ΡΗΝΑΣ ΚΑΤΣΕΛΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ 2
Τύχη αγαθή έλαχε σε μένα να
παρουσιάσω το έργο της Ρήνας Κατσελλή στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού
Νέα Εστία για την Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου. Και έτσι είδα και έμαθα ή
είδα και θαύμασα.
Θαύμασα τον άνθρωπο που δεν άφησε
στιγμή της ζωής της ανεκμετάλλευτη, που αφιερώθηκε στη συγγραφή για την
Κερύνεια και τη ζωή της, έργο παντός είδους, πεζό, μυθιστόρημα, διήγημα,
βιογραφίες, ποίηση, θεατρικά. Ίσως η ίδια να ξέρει και να συνειδητοποιεί πόσα
ακόμα έχει να γράψει, γι’ αυτό και συνεχίζει ακάθεκτη. Καλώς. Ο Θεός να της
δίνει χρόνια και δύναμη.
Λέγοντας Ρήνα Κατσελλή εννοεί
κανείς Κερύνεια. Πλήρης ταύτιση ανθρώπου και πόλης, ψυχή τε και σώματι, αφού
παρέχεται η εντύπωση πως κάθε κύτταρο της συγγραφέως είναι υπερπλήρες Κερύνειας,
ώστε να ξεχειλίζει στις σελίδες των βιβλίων της. Που δεν είναι λίγα. Παρελθόν,
παρόν, μέλλον, σε κάθε έργο της, αναδρομές στο παρελθόν που το βιώνει και αυτή
και ο αναγνώστης ως παρόν, τόσο ζωντανές σκηνές που χαράζονται στη μνήμη του
καθενός. Η κάθε στιγμή της Κερύνειας, αλλά και άλλων πόλεων, ζουν μέσα στο έργο της Ρήνας Κατσελλή. Και
σκοτεινές στιγμές, που δεν ξέρουμε οι περισσότεροι, όπως τα σχέδια της Τουρκίας
και η πραγματοποίησή τους από το 1955 με την αποστολή εδώ τούρκων αξιωματικών
που οργάνωναν την ΤΜΤ και εξόπλιζαν και εκπαίδευαν τουρκοκύπριους.
Δεν είναι όμως ο χρόνος μόνος,
είναι και ο τόπος. Αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια την κάθε ψηφίδα που αποτελεί
τη γεωγραφία της Κερύνειας, αλλά και την πνευματική της γεωγραφία. Τόση γνώση
άρα τόση αγάπη. Τόσο αφιερωμένη στην πόλη της που δεν αφήνει περιθώριο κενό.
Διαβάζοντας κανείς το έργο της
Ρήνας Κατσελλή δεν έχει ανάγκη να καταφύγει ούτε σε λεξικά ούτε σε
εγκυκλοπαίδειες. Αυτό σημαίνει πλήρες έργο. Τα πάντα εξηγούνται, ερμηνεύονται,
ο αναγνώστης εξέρχεται σοφός από την πείρα της συγγραφέως, τις γνώσεις, τη
συγγραφική της δύναμη. Κι όσο
περισσότερο την διαβάζει, τόσο περισσότερο κάθε λέξη και φράση, κάθε πρόσωπο
και τόπος πληρούνται, γιατί το ένα έργο συμπληρώνει το άλλο κι ο αναγνώστης
κερδίζει τον πλήρη κόσμο της.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Γέρασε
ανάμεσo στη φωτιά της Tροίας
και
στα λατομεία της Σικελίας.
Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Είδε τις
φλέβες των ανθρώπων σαν
ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια’
προσπάθησε να το τρυπήσει. Ήταν
στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι’
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
Ερώτημα: Γιατί ο Γιώργος Σεφέρης
περιέλαβε στη συλλογή του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…» αυτό το ποίημα; Μήπως κι ο
ίδιος αυτό έκαμε με την επίσκεψή του στην Κύπρο, όταν κατάλαβε τον παλιό δόλο των θεών; Μήπως
όντως ο πόλεμος σαν ένα δίχτυ των σύγχρονων Θεών εύκολα τρίβει τους ανθρώπους,
κι ανατρέπει τα πάντα; Άλλαι βουλαί μεγάλων, άλλα δε ο απλός άνθρωπος βούλεται,
χωρίς να γνωρίζει; Ωστόσο ήδη το μεγάλο σχήμα έχει καταρτιστεί από τους
ισχυρούς της γης κι οι καθημέραν μικροί τα θύματα της παρτίδας το σκάκι;
Αυτά σκέφτομαι διαβάζοντας τις
Ανατροπές της Ρήνας Κατσελλή.
Έργο δύσκολο να διαβαστεί χωρίς
θυσία της ψυχικής ισορροπίας του αναγνώστη ή καλύτερα, η ψυχική ισορροπία
επέρχεται όπως στην τραγωδία: ζούμε μέσα από το έργο της το τραγικό, όχι μόνο
της Κερύνειας αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ύπαρξης, κι εξερχόμαστε δι΄
ελέου και φόβου κεκαθαρμένοι, ύστερα από τον συγκλονισμό.
Εξ άλλου και ο τίτλος του βιβλίου,
Ψήγματα Ανατροπών , εκεί παραπέμπει, στην τραγωδία, και συγκεκριμένα στην
περιπέτεια. Ἔστι δὲ περιπέτεια μὲν ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολὴ,
κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ ἀναγκαῖον, ἀναγνώρισις δέ, ὥσπερ καὶ τοὔνομα σημαίνει, ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν
μεταβολή, ἢ εἰς φιλίαν ἢ εἰς ἔχθραν, τῶν πρὸς εὐτυχίαν ἢ δυστυχίαν ὡρισμένων·
μεταβολή, ἢ εἰς φιλίαν ἢ εἰς ἔχθραν, τῶν πρὸς εὐτυχίαν ἢ δυστυχίαν ὡρισμένων·
«Περιπέτεια είναι η μεταβολή
των όσων γίνονται μέσα στο έργο στο ακριβώς αντίθετό τους, σύμφωνα, όπως λέμε,
με τους κανόνες του λογικά πιθανού ή σύμφωνα με αυτό που μας επιβάλλεται κατ΄ ανάγκην.
«Αναγνώριση είναι, όπως το λέει και η λέξη, η μεταβολή από την άγνοια στη
γνώση, και –τότε– σε φιλική ή εχθρική σχέση των προσώπων που είναι προορισμένα
για ευτυχία ή δυστυχία.
Ήδη με τον
τίτλο Ψήγματα Ανατροπών έχει κυκλοφορήσει ο πρώτος τόμος, το 2015 «Ψήγματα
Ανατροπών» «Το κρησφύγετο του Φουντζιού» και άλλα διηγήματα σε εκδόσεις Χρυσοπολίτισσα.
Όπως γράφει
στο αυτί του εξωφύλλου «Ο κόσμος μας ανέκαθεν ήταν και είναι μια συνεχής
ανατροπή. Μερικά ψήγματα ανατροπών που συνέβησαν στην Κύπρο μεταξύ των χρόνων
1945- 1973 δίνει σε μορφή διηγημάτων η Ρήνα Κατσελλή σε αυτό το βιβλίο. Εννιά
διηγήματα, το καθένα τους μια ανατροπή, που αναστατώνει τη ζωή των απλών
ανθρώπων, τους βγάζει έξω από τα σχέδια, τους προγραμματισμούς τους, τους κάνει
να αλλάξουν συμπεριφορές και μερικές φορές δίνει ένα αναπάντεχο τέλος στην ίδια
τη ζωή τους. Έρχεται μάλιστα η ίδια να δώσει περιληπτικά την υπόθεση των εννέα
διηγημάτων της και να αναλύσει την έννοια της ανατροπής , όπως και εξηγεί τη
σημασία της λέξης ψήγματα.
Ψήγμα-
ψήγματα= λεπτότατο κομμάτι μετάλλου, τρίμμα, ρίνισμα, απόξεσμα, περικόμματα
χαρτιού και ξύλου (ροκανίσματα). Από το αρχαίο ρήμα ψύω ψω= τρίβω, ό τι
προέρχεται από τριβή και απόξεση κτλ.
Το γενικότερο περιεχόμενο των
διηγημάτων αποτελεί ένα κερυνειώτικο σύμπαν, το πρώτο βιβλίο πριν, το δεύτερο μετά
την τουρκική εισβολή. Οι μνήμες όμως των ηρώων μπορούν να επεκτείνονται και στο
ειρηνικό παρελθόν ή-για τους Τουρκοκύπριους-στον καιρό των προετοιμασιών των
μέσω Τουρκίας αξιωματικών και της ΤΜΤ.
Ότι το κερυνειώτικο σύμπαν είναι ολοκληρωμένο μπορεί
να ελεγχθεί με μια κλίμακα, που περιλαμβάνει σε δέκα κατηγορίες τα πάντα,
βιολογικό, τον τομέα της επιβίωσης και της φύσης, την οικονομική, κοινωνική,
πολιτική ζωή, την συναισθηματική των ατόμων, την ιστορία και το παρελθόν, και
τέλος τις λεγόμενες πνευματικές κατηγορίες της λογικής ή θεωρίας, της αισθητικής,
ηθικής και τέλος της θρησκευτικής ζωής.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ η χρήση των κυπριακών
λέξεων προσδίνει την άμεση τοπικότητα στο διήγημα και η εξήγησή τους στην
υποσημείωση βοηθά στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου πολλών. Ο αναγνώστης ακούει
και διαβάζει την κυπριακή διάλεκτο, ρυθμισμένη στα μέτρα της συγγραφέως, μα
αποδίδει σ’ ένα αμάλγαμα το τραχύ με το οικείο, το ζωντανό με το μουσειακό, το
παραστατικό με το απόμακρο.
Οι υποθέσεις των διηγημάτων του πρώτου και του
δευτέρου τόμου δίνονται από την ίδια περιληπτικά στην αρχή των βιβλίων.
Το πρώτο, τα
Ψήγματα Ανατροπών, αποτελούνται από εννέα διηγήματα. Ο Διονύσης 1945, Οι
εκλογές, τα προξένια και το ψέμα 1946, Ο μεθυσμένος του γάμου 1948, Κυριακή της Τυρινής 1956, Η καμπαρτίνα
1956, Η τρίτη εκτέλεση 1957, Το κρησφύγετο του Φουντζιού 1958, Ον Ντίνα 1958, Ο
Μουσταφάς 1973
Στο 2ο,
3ο, 4ο, πρωταγωνιστεί η ίδια οικογένεια. Με το διήγημα
Κυριακή της Τυρινής μπαίνουμε στο 1955-59, με τα κέρφιου των άγγλων, τους
βασανιστές ανακριτές , τις ενέδρες που έστηναν οι αντάρτικες ομάδες και την
προσπάθεια κατασκευής κρησφυγέτων. Στα δυο τελευταία με ήρωες τουρκοκύπριους,
το ένα συνδέεται άμεσα με το φονικό των Κοντεμενιωτών ενώ το τελευταίο αποτελεί μια προεισαγωγή στο
1974.
Το πρώτο διήγημα από τα Ψήγματα
Ανατροπών είναι το τιτλοφορούμενο “Ο Διονύσης”. Ας εξετάσουμε το έργο από την
άποψη των δρώντων και πασχόντων υποκειμένων.
Ο Κύριλλος, μικρός τεσσάρων πέντε
χρόνων με πολλή αγάπη στις μηχανές θέλει να γνωρίσει τη μηχανή νερού που
βρίσκεται σε λάκκο με στέγαστρο. Η Βασιλού η μισταρκίνα για να τον απομακρύνει
από το λάκκο θέλει να του προκαλέσει φόβο λέγοντάς του πως εκεί μέσα βρίσκεται
ο Διονύσης που τρώει μωρά, κι αν κοντέψει, θα τον φάει. Τον περιγράφει όσο πιο
παραστατικά, γιατί έχει το χάρισμα της περιγραφής και της αφήγησης. Ο Κύριλλος
ως πάσχον πρόσωπο προσπαθεί να αποβάλει το φόβο , παρατηρώντας πως και πατέρας
του κατεβαίνει στο λάκκο. Η αντίδραση
όμως της Βασιλούς είναι πως ο Διονύσης τρώει μόνο μικρούς. Τον επόμενο χρόνο η
Βασιλού επαυξάνει το φόβο με άλλες εφιαλτικές ιστορίες και μάλιστα με
μακρόσυρτο τραγούδι για τον άι Γιώρκη Ο δράκος του νερού θέλει να φάει τη μικρή
κόρη του βασιλιά αλλά ο άις Γιώρκης με το κοντάρι του σκοτώνει το δράκο. Ο
Κύριλλος στην εκκλησία παρατηρεί το κοντάρι του αγίου και φτιάχνει το δικό του,
το «μουττερό». Έτσι από πάσχον πρόσωπο προσπαθεί να μεταβληθεί σε δρων
υποκείμενο, τούτο όμως έχει αντίχτυπο στους εργάτες που άρχισαν να τον
δουλεύουν «Έτον Διονύσην ‘ που πίσω σου! Δώσ’ του την Κύριλλε!» Η πλοκή οδηγείται στην κορύφωση όταν η
Βασιλού πείθει μια μικρή μισταρκίνα να εμφανιστεί ως Διονύσης κάνοντας γύρους
σαν ένα καφετής όγκος γύρω από το λάκκο μουγκρίζοντας. Ο καταπιεσμένος συναισθηματικά Κύριλλος ορμά
με το μουττερό του και καταφέρει πλήγμα στην άτυχη Μαρουλλού. Ευτυχώς πρόλαβαν
και τον ακινητοποίησαν. Τότε αποκαλύπτεται η Μαρουλλού, λίγο πληγωμένη αλλά
τρομαγμένη. Ο Κύριλλος ως δρων πρόσωπο οδηγείται στην αποκάλυψη της αλήθειας. Η
μεταβολή από την άγνοια στη γνώση οδηγεί και στην αυτογνωσία, μια εμπειρία που
οδηγεί στην ωρίμανση. Ο Κύριλλος κατεβαίνει στο λάκκο και βλέπει τη μηχανή.
Αναγκαστικά κατεβαίνει και η Βασιλού να τον ανεβάσει με το ζόρι. Όπως τα παιδιά
της έτσι και ο Κύριλλος. Μεγάλωσε πια.
«Ο Κύριλλος από την άλλη ένιωθε
μέσα του τόσα πράματα να αναποδογυρίζουν. Ο Διονύσης δεν υπήρχε, ήταν απλά μια
μηχανή. Η Βασιλού του είχε πει ψέματα! Προσπαθώντας να συντονίσει το μικρό του
βήμα με το δικό της δεν έβγαλε ούτε αυτός λέξη από το στόμα του. Δεν ρώτησε να
του δώσει εξηγήσεις, όπως το συνήθιζε. Ακόμα και όταν θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει
το μουττερόν στην κουφάλα της τερατσιάς, δεν της είπε να γυρίσουν για να το
πάρει.»
Να κρατήσουμε μόνο δυο φράσεις
από το τέλος του διηγήματος:
«Ένιωθε μέσα του τόσα πράματα να
αναποδογυρίζουν»- οι ανατροπές και
«Προσπαθώντας να συντονίσει το
μικρό του βήμα με το δικό της» ’
το πάσχον υποκείμενο προσπαθεί να
μεταβληθεί σε δρων υποκείμενο, ώστε να επέλθει η αναγκαία στο τέλος νέα ισορροπία
που διαταράχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου του αφηγήματος.
*Όπως ο Αριστοτέλης στην Ποιητική
του γράφει: όλον εστί το έχον αρχήν και μέσον και τελευτήν» όπου το μέσον είναι
η κορύφωση και η τελευτή η έξοδος, η λύση της σύγκρουσης, τούτο το σχήμα
αναπτύσσεται από νεότερους σε πενταμερές, και αποτελείται από την έκθεση, την
αυξανόμενη δράση, την κορύφωση, την φθίνουσα δράση και την τελική έκβαση.
Αυτή η υπερδομή μπορεί να
εφαρμοστεί σ’ αυτό το διήγημα ή ακόμα μπορούμε να θεωρήσουμε ικανοποιητικό τον
τύπο «Η ισορροπία της αρχικής κατάστασης διαταράσσεται με την εισαγωγή κάποιων
«δυναμικών» μοτίβων, που, δημιουργώντας μια περιπλοκή (περιπέτεια) τη
μετασχηματίζουν και την οδηγούν προς την εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας.» Όπερ
έδει δείξαι, που λέγαμε. Αλλά και το ερώτημα: Και τι κατορθώσαμε που βάλαμε σ’
ένα σχήμα ένα διήγημα με τόση ζωή και τέχνη βαλμένο;
Ακολουθεί μια τριάδα διηγημάτων
με ήρωες την ίδια οικογένεια, την οικογένεια Λεοντή.
Στο διήγημα «Οι εκλογές, τα
προξένια και το ψέμα» ισχύει το σχήμα όλον, διάσπαση-προσπάθειες για επάνοδο
στο όλον». Το οικογενειακό όλον εκπροσωπεί η mater familias που βλέπει την οικογένειά της να
διασπάται λόγω των δημαρχιακών εκλογών δεξιών- αριστερών. Άλλο αίτιο διάσπασης
είναι η ξενιτιά. Η θεραπεία για το πρώτο είναι η συνάντηση της μάνας- γιαγιάς
με τα συγκεντρωμένα μέλη της οικογένειας της άλλης παράταξης. Για να επιτευχθεί
όμως η συνάντηση, χρησιμοποιείται ένα μικρό ψέμα, που όμως πληγώνει την
Παπαδοκόρη γιαγιά Ελένη. Η ξενιτιά μπορεί να αποφευχθεί με το γάμο του Κύπρου
με την κόρη του Ηρακλή. Τα δρώντα υποκείμενα έχουν ως επίθετα ή κατηγορούμενα
τα σχετικά με την οικογένεια ονόματα, ή τα αναφερόμενα στην κομματική ζωή.
Γιαγιά, εγγονή, κόρη, γιος, εξάδελφος, συμπεθερά, θείος και για την κομματική
ζωή τα: μαυρίζω, ρίχνω άσπρο, μετρώ τα κουκιά, πρόβατα-ερίφια, «Συνδυασμός
Εθνικής Συνεργασίας». Μερικό από το λεξιλόγιο.
Το διήγημα «Ο μεθυσμένος του
γάμου» συνεχίζει με την ίδια οικογένεια και στο ίδιο μοτίβο της διάσπασης, αφού
ο γιος Λεοντής διαδέχεται τη μάνα του που πέθανε και με κάθε τρόπο προσπαθεί να
φέρει την ομόνοια στη διασπασμένη σε αριστερούς και δεξιούς οικογένεια. Ο
Λεοντής για να επιτύχει τη συνένωση των μελών της οικογένειας προσποιείται τον
μεθυσμένο που προσκαλεί τους συγγενείς να χορέψουν όλοι μαζί.
Με τον αγώνα του 1955-59 μια άλλη
γενικότερη ανατροπή παρουσιάζεται.
Όπως γράφει η ίδια στο τελευταίο
διήγημα «Ο Μουσταφάς» Τη δεκαετία του πενήντα όμως , άλλες δυνάμεις άρχισαν να
ορίζουν τις ζωές των απλών ανθρώπων. Οι Έλληνες του νησιού το 1955 κήρυξαν αντιαποικιακό
αγώνα. Οι Εγγλέζοι τότε υστερόβουλα, με έξυπνους ελιγμούς, έσπειραν ζιζάνια
μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που ως τότε ζούσαν ειρηνικά μαζί. Τελικά, επίσημα
πια, η Τουρκία διέταξε να χωρίσουν οι Τούρκοι από τους Έλληνες σχεδιάζοντας να
διχοτομήσουν το νησί…»
Στο διήγημα «Κυριακή της Τυρινής»
η υπόθεση ξετυλίγεται στη μικρή κοινωνία της Κερύνειας, όταν οι εγγλέζοι
επιβάλλουν κέρφιου, γιατί βρέθηκε στο τελωνείο της πόλης μια βόμβα τύπου
υδροσωλήνα, για την κατασκευή της οποίας φαίνεται αναμιγμένη η Ευαγγελία, κόρη
της οικογένειας Λεοντή. Το κέρφιου επιφέρει και το τέλος των συνήθων γλεντιών
της Σήκωσης, των εθίμων της μεταμφίεσης, του παιχνιδιού της δακκαννούρας, και
της σχετικά ήρεμης ζωής της πόλης.
Ο σχολιαστής, ένας από τους
ομοτράπεζους, αποφαίνεται: «Ποδά τζιαι να πάει τίποτε ‘εν θα ένι το ίδιον!
Εκόπην ο τζαιρός στα δκυο’ ο κόσμος μας ΄εν θα ένι ο ίδιος όπως πρώτα!»…
Μόνο όσοι έζησαν τη σημασία των
εθίμων μπορούν να αντιληφθούν και τη σημασία της κατάργησής τους που επέφεραν
σταδιακά και οι πολιτικές ταραχές στον τόπο, από το 1931, ύστερα η διαμάχη
δεξιάς αριστεράς, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, το 1963 και τέλος το χουντικό πραξικόπημα
και η τουρκική εισβολή. Όλα αυτά έζησε η Ρήνα Κατσελλή και τα γνωρίζει από
πρώτο χέρι, γι’ αυτό και στο έργο της ανασυνθέτει με την τέχνη της πτυχές της ζωής.
Ένα από τα πιο ωραία διηγήματα
του πρώτου τόμου των Ανατροπών είναι «Η καμπαρτίνα». Θυμίζει τον Ντεκάρτ, (cogito ergo sum-αμφιβάλλω άρα υπάρχω) που
μας λέει, «βλέπω από το παράθυρο παλτά και καπέλα να κυκλοφορούν, αμφιβάλλω
όμως αν είναι αλήθεια όσα τα μάτια μου δείχνουν. Σκέφτομαι λοιπόν ότι είναι
άνθρωποι.» Άλλο το φαίνεσθαι, άλλο το είναι.
Έτσι κι εδώ, στο διήγημα, ένας
εγγλέζος ανακριτής βρίσκεται με άδεια στο ξενοδοχείο στην Κερύνεια,
παρουσιάζεται με άλλο όνομα και ως προερχόμενος από Κένυα, με φυτείες εκεί,
συναντά έναν άγγλο δημοσιογράφο, οι αλλαγές του καιρού, αλκυονίδες μέρες,
επέτρεπαν την απόλαυση, ξαφνικά όμως έρχεται βροχή. Ο ανακριτής, γνωστός για
τις μεθόδους του, υποπτεύθηκε πως τον παρακολουθούσαν μέλη της οργάνωσης. Ο δημοσιογράφος
πρέπει να πάρει την εφημερίδα του από το περίπτερο, νυχτώνει, βρέχει, ο
ανακριτής του προτείνει να του δώσει το καπέλο και την καπαρτίνα του, και
υποψιαζόμενος, τον παρακολουθεί προφυλαγμένος από μια ομπρέλα που πήρε από το
ξενοδοχείο. Στη γωνιά του δρόμου, ακούονται πυροβολισμοί. Σκότωσαν το
δημοσιογράφο αντί τον ανακριτή. Ο ανακριτής επιστρέφει στο ξενοδοχείο. Επιλογικά:
«Όσο για το δημοσιογράφο; Bad luck! Ατυχία! Στο κάτω κάτω
ήταν πολύ αναρχικός, θα μπορούσε να τον πει και αριστερό. Στα άρθρα του σχεδόν
δεν υποστήριζε τα συμφέροντα της πατρίδας του, συλλογίστηκε, και παίρνοντας το
ποτήρι με το ουίσκι, που απόθεσε μπροστά του ο σερβιτόρος, ήπιε μια γερή πρώτη
γουλιά.»
Στα περισσότερα διηγήματα που
παρουσιάζουμε δεν υπάρχει απλή ευθύγραμμη αφήγηση, αλλά, όταν ο χρόνος είναι
ανάγκη να επιβραδυνθεί, δίνεται ευκαιρία στη συγγραφέα να φωτίσει τον ήρωά της
με εγκιβωτισμένες ιστορίες, με ανάληψη, αναδρομή στο παρελθόν, ή πρόληψη,
σχεδιασμό του μέλλοντος, ή περιγραφές.
Στο κείμενο Η Τρίτη εκτέλεση 1957
ο ήρωας, αγωνιστής της ΕΟΚΑ με την ομάδα του σε μια ενέδρα, βρίσκεται μόνος
ύστερα από τραυματισμό του σε ένα πρόχειρο κρησφύγετο- εκκλησάκι, λίγο πριν τα
θανάσιμα κτυπήματα από τους άγγλους στρατιώτες που τον κυνηγούν. Θυμάται δυο εκτελέσεις
καταδοτών και μια άλλη ενέδρα στην οποία μετέσχε. Ο ίδιος είχε σχεδιάσει
προληπτικά και πώς θα ήθελε να είναι το τέλος του, αφού σ’ έναν αγώνα οι
πιθανότητες θανάτου αυξάνουν. Ο ήρωας βρίσκεται σ’ ένα ερημοκλήσι που μέρος του
χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρο κρησφύγετο. Η παντογνώστης συγγραφέας με την
περιγραφή του τόπου μας βοηθά να ενσωματωθούμε στο χώρο και να παρακολουθήσουμε
ανάγλυφα τα γεγονότα που διαδραματίζονται σ’ αυτόν. Χώρος, χρόνος και πρόσωπα,
στα χέρια του καλού μάστορα γίνονται πρώτη ύλη τέχνης. Δεν είναι όμως ο στυγνός
εκτελεστής. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ως πρωταγωνιστές πολλούς θρησκεύοντες και
προβληματιζόμενους για το φόνο, τους σκοτωμούς που προκαλούσαν με τον αγώνα και
πολλοί κατέφευγαν σε εξομολόγους- πνευματικούς τους. Ο όλος αγώνας ήταν μια
ανατροπή και μέσα σ’ αυτή τη γενική εντάσσονται μερικότερες ανατροπές στη ζωή
των ηρώων των διηγημάτων. Ο αντάρτης ετοιμάζεται για την τρίτη εκτέλεση,
σημαδεύει τον άγγλο στρατιώτη που βρίσκεται ακριβώς απέναντί του έξω από το
πρόχειρο κρησφύγετο, οι σφαίρες όμως των άγγλων στρατιωτών τον προλαβαίνουν.
Το διήγημα Το κρησφύγετο του
Φουντζιού έχει ως προμετωπίδα ένα μικρό κείμενο του ήρωα Κυριάκου Μάτση για το
δίκαιο, την πίστη σ’ αυτό και την ηθική τελειότητα. Θέμα του διηγήματος μια πτυχή του αγώνα της ΕΟΚΑ με τους αντάρτες
σε επιθέσεις ενέδρας εναντίον των άγγλων κατακτητών και την προσπάθειά τους να
σκάψουν ένα κρησφύγετο, το οποίο αποκαλύπτεται πως ήταν αρχαίος τάφος. Το
κείμενο είναι πλήρες ανθρωπιάς και γνήσιου πατριωτισμού, με την ηγετική
φυσιογνωμία του Μάτση, τις κακουχίες που υφίστατο ο απλός άνθρωπος τις ημέρες
εκείνες, και το όλο κλίμα της εποχής που διακρινόταν για το πατριωτικό ήθος και
την ανωτερότητα. Κείμενο με εσωτερικούς μονολόγους, τύπου Άμλετ, σκέψεις και
συναισθήματα των ανθρώπων της εποχής, με φιλοσοφικό και όντως ανώτερης
πνευματικότητας κόσμο. Ο ήρως «μυρίστηκε» το θάνατό του.
Μια ομάδα διηγημάτων έχουν
πρωταγωνιστές τουρκοκύπριους που γνώριζε πολύ καλά η συγγραφέας, αφού στην
ωραία μικρή πόλη της Κερύνειας ζούσαν και Έλληνες και Τούρκοι. Η σειρά των
τουρκοκυπρίων θα συνεχιστεί στο δεύτερο βιβλίο των Ανατροπών, με τους
τουρκοκύπριους να διαγουμίζουν τα σπίτια των ελληνοκυπρίων και βασικά να
ανατρέπεται η ελπίδα που είχαν πως θα γίνονταν αυτοί κύριοι των περιουσιών των
συνοίκων των. Ήλθαν άλλοι από την Τουρκία και διέψευσαν τις προσδοκίες τους.
Οι ερωτικές σχέσεις ελληνίδων
τούρκων έστω και ασύνηθες φαινόμενο, δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να αποδειχτεί
και πάλι το έρως ανίκατος μάχαν αλλά και να γνωρίσουμε ή να επιβεβαιώσουμε τα
σχέδια της Τουρκίας και της Αγγλίας που εφαρμόζονταν από τη δεκαετία του 50. Τα
διηγήματα δεν είναι βέβαια για να μαθαίνουμε Ιστορία αλλά η εποχή είναι
διάσπαρτη από γεγονότα ιστορικά και η Ρήνα Κατσελλή όντως ο παντογνώστης
συγγραφέας.
Το διήγημα Ον Ντίνα 1958 έχει
θέμα τον παράνομο έρωτα της Ντίνας, παντρεμένης με το Λουκή, και του Ριφάτ, ο
οποίος αποδεικνύεται μέτοχος του μαζικού φονικού των Κοντεμενιωτών. Έγκυος το
παιδί του, η Ντίνα αποφασίζει να το κρατήσει Έλληνα Χριστιανό, και στην
παρατήρηση του Ριφάτ πως είναι κκισμέτι η αγάπη τους, η Ντίνα απαντά «εγώ
αλλάσσω το κισμέτι αν δεν μείνεις μακριά» εννοεί από τις καταστάσεις αυτές με τους φόνους
συμπατριωτών της. Ο Ριφάτ επιβεβαιώνει πως μόνο η Ντίνα είναι το κκισμέτι του.
Ο έρως ενώνει, οι εθνικοί προσανατολισμοί χωρίζουν, και ο άνθρωπος αναλαμβάνει
τη μοίρα στα χέρια του. Κατά δύναμιν.
Τελευταίο διήγημα του πρώτου
βιβλίου των Ανατροπών Ο Μουσταφάς 1973, ένας μουσουλμάνος πεταμένος από τους
δικούς του, μέθυσος κωφάλαλος, που διασώζει ο πατέρας της Μαρίνας Σωκράτης,
δίνοντάς του τόπο να διαμένει, ένα σπιτάκι στο χωράφι. Ως άλλος φίλος του
Οδυσσέα, ως άλλος Ελπήνωρ κατατσακίζεται στο μεθύσι του απάνω. Όμως αυτό
γίνεται αφορμή να γνωριστεί με εγγλέζες που τον μετατρέπουν σε πραγματικό
αριστοκράτη. Η Μαρίνα βρίσκεται στο ξενοδοχείο για να ετοιμάσει το γάμο της ύστερα από μια
ερωτική περιπέτεια στην Αθήνα , όπου σπούδαζε, και την απόφασή της να ζήσει
ειρηνικά στον τόπο της. Συγκινητική η συνάντησή της με τον Μουσταφά. Όμως οι
Τούρκοι αποφάσισαν να χωρίσουν από τους Έλληνες, σχεδιάζοντας να διχοτομήσουν
το νησί, και τότε θυμήθηκαν πως ο βωβός ήταν Μουσταφάς. Ήρθαν και τον έπιασαν
και τον ανάγκασαν να πάει νε μένει με την αδελφή του στο Καζάφανι.
Κι ενώ η Μαρίνα νιώθει σίγουρη
για τη ζωή της, η συγγραφέας προβάλλει στο μέλλον την ανατροπή: «Δεν μπορούσε
να υποπτευθεί πως από την επόμενη χρονιά θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής της
πρόσφυγας, διωγμένη από το σπίτι και τη μικρή της πόλη, με δυο αδέλφια
σκοτωμένα από τα τουρκικά στρατεύματα που θα έκαναν εισβολή στο νησί.»
Έτσι τελειώνει το πρώτο βιβλίο,
για να δώσει τη σκυτάλη στο δεύτερο, με διηγήματα από το 1974 και 1975, στην
Κερύνεια και στο ξενοδοχείο Ντόουμ.
Το 1974 φέρνει στο προσκήνιο ό,
τι υπήρξε τόσα χρόνια στο παρασκήνιο, που η Ρήνα Κατσελλή γνωρίζει πολύ καλά
και επαναλαμβάνει στο έργο της: οι ετοιμασίες των Τούρκων να εισβάλουν , ενώ θα
εμφανίζονται ως παθόντες.
Η σύγκρουση πρώτα είναι
εσωτερική, οι ενωτικοί ή χουντικοί ή εοκαβητατζήδες, οι αντιμακαριακοί εναντίον
των άλλων, των ανθενωτικών, δημοκρατικών, υπερασπιστών της νομιμότητας,
μακαριακών. Ούτε η μια μερίδα είναι ολοκάθαρη ούτε η άλλη. Η καθεμιά με τις
γωνιές της και τις φουλιές της. Η συγγραφέας ως ο παντογνώστης αφηγητής μπορεί
να γνωρίζει τα πάντα, έστω κι αν είναι τοποθετημένη στην παράταξη της
νομιμότητας. Μπορεί να διακρίνει τις μαύρες σκιές οθενδήποτε κι αν προέρχονται.
Μέσα από αυτή την εσωτερική
σύγκρουση -που μερικοί ονομάζουν εμφύλιο- θα βρει ευκαιρία το πραξικόπημα να
δώσει αφορμή για την εισβολή. Οι πρώην αντίπαλοι μπορεί να παρουσιαστούν
μετανοημένοι, και έτοιμοι να πληρώσουν με τη ζωή τους, όπως στο πρώτο διήγημα
από τα Ψήγματα Ανατροπών β΄.
Η άλλη διαίρεση είναι Έλληνες-
Τούρκοι, που με την εισβολή θα χαράξει ανεξίτηλα το σώμα και την ψυχή του τόπου
και των ανθρώπων του. Υπάρχει όμως και η σύγκρουση εντός της τουρκοκυπριακής
κοινότητας, με τους τουρκοκυπρίους σε μεταξύ τους διαμάχη, ανάλογα με τη στάση
τους απέναντι στις επιταγές της Τουρκίας και η σύγκρουση ανάμεσα στην ίδια την
Τουρκία και τα σχέδιά της σε αντίθεση με ορισμένους τουρκοκύπριους. Κάτω από
αυτές τις γενικότερες ή μερικότερες συγκρούσεις υπάγονται όλες οι επίμέρους,
των απλών ανθρώπων, τα πάθη των οποίων αφηγείται η διηγηματογράφος. Οπότε,
όντως, πόλεμος πάντων πατήρ. Η αρχή ετέθη, και τα λοιπά δεν είναι παρά τα
παρεπόμενα του πολέμου πατρός.
Ως τίτλο στο δεύτερο αυτό βιβλίο
ευχαρίστως θα έθετα το «Ψήγματα της μεγάλης ανατροπής», όπου η μεγάλη ανατροπή
είναι η τουρκική εισβολή που ανέτρεψε τη ζωή όχι μόνο των Ελλήνων της Κύπρου
αλλά και των Τούρκων της που άλλα περίμεναν και άλλοι άλλα βρήκαν. Η ζωή,
ιδιαίτερα στις κατεχόμενες περιοχές, άλλαξε άρδην. Κι έτσι μπορούμε να
εξηγήσουμε και την παράθεση των αποσπασμάτων από τον Ηράκλειτο : Ειδέναι χρη
τον πόλεμον εόντα ξυνον, και δίκην έριν,
και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών.
Επίσης πολεμος πάντων πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς
έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Οτιδήποτε και να χε στο νου του ο
Ηράκλειτος, για την περίπτωση ταιριάζει, γιατί ο πόλεμος ανέτρεψε τα πάντα και
έκαμε τα όσα έκαμε.
ΔΙΑΙΡΕΣΗ
Το βιβλίο Ψήγματα Ανατροπών β΄, διηγήματα,
διαιρείται σε δύο βασικά μέρη, το πρώτο αναφέρεται στην Κερύνεια κατά το 1974 .
Από τα επτά διηγήματα το ένα αναφέρεται σε άγγλους, τα τρία σε τουρκοκύπριους,
ένα σε ζώα, τις χήνες, και δυο σε ελληνοκύπριους. Το β΄ μέρος διαδραματίζεται
στο ξενοδοχείο Dome
(πέντε διηγήματα) και αναφέρεται στη ζωή των εκεί μέσα εγκλωβισμένων.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Η βινιέτα στο εξώφυλλο και η
υπόλοιπη εικονογράφηση είναι αναθηματικά πήλινα αγαλματίδια (τερρα κότα)
πολεμιστών αρχαϊκής- κλασσικής περιόδου, μια υπόμνηση ή φιλοσοφική βάση πως
αυτά τα πράγματα ο κόσμος τα έζησε χιλιάδες χρόνια πριν αλλά ίσως να μην είχαμε
την δυνατότητα να ζήσουμε ξανά τις ίδιες ιστορίες, γιατί δεν βρέθηκε ο
συγγραφέας να μας τις αποτυπώσει αν και ο αιώνιος Θουκυδίδης, ο Όμηρος και οι τραγικοί έχουν
παρόμοιες πολλές σκηνές να επιδείξουν.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΤΥΧΕΣ
Οι τίτλοι των διηγημάτων είναι
Α΄Κερύνεια 1974
1.
Εξόφληση χρεών 1974 .
2.
Welcome 1974
3.
Λεηλασία εκ των έσω- Ισμαϊλης 1974
4.
Λεηλασία εκ των έσω- Εσάτ 1974
5.
Λεηλασία εκ των έσω- Το κλεφτρόνι 1974
6.
Η χήνα και οι τέτοιοι 1974
7.
Χέψινις
1974
Β΄ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ DOME- Κερύνεια
1974-75
8.
Ισότητα
1974
9.
Ευτυχισμένες μέρες- Ο Νικολάκης 1974
10.
‘Επιθεώρηση’ σπιτιού 1974
11.
Καλή ψαριά οι προσφυγούλες 1975
12.
Οι κουμπάροι 1975
Το πρώτο διήγημα Εξόφληση
χρεών, 1974, στο κάστρο της Κερύνειας είναι φυλακισμένοι από τους
πραξικοπηματίες πολλοί μακαριακοί, ενώ πάνωθέ τους περνούν και πολυβολούν τα
τουρκικά αεροπλάνα. Ανάμεσά τους ο Αντρέας, πρώην αστυνομικός, που ξέρει πολύ
καλά τα σχέδια των Τούρκων, γιατί υπηρετούσε στις μυστικές υπηρεσίες του
κράτους. Ζητούν να τους ανοίξουν και να τους
ελευθερώσουν μη σκοτωθούν από τα τουρκικά πυρά, και αναλαμβάνει να
πυροβολήσει την πόρτα ο Απόστολος Κουταλιανός, παλιός φίλος και συναγωνιστής
τον καιρό της ΕΟΚΑ του Ανδρέα, που όμως βρέθηκε στην παράταξη των πραξικοπηματιών.
Ελευθερώνονται, και ανακαλύπτουν σιγά σιγά πως τα πάντα είναι προδομένα, γι’
αυτό ο Κουταλιανός καλεί τον Ανδρέα να πάρει τις οικογένειες και των δυο και να φύγει να σωθεί, ενώ ο ίδιος έχει να
πληρώσει τα λάθη του. Πώς πορευόμαστε από την άγνοια στη γνώση; Πώς ο Απόστολος
Κουταλιανός ενώ νόμιζε πως η επιτυχία του πραξικοπήματος θα έφερνε καλό στον
τόπο, οδηγήθηκε σταδιακά στην αλήθεια πως τα πάντα ήταν προδομένα και θα
ακολουθούσε η καταστροφή; Ένα διήγημα με πλοκή, δέση, κορύφωση και λύση, με
ταυτόχρονη αναγνώριση και από τους δυο της μεγάλης προδοσίας εις βάρος της
Κύπρου, τα όπλα στα φυλάκια στο κάστρο δεν λειτουργούν, η τορπιλάκατος λείπει
με δικά τους παιδιά μέσα, ο διοικητής του στρατοπέδου το πρόδωσε, με αναδρομές στο παρελθόν, συγκίνηση και
συγκινητική αφιέρωση στους νέους που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους και
ειδικά στους δυο νέους της Κερύνειας Φοίβο Φιερό και Χρίστο Καρεφυλλίδη. Ύστερα
από την ανάβλεψη, ο Κουταλιανός θα πολεμήσει και θα πληρώσει με τη ζωή του την
άγνοιά του για τα σχέδια της χούντας.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ η χρήση των κυπριακών
λέξεων προσδίνει την άμεση τοπικότητα στο διήγημα και η εξήγησή τους στην
υποσημείωση βοηθά στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου πολλών. Ο αναγνώστης ακούει
και διαβάζει την κυπριακή διάλεκτο, ρυθμισμένη στα μέτρα της συγγραφέως, μα
αποδίδει σ’ ένα αμάλγαμα το τραχύ με το οικείο, το ζωντανό με το μουσειακό, το
παραστατικό με το απόμακρο.
Welcome 1974
Η Έβελυν αφηγείται σε πρώτο
πρόσωπο όσα συμβαίνουν την ημέρα εκείνη της εισβολής, με τις πτήσεις των
αεροπλάνων και ελικοπτέρων, με τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο να επιβεβαιώνουν
και πριν την ώρα της την κατάληψη της Κερύνειας. Παρατηρεί τη Γερτρούδη, που
παίρνει το λόγο και μιλά επίσης σε πρώτο πρόσωπο. Από τα λόγια της φαίνεται
φιλότουρκη. Με την κατάπαυση του πυρός οι τούρκοι συνεχίζουν την προέλαση. Η
Έβελυν σε μια αναδρομή στο παρελθόν αφηγείται πως ήλθε στην Κύπρο για να
υπηρετήσει την Γερτρούδη κι έτσι να έχει κάποιο εισόδημα. Η Γερτρούδη
ανυπομονει να έρθουν οι Τούρκοι. Άνοιξε την πόρτα. Welcome
Welcome! Την
άκουσα να λέει δυνατά. Και πέφτει από μια ριπή Τούρκου στρατιώτη.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
συνεχίζεται. Ο ομοδιηγητικός αυτοδιηγητικός αφηγητής επιστρέφει στην Αγγλία
αφού η παρ΄ολίγον εργοδότης της πέθανε. Ετοιμαζόμενη να υποδεχτεί τους τούρκους
έπεσε από τα πυρά τους. Η συγγραφέας έλυσε κατά τον καλύτερο τρόπο το θέμα του
αφηγητή. Όλα όσα ακούσαμε ήταν από το στόμα της Έβελυν και της Γερτρούδης. Το
φιλότουρκο των εγγλέζων βγήκε άμεσα από το στόμα μιας ηρωίδας του διηγήματος. Η
συγγραφέας στάθηκε όσο το δυνατόν μακράν.
Με τον γενικό τίτλο Λεηλασία
εκ των έσω πρώτον Ο Ισμαϊλης, δεύτερον Εσάτ, τρίτον Το
κλεφτρόνι, έχουμε τρία στη σειρά διηγήματα. Κοινό τους
χαρακτηριστικό το τι επακολούθησε την τουρκική εισβολή. ‘Όπως λέει κι ο
Θουκυδίδης, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, καὶ τὸν πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο, οὐκ
ἔχοντός πω αἰσχύνην τούτου τοῦ ἔργου, φέροντος δέ τι καὶ δόξης μᾶλλον· Και στο κάτω κάτω αυτά είναι τα γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ
φύσις ἀνθρώπων ᾖ.
Λεηλασία λοιπόν εκ των έσω. Η Ρήνα Κατσελλή δεν ψέγει, δεν τοποθετείται
εθνικιστικά, έχει την ανοχή του ανθρώπου που ξέρει, που φιλοσόφησε.
Στα δυο πρώτα διηγήματα με
πρωταγωνιστές τουρκοκύπριους παρατηρούμε πως τα σχέδια διαμοιρασμού των
περιουσιών των ελληνοκυπρίων ήταν κοινός τόπος γι’ αυτούς από τη δεκαετία του
50. Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εμφανίστηκαν και τα ψήγματα των
ανατροπών.
Ο Ισμαϊλης ζει σε μια πόλη που
δεν είχε ποτέ προστριβές οι σύνοικοι. Θέλει την ησυχία του. Με την εισβολή
άλλαξαν τα ήθη των ανθρώπων, σκοτωμένοι στους δρόμους κι η κλοπή δεν θεωρείται
κλοπή. «Ποιοι αννοίξαν τα σπίδκια τζαι εκλέψαν πράματα; Ρώτησε η Περβίν. «Εν τα
εκλέψαν, ενι δικά μας τωρά ούλλα. Ούλλα!». Στο μυαλό του το σπίτι του αφεντικού
του, του Μιχάηλου. «Ο καημένος ο Μιχάηλος, σκέφτηκε για μια στιγμή και σαν να
ένιωσε κάτι να μαραίνεται μέσα του. Μόνο για μια στιγμή όμως. Είχε πολλά να κάνει,
πολλά να σκεφτεί. Πρώτα θα έπαιρνε ό, τι μπορούσε από το σπίτι, ύστερα ήταν και
το μπαρ κάτω στο λιμάνι. Η κατάσταση άλλαξε, ήρθαν τα πάνω κάτω. Δεν μπορούσε
τάχα να ήταν δικό του και το μπαρ; Τη δουλειά τόσα χρόνια σε αυτό την ήξερε.
Πρώτα πρώτα όμως έπρεπε να γεμίσει το διπλοκάμπινο και ύστερα τα υπόλοιπα.
Εκείνο που δεν χωρούσε η τωρινή κατάσταση ήταν οι συναισθηματισμοί. Τώρα δεν
ανήκε στον Μιχάηλο το μπαρ ούτε το σπίτι. Τώρα δεν ήταν κανενός! Η κατάσταση
άλλαξε, ήρθαν τα πάνω κάτω. Εγύρισεν ο τροχός΄ ώρα να γαμήσει τζιαι ο φτωχός.»
Στο διήγημα οι πρωταγωνιστές Εσάτ
και Ορχάν γεμίζουν την αποθήκη τους ψυγεία από τα ελληνικά σπίτια, πριν τα
αρπάξουν οι στρατιώτες και τα στείλουν στην Τουρκία, όπως ήταν η διαταγή του
Τούρκου διοικητή της πόλης. Πόσα θα κερδίσουν από την πώλησή τους; Κοντά στην εκκλησιά του αγίου Γεωργίου στο Ρηάτικο
ο Ορχάν εισηγείται το άνοιγμα της εκκλησιάς και το διαγούμισμά της. Κανένας
όμως ως τώρα δεν είχε πειράξει τον άγιο. Μπαίνοντας στο σπίτι του παπά βρίσκουν
το μεγάλο κωμοδρομήσιμο κλειδί της εκκλησιάς. Ο Εσάτ δεν δέχεται να κλέψουν από
την εκκλησιά και μάλιστα στην απειλή να γίνουν όλα τα κλεψιμιά στην αποθήκη του
Ορχάν δεν φέρνει αντίρρηση. Θυμάται πως ο παπαΑγάπιος του έδινε κόλλυβα και
άρτο, τον πήρε στο γιατρό όταν ήταν άρρωστος. Στο απέναντι σπίτι μένει η Μάρθα
που είχε τούρκο αγαπητικό, τον Ράμι.
Πάει εκεί, της δίνει το κλειδί
της εκκλησιάς, αυτή του προτείνει να δουλέψει ένα ελληνικό φούρνο αφού ξέρει
την τέχνη και αυτός την παρακαλεί να διαβιβάσει στον υπεύθυνο πως στην αποθήκη
του Ορχάν υπάρχει πολύ παράνομο υλικό κλεψιμιό.
«Γιατί μου έφερες το κλειδίν,
Εσάτ; Εμπόρειες να αννοίξεις τον Άη Γιώρκην τζιαι…»
«Γιατί Θεός τούρτζικα ένα Αλλάχ, Αλλάχ
ελληνικά ένι Θεός, εγγλέζικα ένι Γκοτ, Μάρθα. Ο Θεός ένι καλός! Αγαπά πλάσματα
που έπλασε. Έτσι ελάλεν παπά Αγάπιος! Αθθυμάσαι παπά Αγάπιον;»
Τα πλάσματα όμως σκοτώνουν το
έναν το άλλον. Είδαμεν τόσους σκοτωμούς, τόσοι εφύαν. Η γειτονιά μας
εγερήμωσεν…» είπε και σταμάτησε γιατί ήταν έτοιμη να κλάψει.
Δεν της απάντησε, γλίστρησε από
το στενό άνοιγμα της πόρτας και βγήκε. Απέναντι ο Άης Γιώρκης, όπως τον προσπέρασε,
εξακολουθούσε να λούζεται στο απόκοσμο φως του φεγγαριού.
Στο διήγημα Το κλεφτρόνι Η
Γιαλλούρα από οικογένεια κλεφτών μένει
στην Κερύνεια, ο άντρας της πάει στο περβόλι του, τον ξυλοφορτώνουν οι Τούρκοι
κι επιστρέφει άρρωστος στο σπίτι. Η Γιαλλούρα θυμάται πως σ’ ένα εγγλέζικο
σπίτι που καθάριζε υπήρχαν φάρμακα, πάει να τα πιάσει αλλά βρίσκει και μεγάλο
θησαυρό των εγγλέζων, συνεχίζει να μαζεύει όσα μπορεί τις επόμενες νύχτες,
έρχεται ώρα και μεταφέρονται τα πάντα στις ελεύθερες περιοχές, με τα απαραίτητα
παρεδώσε. Μπορεί τώρα να σχεδιάζει το μέλλον των παιδιών της, αφού ο άντρας της
ξεψύχησε στις ελεύθερες περιοχές. Έπρεπε όμως να περιλαμβάνεται στους νεκρούς
του πολέμου, αφού αυτοί τον σκότωσαν στο ξύλο. Ένα πικρό σχόλιο στο τέλος. Αν
δεν είχε πλούσια ζωή, είχε ένα ηρωικό θάνατο, και γιατί όχι!
Η χήνα και οι τέτοιοι 1974
Αφιερωμένο στις χήνες μου που κακόπαθαν εξίσου στην τουρκική
εισβολή του 1974
Αφηγητής μια χήνα. Μιλά για την
οικογένειά της και το αγρόκτημα μέσα στο οποίο περιδιάβαζαν όλη μέρα
Οι άνθρωποι είναι οι τέτοιοι από
τους οποίους τις προστάτευε η μάνα τους, φιλική μόνο σε μια τέτοια που τους
τάιζε καθημερινά. Κολυμπούν στη δεξαμενή, τη νύχτα τις κλείνουν σε ένα χώρο
κλειστό με αραιό σύρμα μέχρι που κάποιος άγνωστος αρπάζει την αφηγήτρια και την
κλείνει σε κάσα, τη μεταφέρει σε άγνωστο τόπο, στη θάλασσα, εκεί προσπαθεί να
διαφύγει αλλά την κυνηγούν κολυμπώντας και τη συλλαμβάνουν ξανακλείνοντάς την
στο κιβώτιο. Μεταφέρεται σε άλλο τόπο μόνη, της φέρνει σύντροφο, γεννά, τα
παιδιά πεθαίνουν, ανασταίνει ύστερα τρία παιδιά, ύστερα δώδεκα, δεν είναι όμως
ο ίδιος τόπος όπως πριν, με το περβόλι και τη δεξαμενή.
Ένα πρωί αρχίζει ο πόλεμος το μεγάλο
κακό βρίσκει και την οικογένεια της χήνας, χάνει παιδιά και σύντροφο, ώσπου μια
γυναίκα την περιμαζεύει και περιθάλπει.
«Τώρα εγώ και η καλή μου η τέτοια είμαστε αχώριστες, σμίγοντας τον
πόνο για τους αγαπημένους μας και προσπαθώντας να ελαφρύνουμε το μεγάλο
ερωτηματικό, γιατί οι τέτοιοι να
κάνουν τόσο κακό όχι μόνο σε μας αλλά και σε άλλους τέτοιους και τέτοιες που σε τίποτε δεν τους έφταιξαν.»
Μεγάλη απόφαση να γράψει
προσωποποιώντας μια χήνα, αυτό μάλλον ερμηνεύεται πως η Ρήνα προ ουδενός
ορρωδεί. Δεν διστάζει, τολμά, πειραματίζεται, κύριο γνώρισμά της.
Το ακόλουθο διήγημα «Χέψινις»
είναι νομίζω το καλύτερό της. 1974.
Λευκωσία, στις αποθήκες της ΚΕΟ,
σε τρίτο πρόσωπο η αφήγηση, αναδρομή στο παρελθόν, όταν ήταν στο χωριό κι οι
πλασιέ έρχονταν στο μπακάλικό του, τώρα όλα έγιναν επίταξη από το στρατό, γι’
αυτό τρεις φορές τη βδομάδα είναι αναγκασμένος να έρχεται να γεμίζει δυο
καλάθια, δεν είχε ούτε αυτοκίνητο. Διάλογος Τζιελάλη- Μπεχά. «Γεια σου Μπεχά,
ευχαριστημένος τωρά;» μια αμφίσημη φράση, αν την σκεφτούμε όμως περισσότερο
ίσως αρνητική περισσότερο παρά θετική. Είσαι ευχαριστημένος που ήρθαν έτσι τα
πράγματα και δυσκόλεψαν τη ζωή σου; Ή Είσαι ευχαριστημένος τώρα που ήρθε η μάνα
Τουρκία κι ελευθερωθήκαμε από τους Ρωμιούς; Ίδωμεν.
«Ευχαριστημένος καλό!» του είπε
κοφτά. Ο άλλος συνεχίζει: «Αθθυμάσαι τα λόγια μου;» Στο λεωφορείο. Αναδρομή στο
παρελθόν: Μπεχά και Γιουσούφ, πρώτοι φίλοι και συμπεθέροι, κουτσοπίνουν βεσόπα.
Θα ερχόταν η μητέρα πατρίδα, θα έσφαζαν, θα έπαιρναν από μισό χωριό, ο Γιουσούφ
ήθελε και κομπολόι από τις ρόγες των γυναικών, εγκιβωτισμένη αναδρομή στην
αναδρομή, ο Γιουσούφ με κομπολόι αλλά από αποξηραμένες κεφαλές μικρών πουλιών…
αλλαγή της γραφής σε πλάγια.
Τράνταγμα λεωφορείου, ο Γιουσούφ
είναι ήδη πεθαμένος, δεν είδε τη μεγάλη πατρίδα να έρχεται. Αυτός, άλλη αναδρομή, η εισβολή, πήρε μέρος με
την ομάδα του Τεκίν, πρωτοπαλίκαρου της ΤΜΤ, περιγραφές σκοτωμών,
αιχμαλωτισμένων, με ένα κρυφό μίσος, μάλλον ο εαυτός του ενδιαφέρει. Η αναδρομή
συνεχίζεται, άλλη σκηνή, ο Τούρκος αξιωματικός συγκεντρώνει τους
εγκλωβισμένους, τους στήνει στον τοίχο, τι να τους κάνει, «Να τους σκοτώσεις!»
ευθύς λόγος, παραστατικότατα, «χέψινις; Όλους; Χέψινις» διάλογος.
Η Νερίμ όμως γυναίκα του Μπεχά με
άλλες χανούμισσες εναντιώνονται. Η Νερίμ τον τράβηξε άγρια στο σπίτι, τρίτο
πρόσωπο. Πότε η Νερίμ έμαθε να τραβά άγρια τον άντρα της; Τριτοπρόσωπη σκέψη του Μπεχά. Μεγάλη η τέχνη
σου Ρήνα Κατσελλή. Ζωντανή η θεατρική σκηνή μπροστά μας. Η Νερίμ, η φωνή της
δικαιοσύνης, ο Μπεχά της ανδρικής κυριαρχίας, πάει να σηκώσει χέρι, τον αρπάζει
ο εγγονός Ερόλ, η προσωποποίηση της ειρήνης, μακριά από όπλα. Διάσπαση στην
οικογένεια, η Νερίμ φεύγει μαζί με τον Ερόλ με το αυτοκίνητο του Μπεχά.
Το λεωφορείο συνεχίζει το ταξίδι.
Ξανά η αναδρομή στο παρελθόν. Φευγάτοι η γιαγιά κι ο εγγονός. Στην Κερύνεια το
πλιάτσικο, οι νεκροί. Άλλες εγκιβωτισμένες ιστορίες, πριν έρθει η μητέρα
πατρίδα, τα όνειρα του Μπεκίρη για την αρπαγή του πλεούμενου του Αρρή, του
Αντρέα Καριόλου.
Το λεωφορείο συνεχίζει το ταξίδι,
Σεπτέμβρης 74, με αδρές πινελιές το ωραίο τοπίο, ο νους ξανά στους νεκρούς, «τους
νεκρούς τους έλουσαν ασβέστη και τους έθαψαν, ξεβρώμισε ο τόπος…»
Τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα
περίμεναν, δεν πήραν όσα ονειρεύονταν, μόνο ο αρχηγός , της ΤΜΤ της περιοχής, και τα σπίτια σε
ξένους… Στάση το λεωφορείο, κατεβαίνει. Ο Τζιελάλης προθυμοποιείται να τον
πάρει στο χωριό, άμεσος διάλογος, ο παντογνώστης αφηγητής αναλαμβάνει την
αφήγηση και για τους δυο. Φτάνουν στον προορισμό, διάλογος άμεσος, ο Τζιελάλ
ξέρει, η Νερίμ σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο εγγονός στο Λονδίνο για
σπουδές μουσικής, πολλή λύπη στην οικογένεια. Στο μαγαζί. Ο Tζιελάλης ξετρυπώνει μια μπουκάλα βεσόπα
από το διπλοκάμπινο, τέλος ο γρίφος. «Θυμάσαι τα λόγια μου; Είπα σου´ τώρα που
ήρθε η μητέρα πατρίδα, εμείς θα περάσουμε χειρότερα που τους Έλληνες΄ η μητέρα
πατρίδα ήρθε για τον εαυτό της όχι για μας! Για τούτο θα προσπαθήσει να μας
ξιλείψει’» “ Χέψινις;” “ Χέψινις”
Το δεύτερο μέρος με γενικό τίτλο Ξενοδοχείο
Dome
Κερύνεια 1974-75 περιλαμβάνει πέντε διηγήματα: Ισότητα, Ευτυχισμένες μέρες- Νικολάκης, ‘Επιθεωρηση’
σπιτιού, Καλή ψαριά οι προσφυγούλες, Οι
κουμπάροι.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με
διαλόγους όπου δει το πρώτο διήγημα Ισότητα μεταφέρει στις πρώτες
μέρες μετά την τουρκική εισβολή στην Κερύνεια, με τη ματιά και την αφήγηση ενός
συνδικαλιστή της αριστεράς, που προβληματίζεται αν όντως τώρα υπάρχει ισότητα
στη μικρή κοινωνία των εγκλωβισμένων στο ξενοδοχείο Ντόουμ, όπως τη διδασκόταν
στα ακτίβ. Περισσότερο όμως ζούμε τις πρώτες μέρες της σκλαβιάς. Μια μακρόσυρτη
λύπη, βαρύ κλίμα, ψήγματα ανατροπών στη ζωή και στις αντιλήψεις όλων.
Ευτυχισμένες μέρες-Νικολάκης
Ο Νικολάκης εγκλωβισμένος με τη
μάμμα του στο Ντόουμ, υπάλληλος Τράπεζας, βρίσκει μέσα στο ξενοδοχείο τον εαυτό
του, τον αποδέχονται, τον σέβονται, ακούν τη γνώμη του στην επιτροπή, βοηθά
τους πάντες, ένα κλεισμένος στον εαυτό του σαραντάρης είδε την αλλαγή μέσα του
και δε θέλει να φύγει από το ξενοδοχείο. Ανάμεσα στις σκέψεις του, υποκριτικές μάλλον, πως δεν θα ήταν σωστό να υπογράψει για να
φύγει, σαν να παρέδιδε το σπίτι του με την υπογραφή του στους Τούρκους. Η μάμμα
όμως προτρέπει την υπογραφή και απελευθέρωση. Τέλος, φτάνει επιστολή από την
Τράπεζα: δεν πρόκειται να συνεχίσει να πληρώνει, αν δεν παρουσιαστεί στη
δουλειά. Πάλι τα ίδια και χειρότερα θ’ αρχίσουν.
Στην ανηφόρα του βουνού, πριν το
στρίψιμο, όπου το βουνό κατηφόριζε προς το εσωτερικό του νησιού, κοίταξε πίσω
του την αγαπημένη του πόλη να απλώνεται δίπλα στη θάλασσα και η ματιά του από
το κάστρο προχώρησε δυτικά και είδε καθαρά το ξενοδοχείο των εκατόν εβδομήντα
τριών δωματίων και των τριακοσίων κλινών και το πλάκωμα μέσα του έγινε αφόρητο.
Για να το ελαφρώσει έβγαλε βαθύ αναστεναγμό αναπολώντας τη ζωή που έζησε σε
αυτό. «Ευτυχισμένες μέρες!..» ψιθύρισε. «Τι είπες Νικολάκη» τον ρώτησε η μάμμα
του. Δεν βρήκε τη δύναμη να της απαντήσει. Της πήρε μόνο το χέρι και της το
έσφιξε, όπως όταν δίνουμε συλλυπητήρια στις κηδείες.
‘Επιθεώρηση΄ σπιτιού
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Ρεσβάνης,
αστυνομικός στο Ντόουμ, υπάγεται στον Μουσταφά, άμεσος ο λόγος της κόρης του,
θέλω να γίνω γιατρός! Ἀμεση προσταγή του Μουσταφά, πάρε τον κύριο Φώτη να
επιθεωρήσει το σπίτι του, διάλογος Ρεσβάν Φώτη
Αναδρομή στο παρελθόν σε τρίτο
πρόσωπο, η ζωή του, οι Έλληνες φίλοι του, ο Σωτήρης που τον έβαλε στη δουλειά
του εργολάβου πατέρα του, χρονολογική σχεδόν σύλληψη των γεγονότων,
επικουρικός, ύστερα νόμιμος αστυνομικός της Δημοκρατίας, 1963, διαταγή από την
Τουρκία να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, γίνεται υπεύθυνος σταθμού, διαμένει
στο Καζάφανι.
Φτάνουν στον προορισμό. Ο Φώτης
το μόνο που παίρνει τα σκούρα γαλάζια τετράδια της θείας του. Καταλαβαίνετε. Και
ευχαριστούμε. Ένα τσιγάρο, άλλη εγκιβωτισμένη πρόσφατη ιστορία, ο Ρεσβάνης
συνοδεύει τούρκο αξιωματικό, βλέπει ανάμεσα σε αιχμαλωτισμένους το φίλο του
Σωτήρη, του αφήνει ένα τσιγάρο, του κοστίζει την υποβάθμιση. Το βάρος όμως
είναι η κόρη. Ο Φώτης σπουδασμένος της Αγγλίας μπορεί να συμβάλει στην
απελευθέρωση του Ρεσβάνη από το βάρος. Η Αγγλία είναι καλή για σπουδές. Έτσι η
κόρη του θα απαλλαγεί από το ρεμάλι τον τούρκο αξιωματικό που την πολιορκεί και
θα απομακρυνθεί από αυτή την κατάσταση που προκλήθηκε με την εισβολή στον τόπο. Ένα κόσμημα που δόθηκε στο Ρεσβάνη
από τον Φώτη επιστρέφει στην παλάμη του Φώτη με ένα μεγάλο ευχαριστώ. Εν
εντάξει. Ποιος λύτρωσε ποιον.
Καλή ψαριά οι προσφυγούλες
Ένας ξακουστός ψαράς, στο Ντόουμ,
ψαρεύει αρκετές προσφυγούλες, για να τις γλεντήσει το βράδυ κρυφά με φίλους και
καλό κρασί. Θυμούνται περασμένες ευτυχίες ενώ ένας ενενηντάρης συνεχώς ρωτά
πότε θα πάει στο σπίτι του. Η συγκίνηση, προσωπική περισσότερο, διαπερνά και
τους αναγνώστες στο τέλος του διηγήματος, με την προϋπόθεση πως ξέρουν τι
σημαίνει Κατσελλής.
«Ακόμα και ο Κωστής εκείνο το βράδυ
ονειρεύτηκε πως ήταν Κυριακή και αυτός μικρός έπαιζε με τα πολλά ξαδέλφια του
στην βεράντα του ξενοδοχείου κάτω από τα στοργικά βλέμματα του παππού και της
γιαγιάς.»
Οι κουμπάροι, 1975
Τελευταίο διήγημα της συλλογής. Το πραξικόπημα, η ΕΟΚΑ Β, η
χούντα, οι χουντικοί κι όσοι στάθηκαν αφορμή για την τουρκική εισβολή έρχεται
ώρα μετά το κακό, να αντιμετωπίσουν τη δίκαιη επιθετικότητα των παθόντων.
Παλιοί φίλοι συγκρούονται, ο χρόνος όμως απαλύνει τις πληγές, τα ξαναβρίσκουν.
Στο Ντόουμ οι χουντικοί αυτοαπομονώνονται, τους έπαιρναν φίλοι το φαγητό στο
δωμάτιο. Οι κουμπάροι από το Ντόουμ είχαν μεταφερθεί στο Πελαπαϊς
εγκλωβισμένοι.
Η Αθηνά κι ο τυφλός Κλεάνθης μακαριακοί, η Άννα κι ο
Πορφύρης γριβικοί, στην αρχή όταν βρέθηκαν στο ξενοδοχείο η Αθηνά τους επιτέθηκε,
τώρα όμως μεταφέρονται, τους έδωσαν σπίτια προσφυγοποιηθέντων Πελαπαϊσιωτών. Κοινή
η τύχη και το μέλλον αόρατον. Είναι ώρα όμως να επισκεφθεί πια η Αθηνά κι ο
Κλεάνθης την Άννα και τον Πορφύρη.
Διαβάζω: Η μεγάλη ξύλινη πόρτα του ψηλού τοίχου ήταν διάπλατα
ανοιχτή. Ο Πορφύρης και η Άννα τους περίμεναν όρθιοι σ το κέντρο της εσωτερικής
μικρής αυλής του σπιτιού. Η Αθηνά περνώντας το κατώφλι ήταν σίγουρη πως η
ύπαρξή της , όπως και αυτών, περνούσε από τα γήινα σε μια άλλη διάσταση, όπου
τα πάντα σίγουρα θα ήταν πολύ διαφορετικά, γεμάτα φως και ηρεμία.
«Καλημέρα, Πορφύρη», ξεστόμισε λέγοντας αργά το όνομά του
καθώς του έσφιξε το χέρι, πριν να πέσει στην ανοιχτή αγκαλιά της Άννας, όπως
παλιά.