Στέλιου Παπαντωνίου
Τα χελιδόνια της Δαμασκός
Η αγάπη σου
Πιεστική στο
δαμασκηνό στήθος
Ταξιδεύει στις
εκκλησιές, στα μοναστήρια
Το δεσπότη ριγμένο στο λάκκο με τα λιοντάρια
Σε βαθιά
σκοτάδια οι βράχοι της αγίας Θέκλας, της Παναγίας
Ύστερα κρατούσε
στο χέρι τα δυο παιδιά
Της γυναίκας
του τα μαλλιά στις φλόγες καίγονταν
Ένα τεράστιο
μαύρο στόμα στην πολυκατοικία
Ξεδοντιασμένα
πορτοπαράθυρα
Με την
απορία και την πίκρα
Τα παιδιά
στο χέρι, στην αγκάλη, στο σκοτισμένο νου
Τούτη δεν
ήταν ξηρά δεν ήταν θάλασσα
Κανείς δεν
ήξερε πού τον έπαιρναν τα πόδια
Τον έσερναν οι
άλλοι
Αδιόρατες πυγολαμπίδες
στο πηκτό σκοτάδι
Κάτω από
τέντες της ερήμου
Μέσα σε
λάσπες, βρομιές, πρόχειρα υπόστεγα.
Κάπου
ακούστηκε μια σονάτα
Στο πιάνο
καθόταν το κορίτσι που πάλεψε με τα κύματα
Κι η ψυχή
προσπαθούσε να ξεδιαλύνει
Μέσα στον
ήχο
Το μοιρολόι
από τα χελιδόνια
Κι η βροχή
δυνάμωνε
Στα χέρια
του τα δυο παιδιά
Τώρα να τους
γδέρνει το δαγκωτό συρματόπλεγμα
Κι αυτά να
κοιτούν το χελιδόνι
Μέσα στη
βροχή να σχίζει τον αγέρα
Να χτίζει τη
φωλιά στα βολίκια
Του νάρθηκα της
παμπάλαιας εκκλησιάς
Εκεί… Σε κάποια
σύνορα.