγματικότητα.
Ταξίδια σε ξένους τόπους, η επαφή με το πνεύμα τους, συνταξιδιώτες κι εμείς: έμψυχος κόσμος, νοερός.
Συναντήσεις απρόσμενες είναι πάντα μια ποιητική έκπληξη. Μερικοί  ποιητές την καλλιεργούν ιδιαιτέρως. Αντιφάσεις ποίησης και ζωής, φύσης και ανθρώπινου σεβαστού  πολιτισμού, σκηνές βγαλμένες από την ίδια την σκηνοθέτη, σκηνογράφο, γραφέα σεναρίων ποιητικών.
Οι λέξεις της γλώσσας μας είναι πλούτος, είναι και παιχνίδι, μουσική, ανθρώπινη επικοινωνία. Είναι και τα βάσανα του ανθρώπου που δεν έχουν τελειωμό. Μα η ποιήτρια θα τα βλέπει από τη δική της οπτική γωνία και ιδιοσυγκρασία, ευαισθησία και γλωσσικό πλούτο, για να μας δίνει έργο άρτιο, μεστό ιδεών, σκηνών, μουσικής, ζωγραφικής τέχνης εκ του περισσεύματος της καρδιάς αυτής.
ΥΓ. Εν τέλει, να σημειώσουμε πως μια ανάγνωση ποιητικής συλλογής και μια καταγραφή των γεννημάτων της ανάγνωσης –όπως καλή ώρα εδώ- μπορούν να συνυπάρχουν. Το παρόν όμως από μόνο του ποτέ δεν  μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το ποιητικό έργο. Εκείνο είναι το άγαλμα. Από εκεί πηγάζει η πάσα αγαλλίαση.