Ο πετεινός
Στέλιος Παπαντωνίου
Μια χρονιά, όταν ήμουν διευθυντής στο Παγκύπριο, αφιέρωσα το
περιοδικό του σχολείου σε όσους έδωσαν εργασία τους, ποίημα, διήγημα, οτιδήποτε
για δημοσίευση και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να το δουν δημοσιευμένο. Κι η
αρχή βέβαια ήταν μια δική μου πρώτη εμπειρία, ήμουν τρίτη γυμνασίου, στο
κεντρικό- γιατί οι αϊκασσιανίτες με τους καϊμακλιώτες παλλουριωτίτες ήμασταν
των παραρτημάτων- γράφω ένα ποίημα, ο Μακάριος ήταν τότε στις δόξες του,
αρχηγός του αγώνα του πολιτικού, αρχιερέας με μεγάλη δόξα και πρότυπο, ουδέποτε
κουραζόταν στην εκκλησία, ουδέποτε έκαμνε σφάλμα, τα πάντα εκτελούνταν στην
εντέλεια με αρχιερατική μεγαλοπρέπεια, στον ενθουσιασμό των ημερών έγραψα
λοιπόν ένα ποίημα θυμάμαι για το ράσο του πως έλεγα να το κάμουμε παντιέρα,
κάτι τέτοια, καιρός του αγώνα ήτανε, ό τι γράφαμε για την ένωση μιλούσε, το
δίνω στον Παναγιώτη τον Περσιάνη, στο τέλος της διδακτικής ώρας, κατά το
διάλειμμα τον βλέπω στα σκαλιά κοντά στον καθηγητικό σύλλογο, η τάξη μας ήταν
στο διάδρομο προς τη βιβλιοθήκη, ο μακαρίτης ο Σπανός την έλεγε ο πούμπουρας,
έτσι στενόμακρη κλεισούρα ήταν, με βλέπει, με φωνάζει, το ποίημα να το
φτιάξεις, μου λέει, δεν έχει ομοιοκαταληξία, και βέβαια δεν ήταν τούτο
δικαιολογία, και τότε που το έδωσα, άτεχνο ήταν, πρωτόλειο λεγόμενο, και δεν
ήταν του χαρακτήρα μου να γράφω για πρόσωπα και να εκθειάζω, δε βαριέσαι, μωρά,
έκτοτε έγραφα και τα ‘βαζα στην κάσα, γέμισαν κάσες, δεν δημοσίευα, κι έγινε
εξήντα εβδομήντα να το ξεθαρρέψω, να δώσω γραφή μου στον κόσμο.
Ένα ζωγράφος, λέει, ειδικεύτηκε στους πετεινούς, σε πέντε
λεπτά είχες έτοιμο τον πίνακα, περνά ένας πελάτης, φτιάξε μου ένα πετεινό, σε
πέντε λεπτά τον δίνει έτοιμο υπέροχο πολύχρωμο, να κράξει του έλειπε, και
πόσο στοιχίζει, πέντε χιλιάδες λίρες,
λέει ο καλλιτέχνης, μα για πέντε λεπτά που δούλεψες; Τα πενήντα χρόνια
εξάσκησης ποιος τα πληρώνει;
Ευτυχώς εγώ νιώθω πως δωρεάν έλαβον και δωρεάν δίδω. Και δεν
ξεχνώ τη μάνα μου: δίνε παιδί μου να πλουτίσεις, μου έλεγε, Θεός σχωρέσ’ την.