Ο ΑΓΡΟΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΩΣ
Και ηγόρασαν τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις,
κι έτσι βρέθηκες εκεί, ξένος ανάμεσα στους ξένους,
κι εδώ δικός ανάμεσα σε δικούς,
ο κόσμος αλλάζει δεν ήταν όπως τότε,
η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή,
το ψυγείο γεμάτο,
έρχονταν οι φίλοι
όλο και κάτι έβρισκαν,
η μάνα έτοιμη με τα γλυκιστικά της,
γι’ αυτό χαίρονταν τα παιδιά,
κάποιος τους νοιαζόταν,
κι ύστερα ένας στο Ισραήλ,
άλλος στην Αγγλία και στην Αγγλία και στην Αγγλία,
κάποτε την πολεμήσαμε κι ύστερα την κυνηγούσαμε
για σπουδές και για δουλειά
για νοσοκομεία και τους γιατρούς της,
αγόρασαν ευτυχώς τον αγρό του κεραμέως
να βρεθεί και για σένα ένας τόπος
εις ταφήν τοις ξένοις.