ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΜΝΗΣΤΟΡΟΣ
Στέλιος Παπαντωνίου
Δεν ήταν και τόσο εύκολο για τον Ιωσήφ. Περίμενε τον Μεχμέτ το γαλατά, κατοικούσε σ’
ένα μικρό σπιτάκι, πλιθάρι, λίγος γύψος για δείγμα, με μεγάλη αυλή, τέρμα Μεγάλου Κωνσταντίνου,
κάθε μέρα έφερνε το γάλα σε μεγάλο μεταλλικό δοχείο, αμφορέας ήτονε, κι ένα
μικρό μαστραπί στο χέρι, να μετρά και να βάζει στο κατσαρολί, περίμενε μια η
μάνα μου μια η γιαγιά Ελεγκού, κι ύστερα
στο πύραυνο να ζεσταθεί, μα το στομάχι μας δεν το σήκωνε, κι αποφασίσαμε πως δε
θα το πίνουμε. Ήλθε το γάλα βλάχας, το πρόβλημα λύθηκε, ο πατέρας δεν είχε λόγο
ν’ ανησυχεί για την ανάπτυξή μας ούτε να μας κυνηγά με το μουρουνόλαδο, ο
πόλεμος μόλις είχε τελειώσει, β΄ παγκόσμιος.
Κι ο Ιωσήφ εκεί στο ξωπόρτι περίμενε τον Μεχμέτ , από μικρός
είχε συνηθίσει το γάλα, για τη μάνα του ήταν το καλύτερο φάρμακο, «άντε με το
καλό και να περιμένεις σε λίγες μέρες, μήνες, βδομάδες το γιόκα σου», ποιος
γέρο μου, εγώ μνηστευμένος είμαι τη Μαρία, εκείνη τη μέρα δεν ήπιε γάλα, κι
έκτοτε το ’κοψε κι αυτός.
Πήγε στη μέσα κάμαρα, ένα ξύλινο παράθυρο στον κήπο, κάθισε
σε μια παλιοκαρέκλα κοντά στο τετράγωνο τραπέζι με τον καρό μουσαμά, έτριζε, τα
τετράγωνα τον χτυπούσαν κατακέφαλα, πώς έγινε, δεν καταλάβαινε, απ’ ό, τι ήξερε
δεν ήρθε σε γάμου κοινωνία σαρκική με τη Μαρία, κι όμως ο Μεχμέτ, τίμιος
άνθρωπος, κάτι ήξερε, θα πάει αμέσως να την βρει, Μαρία, τι το δράμα τούτο ο εν
σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι! Με ντροπιάζεις,
με λυπείς, έτσι σε πήρα εγώ; Αρπάζει το
ποδήλατο, διασχίζει τη Μεγάλου Κωνσταντίνου, ούτε έβλεπε μπροστά του ούτε
άκουε, περνούσε ένα αμαξάκι με φουστούκια, πήγαινε για την Ερμού, κάπου εκεί
στο σταυροπάζαρο σταματούσε να ξεπουλήσει, λίγο οι πελάτες της Χρυσοχών λίγο
της Ερμού, λίγο οι φωνάρες του, έχουμε ζεστά φουστούκια, η φουφού μπροστά στα
πόδια του, μ’ ένα σαρίκι στο κεφάλι, τραβούσαν όλα αυτά τον κόσμο, άλλος με τις
ποδίνες άλλος με τις σκάρπες, τα παντελόνια ή τις βράκες.
Κι ο Ιωσήφ στο γιατρό τον Πρωτοπαπά, είχε τότε μετακομίσει
από τη γειτονιά μας, στην εκκλησία της Φανερωμένης κοντά, Μαρίας της
Συγκλητικής ένα δρομάκι, αφήνει το
ποδήλατο στο διάδρομο, ανεβαίνει λαχανιασμένος τις σκάλες, το και το κύριε
γιατρέ μου, η Μαρία τέξεται υιόν και μάλιστα καλέσω αυτόν Εμμανουήλ, δεν ήταν
μόνο ο Μεχμέτ, κατέβηκε και πρωινό ταχυδρομείο, από τα παράξενα, ένα γαλάζιο
γράμμα, ουρανόθεν κατεπέμφθη, λέει, να, διάβασε και πες μου.
Ο γιατρός αντελήφθη, κάλεσε τον παπα Φώτη, σεβάσμιο ιερέα
Φανερωμένης, εκείνος πήρε μαζί του τον Παπανέαρχο, ήρθαν και καθησύχασαν τον
Ιωσήφ, ήταν εκεί κι ο Γεάδης ο φωτογράφος, κάπου μεταξύ Ονασαγόρου Λήδρας,
κάθισε του είπαν, εκεί στο βραχάκι, έξω από το Παρθεναγωγείο, σκεφτικός, να σε
απαθανατίσει ο φωτογράφος.
Κι έτσι πάντα έχουμε στην εικόνα της Γεννήσεως τον Ιωσήφ
καθήμενο και σκεπτόμενο.
Η σκέψη όμως δεν τον έσωσε, μόνο η πίστη. Δεν μπορούσε να
αμφισβητήσει και τον άγγελο του Κυρίου που του κατέβη κατ’ όναρ.