Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

η πηγή της ζωής μας

 

Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΉΣ ΜΑΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

«Ότι παρά σοι πηγή ζωής». Μπορεί να ανήκει στη Δοξολογία του Υψίστου, μπορεί όμως να το πει  κι ο πρόσφυγας για τη χαμένη του πατρίδα, διωγμένος και έρημος, χωρίς την πηγή της ζωής του, γιατί έτσι καταλαβαίνει κανείς τον τόπο του, εκεί φύτρωσε, από εκεί πήρε το πρώτο φως, τις πρώτες σταγόνες γάλα και νερό, το πρώτο του κομμάτι ψωμί στο χέρι, βγαλμένο από τον μυρωμένο φούρνο της γιαγιάς, της μάνας του, της γειτόνισσας, κι αυτός να τρέχει με τα άλλα παιδιά, να χαίρεται τον ήλιο και τη βροχή της πατρίδας, τώρα να μαραίνεται και να λιώνει στον ξένο τόπο.

Να λέμε τον πόνο μας, οι πρόσφυγες, όσοι έχουμε ακόμα αγνοούμενο αδελφό και φίλο, όσοι νιώθουμε τη μοναξιά των εγκλωβισμένων. Όσα χρόνια κι αν περνούν οι σκηνές εκείνες του διωγμού είναι ανεπανάληπτες, χαραγμένες πολύ βαθιά για να ξεθωριάσουν, κι έτσι τις φέρουμε μέσα μας χρόνια και χρόνια, γιατί φοβόμαστε πως χάνουμε κάθε μέρα κι από έναν κόκκο του πλούτου μας, πλησιάζουμε πολλοί στο τέρμα της ζωής, χωρίς να έχουμε ελπίδα να δούμε ξανά την πορτοκαλιά, τη λεμονιά, τη θάλασσα της Κερύνειας ή το εκκλησάκι στο Βουνό ψηλά εκεί, με τον παππού να καλεί μέσα στο γλυκύτατο δειλινό για τον εσπερινό. «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε.»

Κι αφού όμως είμαστε μακριά από την πηγή της ζωής, σημαίνει πως αυτό που ζούμε έκτοτε είναι μια μίμηση ζωής, αφού δεν είναι η αυθεντική, μια προσπάθεια να μιμηθούμε αυτό που ζούσαμε, να θυμηθούμε τόπους και καιρούς, ανθρώπους, τοπία, ζώα και φυτά, την ατμόσφαιρα του χωριού ή του σπιτιού μας εκεί, ζώντας τον παράδεισο στη μνήμη και στη φαντασία.

Στο μεταξύ η πραγματικότητα κυλά εκεί χωρίς εμάς, αυτοί που με τη βία τους επιβάλλεται να ριζώσουν σε ξένα χώματα που δεν είναι δικά τους έχουν διαρκώς στο νου πως είναι ξένοι, όσο κι αν καμώνονται πως έγιναν νοικοκυραίοι. Δεν παύουν να έχουν το αίσθημα του κλέφτη των ξένων περιουσιών, φερμένοι από ξένη γη, ξένη χώρα, άσχετοι με τον πολιτισμό μας, ούτε και με τους ομόθρησκούς τους δεν τα βρίσκουν, ένας άλλος κόσμος, η βαρβαρότητα κι η παρανομία που προσπαθεί να εμφανιστεί ως νόμιμη ή αποδεκτή από τον πολιτισμένο κόσμο.

Ζώντας στην παρανομία ξέρουν πως έχουν χωρίς όρια δικαίωμα στις παράλογες απαιτήσεις αφού μόνο ο λόγος και ο νόμος θέτουν όρια. Παράλογα και παράνομα τολμούν να ζητούν ό τι φανταστεί κανείς ή κάποτε και πέραν των δυνατοτήτων της φαντασίας μας. Είναι --λέει--δεμένοι συναισθηματικά με το σπίτι μου κι εγώ δεν είμαι, άρα δεν έχω δικαίωμα. Μα ποιος με κρατούσε μακριά από τον παράδεισό μου; Ποιος με έδιωξε με τη βία των όπλων από τον κήπο της ευτυχίας μου; Ο κλέφτης κρατά τον νοικοκύρη κλεισμένο μακριά από την περιουσία του και στο τέλος απαιτεί να του αναγνωριστεί και κυριότητα στο κλεμμένο, γιατί ο νοικοκύρης είναι μακριά!!! Κι άλλα πολλά τέτοια τραγελαφικά διαβάζουμε κι ακούμε, και το χειρότερο, απαιτούν να αναγνωριστεί ως κρατική οντότητα το ψευδοκράτος, στημένο πάνω στη γη των προγόνων μας, με τον πολιτισμό μας να καταστρέφεται καθημερινά, για να παρουσιάσουν την ψευδή τους εικόνα στους αδαείς. Κι ας κτίζουν όσα κτίζουν κι ας καμώνονται τις μαϊμούδες και τους πολιτισμένους της αρπαγής.

  «Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε, όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμάλωτου, την σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.»

Όσο κι αν είμαστε μακριά από την πηγή της ζωής μας, άλλο τόσο μέσα μας αναβλύζει ο πόθος της επιστροφής. Κι αν δεν δούμε εμείς το θαύμα, ποτίζουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας με το νερό του πόθου της επιστροφής. Η άρνησή μας να δεχτούμε τα τετελεσμένα της εισβολής είναι άρνηση στην παγκόσμια αδικία, και απαίτηση παγκόσμιας δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης.»