Η προγυμνασιακή
Στέλιος Παπαντωνίου
Ίσως ο πατέρας να φοβόταν πως δε θα περνούσα τις εισαγωγικές
εξετάσεις του Παγκυπρίου, ίσως να νόμιζε πως άλλο να είσαι της προγυμνασιακής
κι άλλο της έκτης δημοτικού, τ’ αποφάσισε να με γράψει στο Παγκύπριο πριν την
ώρα μου, τότε εφευρέθη μια καινούρια πράτικα, προγυμνασιακή την έλεγαν,
δάσκαλοι ο μακαρίτης ο Κοσμάς Αλέξανδρος, μια Γραμματική που είχε γράψει με τις
δασυνόμενες λέξεις σε στίχους πολύ μας βοήθησε, μα οι δασείες βαρέθηκαν κι
έφυγαν, όπως κι οι ψιλές, άλλος ο Χαραλάμπους, ο Μάικλ λεγόμενος, παλιοί
δάσκαλοι με όνομα, τραβούσαν κόσμο, πριν αρχίσει ο αγώνας κάνα χρόνο,
θερμοκρασία 19 βαθμοί κελσίου, ένα μεγάλο θερμόμετρο της Μπάγιερ εκεί στα
ταμεία που πληρώναμε δίδακτρα με τον ακούραστο Χριστοφίδη, η μεγάλη αίθουσα
λαμπρά, η μόνη με καλοριφέρ για τις γιορτάρες μέρες και τις επισκέψεις των
διαφόρων μεγάλων που περνούσαν από το σχολείο, να κάμουμε λοιπόν χριστουγεννιάτικη
τμηματική γιορτή, το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μέρας, όλη η τάξη έψαλλε,
κι ύστερα καμιά άγια νύχτα, απαγγελίες, να ΄μουν του στάβλου ένα άχυρο, τέτοια
ωραία, απλών στην καρδιά ανθρώπων που δεν είχαν την ποίηση για να αναδειχτούν
αλλά για να πουν ταπεινά τα δικά τους, τους ξεχάσαμε κι αυτούς με τα μοδέρνα μας.
Ήταν κι ένας τεράστιος κορμός πεύκου εκεί στο θερμόμετρο,
μπιχλιπίδια της εποχής, χάρτινα στολίδια, ας είναι καλά το φαρμακευτικό
βαμβάκι, έλυνε το πρόβλημα, χιόνι είχαμε δει πριν πεντε έξι χρόνια στη Χώρα,
σαρανταεννιά πενήντα, μας έφτανε, κι
ύστερα από τον τμηματικό εορτασμό, ο μεγάλος κι επίσημος στην αυλή, εκεί στην
πτέρυγα που σώριασαν για να κτίσουν εκείνο τον κούλα, συγκέντρωση με αρχηγό το
γυμνασιάρχη Κωνσταντίνο Σπυριδάκη, κι όλη η ακολουθία, μακαριστοί οι
περισσότεροι, αλησμόνητες μορφές δασκάλων μας, με πρωταγωνιστή βέβαια τον
μουσικό, ως επί το πλείστον στις γιορτές ο Μικελλίδης, ο Κασινόπουλος περίμενε
άλλη γιορτή. Κι όλο το σχολείο προσοχή, πρώτα να ψάλλουμε το Σε υμνούμεν σε
ευλογούμεν, κι ύστερα ο γυμνασιάρχης να μας πει λίγα λόγια, ως επί το πλείστον
συμβουλές, είχε μεγάλο όνομα το σχολείο, καλύτερα να βγει το μάτι σου, που λέει,
παρά το όνομά σου, άρχιζε ύστερα ο εντεταλμένος να μας τα πει, διερωτώμαι ποιος
θυμάται ομιλία όποια και να’ ναι εκτός από καμιά παράξενη, αύριον αύριον το
πάσχα κάτι τέτοιο μόνο μου έμεινε από άλλη γιορτή, του Ελύτη στίχοι
πρωτάκουστοι τότε, και του’ μεινε του καθηγητή «ο αύριον».
Χρόνο είχαμε κάμποσο στη διάθεσή μας, ποδήλατα είχαμε,
βόλτες στην εντός των τειχών Λευκωσία, στη Λήδρας και Ονασαγόρου, μεγάλα εμπορικά
καταστήματα, κίνηση, αϊβασίληδες με το πιδκιαύλι, κάστανα στο αμαξάκι, πολύ
λιτά κι απλά, οι χαρές των γιορτών, να γεμίζει το μάτι και το αφτί, κόσμο,
κουβέντες, τραγούδια. Τότες είναι που ζήτησα σαν με ρώτησε η θεία Μαρούλα τι
θέλω, την Ανθολογία Ποίησης του Αποστολίδη, την είχα δει στου Κασουλίδη το
βιβλιοπωλείο, Κύκκου οδός αν δεν απατώμαι, πιο κάτω ο Τσαούσης ένα εκατομμύριο
είδη και πάντα στον μαυροπίνακα έξω από το κατάστημα «αγγουρόσπορο». Στην
προθήκη την είχε, ο μόνος σχεδόν βιβλιοπώλης τότε, μου την δώρισε η θεία, κι
άρχισα να διαβάζω ποίηση και ποιητές, να μαθαίνω τη γλώσσα τους, να ακούω τη
φωνή τους και να διακρίνω. Το κατά δύναμιν.
Η στολή στολή, το πηλίκιο πηλίκιο, απαγορευμένοι δρόμοι
κοντά στα λουτρά της Εμερκές, οι παιδονόμοι έπαιζαν άσχημα παιχνίδια, σου
εμφανίζονταν εκεί που δεν τους περίμενες κι άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι
ελέφας. Ένας κόσμος που χάθηκε, μα είναι μέσα μας κρυμμένος, όσοι τον ζήσαμε. Ας
τον να εμφανίζεται μέσα μέσα. Καλό κάνει, κακό δεν κάνει.