Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΨΗΓΜΑΤΑ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ ΡΗΝΑΣ ΚΑΤΣΕΛΛΗ

3   ΡΗΝΑΣ ΚΑΤΣΕΛΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ 2
Κυρίες και κύριοι,
Τύχη αγαθή έλαχε σε μένα να παρουσιάσω το έργο της Ρήνας Κατσελλή στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Νέα Εστία για την Ελληνική Λογοτεχνία της Κύπρου. Και έτσι είδα και έμαθα ή είδα και θαύμασα.
Θαύμασα τον άνθρωπο που δεν άφησε στιγμή της ζωής του ανεκμετάλλευτη, που αφιερώθηκε στη συγγραφή για την Κερύνεια , έργο παντός είδους, πεζό, μυθιστόρημα, διήγημα, βιογραφίες, ποίηση, θεατρικά. Ίσως η ίδια να ξέρει και να συνειδητοποιεί πόσα ακόμα έχει να γράψει, γι’ αυτό και συνεχίζει ακάθεκτη. Καλώς. Ο Θεός να της δίνει χρόνια και δύναμη.
Λέγοντας Ρήνα Κατσελλή εννοεί κανείς βασικά Κερύνεια. Πλήρης ταύτιση ανθρώπου και πόλης, ψυχή τε και σώματι, αφού παρέχεται η εντύπωση πως κάθε κύτταρο της συγγραφέως είναι υπερπλήρες Κερύνειας, ώστε να ξεχειλίζει στις σελίδες των βιβλίων της. Που δεν είναι λίγα. Παρελθόν, παρόν, μέλλον, σε κάθε έργο της, αναδρομές στο παρελθόν που το βιώνει και αυτή και ο αναγνώστης ως παρόν, τόσο ζωντανές σκηνές που χαράζονται στη μνήμη του καθενός. Και σκοτεινές στιγμές, που δεν ξέρουμε οι περισσότεροι.
Δεν είναι όμως ο χρόνος μόνος, είναι και ο τόπος. Αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια την κάθε ψηφίδα που αποτελεί τη γεωγραφία της Κερύνειας, αλλά και την πνευματική της γεωγραφία. Τόση γνώση, άρα τόση αγάπη. 
Διαβάζοντας κανείς το έργο της Ρήνας Κατσελλή δεν έχει ανάγκη να καταφύγει ούτε σε λεξικά ούτε σε εγκυκλοπαίδειες. Αυτό σημαίνει πλήρες έργο. Τα πάντα εξηγούνται, ερμηνεύονται, ο αναγνώστης εξέρχεται σοφός από την πείρα της συγγραφέως, τις γνώσεις, τη συγγραφική της δύναμη. Κι  όσο περισσότερο την διαβάζει, τόσο περισσότερο κάθε λέξη και φράση, κάθε πρόσωπο και τόπος πληρούνται, γιατί το ένα έργο συμπληρώνει το άλλο κι ο αναγνώστης κερδίζει τον πλήρη κόσμο της.
###Διαβάζω τον Ευριπίδη τον Αθηναίο, του Γιώργου Σεφέρη. Είδε τις φλέβες των ανθρώπων       σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια’                                               προσπάθησε να το τρυπήσει.                                                                                                           
Eρώτημα: Γιατί ο Γιώργος Σεφέρης περιέλαβε στη συλλογή του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν…» αυτό το ποίημα; Μήπως κι ο ίδιος, όπως ο Ευριπίδης, ανάβλεψε με την επίσκεψή του στην Κύπρο και κατάλαβε τον παλιό δόλο των θεών; Μήπως κι η Ρήνα Κατσελλή στον ίδιο δρόμο βαδίζει, έχει συλλάβει τον παλιό δόλο των θεών;  
Το μεγάλο δηλαδή σχήμα καταρτίζεται από τους ισχυρούς της γης κι οι καθημέραν μικροί δεν είμαστε παρά τα θύματά τους;
Αυτά προβληματίζουν τον αναγνώστη των Ψηγμάτων Ανατροπών. 
Μέσα από τα Ψήγματα Ανατροπών ζούμε το τραγικό, όχι μόνο των Κερυνειωτών αλλά και της γενικότερης ανθρώπινης ύπαρξης, κι εξερχόμαστε διά της μνήμης  κεκαθαρμένοι.
Οι τίτλοι των δύο βιβλίων , Ψήγματα Ανατροπών, με το Α στον τίτλο αντιστραμμένο, εκεί παραπέμπουν: στην τραγωδία, και συγκεκριμένα στην περιπέτεια. Ἔστι δὲ περιπέτεια  ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολὴ,  κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ    ἀναγκαῖον, ἀναγνώρισις δέ, η ἐξ ἀγνοίας εἰς γνῶσιν μεταβολή. 
Ήδη με τον τίτλο Ψήγματα Ανατροπών έχει κυκλοφορήσει ο πρώτος τόμος, το 2015:
Όπως γράφει στο αυτί του εξωφύλλου «Ο κόσμος μας ανέκαθεν ήταν και είναι μια συνεχής ανατροπή. Μερικά ψήγματα ανατροπών που συνέβησαν στην Κύπρο μεταξύ των χρόνων 1945- 1973 δίνει σε μορφή διηγημάτων η Ρήνα Κατσελλή σε αυτό το βιβλίο. Εννιά διηγήματα, το καθένα τους μια ανατροπή, που αναστατώνει τη ζωή των απλών ανθρώπων, τους βγάζει έξω από τα σχέδια, τους προγραμματισμούς τους, τους κάνει να αλλάξουν συμπεριφορές και μερικές φορές δίνει ένα αναπάντεχο τέλος στην ίδια τη ζωή τους. Έρχεται μάλιστα η ίδια να δώσει περιληπτικά την υπόθεση των εννέα διηγημάτων της και να αναλύσει την έννοια της ανατροπής , όπως και εξηγεί τη σημασία της λέξης ψήγματα.
Ψήγμα- ψήγματα= λεπτότατο κομμάτι μετάλλου, τρίμμα, ρίνισμα, απόξεσμα, περικόμματα χαρτιού και ξύλου (ροκανίσματα). Από το αρχαίο ρήμα ψύω ψω= τρίβω, ό τι προέρχεται από τριβή και απόξεση κτλ.
Το γενικότερο περιεχόμενο των διηγημάτων αποτελεί ένα κερυνειώτικο σύμπαν,  ολοκληρωμένο, σφαιρικό,  που περιλαμβάνει τα πάντα.  
ΓΛΩΣΣΙΚΑ η χρήση των κυπριακών λέξεων προσδίνει την άμεση τοπικότητα στα διηγήματα και η εξήγησή τους στις υποσημειώσεις βοηθούν στον εμπλουτισμό του λεξιλογίου πολλών. Ο αναγνώστης ακούει και διαβάζει την κυπριακή διάλεκτο, ρυθμισμένη στα μέτρα της συγγραφέως, που αποδίδει σ’ ένα αμάλγαμα το τραχύ με το οικείο, το ζωντανό με το μουσειακό, το παραστατικό με το απόμακρο.
Το πρώτο βιβλίο, τα Ψήγματα Ανατροπών, αποτελείται από εννέα διηγήματα:
 Πρώτο, Ο Διονύσης 1945.
Στο 2ο, 3ο, 4ο, πρωταγωνιστεί η ίδια οικογένεια, στην Κερύνεια.  
Με το διήγημα Κυριακή της Τυρινής μπαίνουμε στο 1955-59, με τα κέρφιου των άγγλων, τους βασανιστές ανακριτές , τις ενέδρες που έστηναν οι αντάρτικες ομάδες και την προσπάθεια κατασκευής κρησφυγέτων.  
Στα δυο τελευταία με ήρωες τουρκοκύπριους, το ένα συνδέεται άμεσα με το φονικό των Κοντεμενιωτών ενώ  το τελευταίο αποτελεί μια προεισαγωγή στο 1974.
Σοφά διατεταγμένα.
Λίγα δείγματα.
“Ο Διονύσης”.
Ο Κύριλλος, μικρός τεσσάρων πέντε χρόνων με πολλή αγάπη στις μηχανές θέλει να γνωρίσει τη μηχανή νερού που βρίσκεται σε λάκκο με στέγαστρο.
Η Βασιλού, η μισταρκίνα, για να τον απομακρύνει από το λάκκο θέλει να του προκαλέσει φόβο λέγοντάς του πως εκεί μέσα βρίσκεται ο Διονύσης που τρώει μωρά.
Ο Κύριλλος ως πάσχον πρόσωπο προσπαθεί να αποβάλει το φόβο, η Βασιλού όμως τον επαυξάνει με μακρόσυρτο τραγούδι για τον άι Γιώρκη.
Ο Κύριλλος στην εκκλησία παρατηρεί το κοντάρι του αγίου και φτιάχνει το δικό του, το «μουττερό».
Η πλοκή οδηγείται στην κορύφωση όταν η Βασιλού πείθει μια μικρή μισταρκίνα να εμφανιστεί ως Διονύσης, κάνοντας γύρους σαν ένα καφετής όγκος στο λάκκο μουγκρίζοντας. 
Ο καταπιεσμένος συναισθηματικά Κύριλλος ορμά με το μουττερό του και καταφέρει πλήγμα στην άτυχη Μαρουλλού.
Ο Κύριλλος ως δρων πρόσωπο οδηγείται στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Η μεταβολή από την άγνοια στη γνώση οδηγεί και στην αυτογνωσία, μια εμπειρία που οδηγεί σταδιακά στην ωρίμανση.

Ακολουθεί μια τριάδα διηγημάτων με ήρωες την ίδια οικογένεια, την οικογένεια Λεοντή, με βασικό σχήμα τη διάσπαση και την επιζήτηση της ενότητας, «ίνα πάντες εν εσμέν.»
Το οικογενειακό όλον εκπροσωπεί η mater familias που βλέπει την οικογένειά της να διασπάται λόγω των δημαρχιακών εκλογών δεξιών- αριστερών.
Άλλο αίτιο διάσπασης είναι η ξενιτιά.
Η θεραπεία για το πρώτο είναι η συνάντηση της μάνας- γιαγιάς με τα συγκεντρωμένα μέλη της οικογένειας της άλλης παράταξης.  Η ξενιτιά μπορεί να αποφευχθεί με ένα γάμο.

Το διήγημα «Ο μεθυσμένος του γάμου» συνεχίζει με την ίδια οικογένεια και στο ίδιο μοτίβο της διάσπασης, αφού ο γιος Λεοντής διαδέχεται τη μάνα του που πέθανε και με κάθε τρόπο προσπαθεί να φέρει την ομόνοια στη διασπασμένη σε αριστερούς και δεξιούς οικογένεια. Ο Λεοντής για να επιτύχει τη συνένωση των μελών της οικογένειας προσποιείται τον μεθυσμένο που προσκαλεί τους συγγενείς να χορέψουν όλοι μαζί



Με τον αγώνα του 1955-59 μια άλλη γενικότερη ανατροπή παρουσιάζεται.
Όπως γράφει η ίδια στο τελευταίο διήγημα «Ο Μουσταφάς»   Τη δεκαετία του πενήντα όμως , άλλες δυνάμεις άρχισαν να ορίζουν τις ζωές των απλών ανθρώπων. Οι Έλληνες του νησιού το 1955 κήρυξαν αντιαποικιακό αγώνα. Οι Εγγλέζοι τότε υστερόβουλα, με έξυπνους ελιγμούς, έσπειραν ζιζάνια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που ως τότε ζούσαν ειρηνικά μαζί. Τελικά, επίσημα πια, η Τουρκία διέταξε να χωρίσουν οι Τούρκοι από τους Έλληνες σχεδιάζοντας να διχοτομήσουν το νησί…»
Στο διήγημα «Κυριακή της Τυρινής» ο σχολιαστής, ένας από τους ομοτράπεζους, αποφαίνεται: «Ποδά τζιαι να πάει τίποτε  εν θα ένι το ίδιον! Εκόπην ο τζαιρός στα δκυο’ ο κόσμος μας εν θα ένι ο ίδιος όπως πρώτα!»…
Ένας κόσμος ηθών και εθίμων εν πολλοίς καταρρέει. Μόνο όσοι τα έζησαν αντιλαμβάνονται τη σημασία τους.
Ένα από τα πιο ωραία διηγήματα του πρώτου τόμου των Ανατροπών είναι «Η καμπαρτίνα». Θυμίζει τον Ντεκάρτ, (cogito ergo sum-αμφιβάλλω άρα υπάρχω) που μας λέει, «βλέπω από το παράθυρο παλτά και καπέλα να κυκλοφορούν, αμφιβάλλω όμως αν είναι αλήθεια όσα τα μάτια μου δείχνουν. Σκέφτομαι λοιπόν ότι είναι άνθρωποι.»
Άλλο το φαίνεσθαι, άλλο το είναι.
΄Ενας εγγλέζος ανακριτής βρίσκεται με άδεια στο ξενοδοχείο στην Κερύνεια.
Συναντά έναν άγγλο δημοσιογράφο.
Οι αλλαγές του καιρού, αλκυονίδες μέρες, επέτρεπαν την απόλαυση, ξαφνικά όμως έρχεται βροχή.
Ο ανακριτής, γνωστός για τις μεθόδους του, υποπτεύθηκε πως τον παρακολουθούσαν μέλη της οργάνωσης.
Ο δημοσιογράφος πρέπει να πάρει την εφημερίδα του από το περίπτερο.
Νυχτώνει, βρέχει, ο ανακριτής του προτείνει να του δώσει το καπέλο και την καπαρτίνα του.
Στη γωνιά του δρόμου, ακούονται πυροβολισμοί.
Σκότωσαν το δημοσιογράφο αντί τον ανακριτή.
Ο ανακριτής επιστρέφει στο ξενοδοχείο.
Επιλογικά: «Όσο για το δημοσιογράφο; Bad luck! Ατυχία!»

Στα περισσότερα διηγήματα που παρουσιάζουμε δεν υπάρχει απλή ευθύγραμμη αφήγηση, αλλά, όταν ο χρόνος είναι ανάγκη να επιβραδυνθεί, δίνεται ευκαιρία στη συγγραφέα να φωτίσει τον ήρωά της με εγκιβωτισμένες ιστορίες, με ανάληψη, αναδρομή στο παρελθόν, ή πρόληψη, σχεδιασμό του μέλλοντος, ή περιγραφές.

Στο κείμενο Η Τρίτη εκτέλεση 1957 ο ήρωας, αγωνιστής της ΕΟΚΑ με την ομάδα του σε μια ενέδρα, βρίσκεται μόνος ύστερα από τραυματισμό του σε ένα πρόχειρο κρησφύγετο- εκκλησάκι.  Θυμάται δυο εκτελέσεις καταδοτών και μια άλλη ενέδρα στην οποία μετέσχε.
Ο όλος αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν μια ανατροπή και μέσα σ’ αυτή τη γενική εντάσσονται μερικότερες ανατροπές στη ζωή των ηρώων των διηγημάτων.
Ο αντάρτης ετοιμάζεται για την τρίτη εκτέλεση, σημαδεύει τον άγγλο στρατιώτη που βρίσκεται ακριβώς απέναντί του έξω από το πρόχειρο κρησφύγετο, οι σφαίρες όμως των άγγλων στρατιωτών τον προλαβαίνουν.

Ένα από τα πιο σημαδιακά για την εποχή διήγημα είναι Το κρησφύγετο του Φουντζιού με προμετωπίδα ένα μικρό κείμενο του ήρωα Κυριάκου Μάτση για το δίκαιο, την πίστη σ’ αυτό και την ηθική τελειότητα.
Θέμα του διηγήματος  μια πτυχή του αγώνα της ΕΟΚΑ.  Κείμενο  πλήρες ανθρωπιάς και γνήσιου πατριωτισμού, με την ηγετική φυσιογνωμία του ήρωα, τις κακουχίες των απλών ανθρώπων και το όλο πατριωτικό ήθος και ανωτερότητα της εποχής.

Μια ομάδα διηγημάτων έχουν πρωταγωνιστές Τουρκοκύπριους.
Οι ερωτικές σχέσεις Ελληνίδων- Τούρκων έστω και ασύνηθες φαινόμενο, δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να αποδειχτεί και πάλι πως ο έρως είναι «ανίκατος μάχαν» αλλά και να γνωρίσουμε ή να επιβεβαιώσουμε τα σχέδια της Τουρκίας και της Αγγλίας που εφαρμόζονταν από τη δεκαετία του 50.
Τα διηγήματα δεν είναι βέβαια για να μαθαίνουμε Ιστορία, αλλά η εποχή είναι διάσπαρτη από γεγονότα ιστορικά  και η Ρήνα Κατσελλή όντως ο παντογνώστης συγγραφέας.
Το διήγημα Ον Ντίνα 1958 έχει θέμα τον παράνομο έρωτα της Ντίνας, παντρεμένης με το Λουκή, και του Ριφάτ, ο οποίος αποδεικνύεται συνεργός στο μαζικό φονικό των Κοντεμενιωτών.
Έγκυος το παιδί του, η Ντίνα αποφασίζει να το κρατήσει Έλληνα Χριστιανό,
και στην παρατήρηση του Ριφάτ πως είναι κκισμέτι η αγάπη τους, η Ντίνα απαντά «εγώ αλλάσσω το κισμέτι αν δεν μείνεις μακριά».
Ο Ριφάτ επιβεβαιώνει πως μόνο η Ντίνα είναι το κκισμέτι του.
Ο έρως ενώνει, οι εθνικοί προσανατολισμοί χωρίζουν, και ο άνθρωπος αναλαμβάνει τη μοίρα στα χέρια του. Κατά δύναμιν. Άλλα οι μεγάλοι κελεύουν.



Τελευταίο διήγημα του πρώτου βιβλίου των Ανατροπών Ο Μουσταφάς 1973,  ένας μουσουλμάνος πεταμένος από τους δικούς του, μέθυσος κωφάλαλος, που διασώζει ο πατέρας της Μαρίνας, Σωκράτης, δίνοντάς του τόπο να διαμένει.
Ως άλλος Ελπήνωρ κατατσακίζεται στο μεθύσι του απάνω.
Όμως αυτό γίνεται αφορμή να γνωριστεί με εγγλέζες που τον μετατρέπουν σε πραγματικό αριστοκράτη.
Η Μαρίνα βρίσκεται στο ξενοδοχείο για  να ετοιμάσει το γάμο της. Συγκινητική η συνάντησή της με τον Μουσταφά.
Όμως οι Τούρκοι αποφάσισαν να χωρίσουν από τους Έλληνες, σχεδιάζοντας να διχοτομήσουν το νησί, και τότε θυμήθηκαν πως ο βωβός ήταν Μουσταφάς.
 Ήρθαν και τον έπιασαν και τον ανάγκασαν να πάει να μένει με την αδελφή του στο Καζάφανι.
Κι ενώ η Μαρίνα νιώθει σίγουρη για τη ζωή της, η συγγραφέας προβάλλει στο μέλλον την ανατροπή:
«Δεν μπορούσε να υποπτευθεί πως από την επόμενη χρονιά θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής της πρόσφυγας, διωγμένη από το σπίτι και τη μικρή της πόλη, με δυο αδέλφια σκοτωμένα από τα τουρκικά στρατεύματα που θα έκαναν εισβολή στο νησί.»


Έτσι τελειώνει το πρώτο βιβλίο, για να δώσει τη σκυτάλη στο δεύτερο, με διηγήματα από το 1974 και 1975, στην Κερύνεια και στο ξενοδοχείο Ντόουμ.
Το 1974 φέρνει στο προσκήνιο ό, τι υπήρξε τόσα χρόνια στο παρασκήνιο.
Η σύγκρουση πρώτα είναι εσωτερική,
οι ενωτικοί ή χουντικοί ή εοκαβητατζήδες, οι αντιμακαριακοί εναντίον των άλλων,
των ανθενωτικών, δημοκρατικών, υπερασπιστών της νομιμότητας, μακαριακών.
Η συγγραφέας, ως ο παντογνώστης αφηγητής, μπορεί να γνωρίζει τα πάντα,
να διακρίνει τις μαύρες σκιές οθενδήποτε κι αν προέρχονται.
Μέσα από αυτή την εσωτερική σύγκρουση θα βρει ευκαιρία το πραξικόπημα να δώσει αφορμή για την εισβολή.

Η άλλη διαίρεση είναι Έλληνες- Τούρκοι, που με την εισβολή θα χαράξει ανεξίτηλα το σώμα και την ψυχή του τόπου και των ανθρώπων του.
Υπάρχει όμως και η σύγκρουση εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, με τους τουρκοκυπρίους σε μεταξύ τους διαμάχη, ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στις επιταγές της Τουρκίας.
Κάτω από αυτές τις γενικότερες ή μερικότερες συγκρούσεις υπάγονται όλες οι επιμέρους, των απλών ανθρώπων. Όντως, πόλεμος πάντων πατήρ.
Η μεγάλη ανατροπή είναι η τουρκική εισβολή που ανέτρεψε τη ζωή όχι μόνο των Ελλήνων της Κύπρου αλλά και Τούρκων. Κι έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε την παράθεση των αποσπασμάτων από τον Ηράκλειτο : Ειδέναι χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην  έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών.   
Επίσης:  πόλεμος πάντων πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους.
Οτιδήποτε και να χε στο νου του ο Ηράκλειτος, για την περίπτωση ταιριάζει, γιατί ο πόλεμος ανέτρεψε τα πάντα και έκαμε τα όσα έκαμε.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Η βινιέτα στο εξώφυλλο και η υπόλοιπη εικονογράφηση είναι αναθηματικά πήλινα αγαλματίδια (τερρα κότα) πολεμιστών αρχαϊκής- κλασσικής περιόδου, μια υπόμνηση ή φιλοσοφική βάση πως αυτά τα πράγματα ο κόσμος τα έζησε χιλιάδες χρόνια πριν και έχουμε την δυνατότητα να ζήσουμε ξανά τις ίδιες ιστορίες, γιατί βρέθηκε ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης, οι τραγικοί να μας τα αιωνίζουν.
Μπαίνουμε στο περιεχόμενο

Παράθεμα. Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ.31
«Πήγες κι εσύ στο φρούριο για να σου δώσουν όπλο;» ρώτησα.
«Ναι!»
«Τι γίνεται με τους κρατουμένους που είχαν εκεί;»
 «Τους είχαν κλειδωμένους και καυγάδιζαν, αν έπρεπε να τους αφήσουν ελεύθερους ή όχι. Αυτοί από τα κλειδωμένα κελιά φώναζαν να τους δώσουν όπλα να πολεμήσουν τους Τούρκους.»
« Μα είναι δυνατό;»…
Γύρω στις έντεκα το πρωί μάθαμε τα πρώτα παράξενα πράματα: στο φρούριο τα αντιαεροπορικά ήταν λειψά. Κάποιος τους είχε αφαιρέσει εξαρτήματα…
Κλείνει το παράθεμα.






Το πρώτο διήγημα Εξόφληση χρεών, 1974.
Στο κάστρο της Κερύνειας είναι φυλακισμένοι από τους πραξικοπηματίες πολλοί μακαριακοί, ενώ πάνωθέ τους περνούν και πολυβολούν τα τουρκικά αεροπλάνα. Ανάμεσά τους ο Αντρέας, αστυνομικός, που ξέρει πολύ καλά τα σχέδια των Τούρκων, γιατί υπηρετούσε στις μυστικές υπηρεσίες του κράτους. Ζητούν να τους ανοίξουν και να τους  ελευθερώσουν μη σκοτωθούν από τα τουρκικά πυρά.
Αναλαμβάνει να πυροβολήσει την πόρτα ο Απόστολος Κουταλιανός, παλιός φίλος και συναγωνιστής τον καιρό της ΕΟΚΑ του Ανδρέα, που όμως βρέθηκε στην παράταξη των πραξικοπηματιών.
Ελευθερώνονται, και ανακαλύπτουν σιγά σιγά πως τα πάντα είναι προδομένα, γι’ αυτό ο Κουταλιανός καλεί τον Ανδρέα να πάρει τις οικογένειες και των δυο  και να φύγει να σωθεί, ενώ ο ίδιος έχει να πληρώσει τα λάθη του.
Πώς πορευόμαστε από την άγνοια στη γνώση; Πώς ο Απόστολος Κουταλιανός ενώ νόμιζε πως η επιτυχία του πραξικοπήματος θα έφερνε καλό στον τόπο, οδηγήθηκε σταδιακά στην αλήθεια πως τα πάντα ήταν προδομένα και θα ακολουθούσε η καταστροφή;
Ένα διήγημα με πλοκή, δέση, κορύφωση και λύση, με ταυτόχρονη αναγνώριση και από τους δυο της μεγάλης προδοσίας εις βάρος της Κύπρου,
τα όπλα στα φυλάκια στο κάστρο δεν λειτουργούν, η τορπιλάκατος λείπει με δικά τους παιδιά μέσα, ο διοικητής του στρατοπέδου το πρόδωσε,  με αναδρομές στο παρελθόν, συγκίνηση και συγκινητική αφιέρωση στους νέους που είχαν συμπληρώσει τη θητεία τους και ειδικά στους δυο νέους της Κερύνειας, Φοίβο Φιερό και Χρίστο Καρεφυλλίδη.
Ύστερα από την ανάβλεψη, ο Κουταλιανός θα πολεμήσει και θα πληρώσει με τη ζωή του την άγνοιά του για τα σχέδια της χούντας.

Παράθεμα. Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ.47.  Μιας Αγγλίδας της χτύπησαν την πόρτα, και, σαν άνοιξε, άδειασαν το αυτόματο πάνω της.
Welcome 1974
Η Έβελυν αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο όσα συμβαίνουν την ημέρα εκείνη της εισβολής, με τις πτήσεις των αεροπλάνων και ελικοπτέρων, με τις ειδήσεις από το BBC να επιβεβαιώνουν και πριν την ώρα της την κατάληψη της Κερύνειας.
Παρατηρεί τη Γερτρούδη, που παίρνει το λόγο και μιλά επίσης σε πρώτο πρόσωπο. Από τα λόγια της φαίνεται φιλότουρκη. Με την κατάπαυση του πυρός οι Τούρκοι συνεχίζουν την προέλαση.
Η Έβελυν σε μια αναδρομή στο παρελθόν αφηγείται πως ήλθε στην Κύπρο για να υπηρετήσει την Γερτρούδη κι έτσι να έχει κάποιο εισόδημα.
Η Γερτρούδη ανυπομονεί να έρθουν οι Τούρκοι. Άνοιξε την πόρτα. Welcome  Welcome  την άκουσα να λέει δυνατά. Και πέφτει από μια ριπή Τούρκου στρατιώτη.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνεχίζεται. Ο ομοδιηγητικός αυτοδιηγητικός αφηγητής επιστρέφει στην Αγγλία αφού η παρ΄ολίγον εργοδότης της πέθανε. Ετοιμαζόμενη να υποδεχτεί τους Τούρκους, έπεσε από τα πυρά τους.
Η συγγραφέας έλυσε κατά τον καλύτερο τρόπο το θέμα του αφηγητή.
Όλα όσα ακούσαμε ήταν από το στόμα της Έβελυν και της Γερτρούδης.
Το φιλότουρκο των εγγλέζων βγήκε άμεσα από το στόμα μιας ηρωίδας του διηγήματος. Η συγγραφέας στάθηκε όσο το δυνατόν μακράν. 

Με τον γενικό τίτλο Λεηλασία εκ των έσω πρώτον Ο Ισμαϊλης, δεύτερον Εσάτ, τρίτον Το κλεφτρόνι, έχουμε τρία στη σειρά διηγήματα. Κοινό τους χαρακτηριστικό, το τι επακολούθησε την τουρκική εισβολή.
‘Όπως λέει κι ο Θουκυδίδης, « ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, καὶ τὸν πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο, οὐκ ἔχοντός πω αἰσχύνην τούτου τοῦ ἔργου, φέροντος δέ τι καὶ δόξης μᾶλλον·»  
Και στο κάτω κάτω αυτά είναι
«τα  γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν  αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ.»
 Λεηλασία λοιπόν εκ των έσω.
Η Ρήνα Κατσελλή δεν ψέγει, δεν τοποθετείται εθνικιστικά, έχει την ανοχή του ανθρώπου που ξέρει, που φιλοσόφησε.
Στα δυο πρώτα διηγήματα με πρωταγωνιστές τουρκοκύπριους παρατηρούμε πως τα σχέδια διαμοιρασμού των περιουσιών των ελληνοκυπρίων ήταν κοινός τόπος γι’ αυτούς από τη δεκαετία του 50. Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εμφανίστηκαν και τα ψήγματα των ανατροπών.
Παράθεμα. Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ. 46. 2/8/1974
Στην Κερύνια οι Τούρκοι αδειάζουν τα σπίτια από το κάθε τι και στέλλουν με πλοία τα νοικοκυριά μας στην Τουρκία.


Στο διήγημα.           
Ο Ισμαϊλης ζει σε μια πόλη που δεν είχαν ποτέ προστριβές οι σύνοικοι.
Με την εισβολή άλλαξαν τα ήθη των ανθρώπων, σκοτωμένοι στους δρόμους κι η κλοπή δεν θεωρείται κλοπή.
«Ποιοι αννοίξαν τα σπίδκια τζαι εκλέψαν πράματα; Ρώτησε η Περβίν.
«Εν τα εκλέψαν, ενι δικά μας τωρά ούλλα. Ούλλα!».
Στο μυαλό του το σπίτι του αφεντικού του, του Μιχάηλου. « Πρώτα θα έπαιρνε ό, τι μπορούσε από το σπίτι, ύστερα ήταν και το μπαρ κάτω στο λιμάνι. Η κατάσταση άλλαξε, ήρθαν τα πάνω κάτω. Δεν μπορούσε τάχα να ήταν δικό του και το μπαρ; Τη δουλειά τόσα χρόνια σε αυτό την ήξερε. Πρώτα πρώτα όμως έπρεπε να γεμίσει το διπλοκάμπινο και ύστερα τα υπόλοιπα. Εκείνο που δεν χωρούσε η τωρινή κατάσταση ήταν οι συναισθηματισμοί. Τώρα δεν ανήκε στον Μιχάηλο το μπαρ ούτε το σπίτι. Τώρα δεν ήταν κανενός! Η κατάσταση άλλαξε, ήρθαν τα πάνω κάτω. Εγύρισεν ο τροχός΄   ώρα να γαμήσει τζιαι ο φτωχός.»


Στο ακόλουθο διήγημα, οι πρωταγωνιστές Εσάτ και Ορχάν γεμίζουν την αποθήκη τους ψυγεία από τα ελληνικά σπίτια, πριν τα αρπάξουν οι στρατιώτες και τα στείλουν στην Τουρκία, όπως ήταν η διαταγή του Τούρκου διοικητή της πόλης.
Κοντά στην εκκλησιά του αγίου Γεωργίου στο Ρηάτικο ο Ορχάν εισηγείται το άνοιγμα της εκκλησιάς και το διαγούμισμά της. Κανένας όμως ως τώρα δεν είχε πειράξει τον άγιο. Μπαίνοντας στο σπίτι του παπά, βρίσκουν το μεγάλο κωμοδρομήσιμο κλειδί της εκκλησιάς. Ο Εσάτ δεν δέχεται να κλέψουν από την εκκλησιά ούτε και με τις απειλές του Ορχάν πως όλα στην αποθήκη θα γίνουν δικά του.
Θυμάται πως ο παπαΑγάπιος του έδινε κόλλυβα και άρτο, τον πήρε στο γιατρό όταν ήταν άρρωστος.
Στο απέναντι σπίτι μένει η Μάρθα με  τούρκο αγαπητικό, τον Ράμι.
Πάει εκεί, της δίνει το κλειδί της εκκλησιάς.
«Γιατί μου έφερες το κλειδίν, Εσάτ; Εμπόρειες να αννοίξεις τον Άη Γιώρκην τζιαι…»
 «Γιατί Θεός τούρτζικα ένι Αλλάχ, Αλλάχ ελληνικά ένι Θεός, εγγλέζικα ένι Γκοτ, Μάρθα. Ο Θεός ένι καλός! Αγαπά πλάσματα που έπλασε. Έτσι ελάλεν παπά Αγάπιος! Αθθυμάσαι παπά Αγάπιον;»
«Τα πλάσματα όμως σκοτώνουν το έναν το άλλον. Είδαμεν τόσους σκοτωμούς, τόσοι εφύαν, η γειτονιά μας εγερήμωσεν….» είπε και σταμάτησε γιατί ήταν έτοιμη να κλάψει. Δεν της απάντησε, γλίστρησε από το στενό άνοιγμα της πόρτας και βγήκε. Απέναντι ο Άης Γιώρκης , όπως τον προσπέρασε, εξακολουθούσε να λούζεται στο απόκοσμο φως του φεγγαριού. (Παρέλειψα αυτή τη φράση, ήταν όμως τόσο δυνατή που με καλούσε να την επαναφέρω. Ο Άης Γιώρκης να λούζεται στο απόκοσμο φως του φεγγαριού.)

Στο διήγημα Το κλεφτρόνι η Γιαλλούρα από  οικογένεια κλεφτών μένει στην Κερύνεια.
Ο άντρας της πάει στο περβόλι του, τον ξυλοφορτώνουν οι Τούρκοι κι επιστρέφει άρρωστος στο σπίτι.
Η Γιαλλούρα θυμάται πως σ’ ένα εγγλέζικο σπίτι που καθάριζε υπήρχαν φάρμακα, πάει να τα πιάσει αλλά βρίσκει και μεγάλο θησαυρό των εγγλέζων, συνεχίζει να μαζεύει όσα μπορεί τις επόμενες νύχτες, έρχεται ώρα και μεταφέρονται τα πάντα στις ελεύθερες περιοχές, με τα απαραίτητα φιλοδωρήματα στους τούρκους αστυνομικούς.
Μπορεί τώρα να σχεδιάζει το μέλλον των παιδιών της, αφού ο άντρας της ξεψύχησε στις ελεύθερες περιοχές.
 Έπρεπε όμως να περιλαμβάνεται στους νεκρούς του πολέμου, αφού αυτοί τον σκότωσαν στο ξύλο.
Ένα πικρό σχόλιο στο τέλος. Αν δεν είχε πλούσια ζωή, είχε ένα ηρωικό θάνατο, και γιατί όχι!

Η χήνα και οι τέτοιοι 1974                                                                                                       Αφιερωμένο στις χήνες μου που κακόπαθαν εξίσου στην τουρκική εισβολή του 1974
Αφηγητής μια χήνα. Μιλά για την οικογένειά της και το αγρόκτημα μέσα στο οποίο περιδιάβαζαν όλη μέρα. Ένα πρωί αρχίζει ο πόλεμος, το μεγάλο κακό βρίσκει και την οικογένεια της χήνας, χάνει παιδιά και σύντροφο, ώσπου μια γυναίκα την περιμαζεύει και περιθάλπει.    
Μεγάλη απόφαση να γράψει προσωποποιώντας μια χήνα, αυτό μάλλον ερμηνεύεται πως η Ρήνα προ ουδενός ορρωδεί. Δεν διστάζει, τολμά, πειραματίζεται, κύριο γνώρισμά της.

Το διήγημα «Χέψινις» είναι από τα πιο δυνατά στη γραφή. 1974.
Λευκωσία, στις αποθήκες της ΚΕΟ, σε τρίτο πρόσωπο η αφήγηση, αναδρομή στο παρελθόν, όταν ο Μπεχά ήταν στο χωριό, κι οι πλασιέ έρχονταν στο μπακάλικό του. Τώρα όλα έγιναν επίταξη από το στρατό, γι’ αυτό τρεις φορές τη βδομάδα είναι αναγκασμένος να έρχεται να γεμίζει δυο καλάθια, δεν είχε ούτε αυτοκίνητο.
Διάλογος Τζιελάλη- Μπεχά. «Γεια σου Μπεχά, ευχαριστημένος τωρά;» μια αμφίσημη φράση. Είσαι ευχαριστημένος που ήρθαν έτσι τα πράγματα και δυσκόλεψαν τη ζωή σου; Ή Είσαι ευχαριστημένος τώρα που ήρθε η μάνα Τουρκία κι ελευθερωθήκαμε από τους Ρωμιούς; Ίδωμεν.
«Ευχαριστημένος καλό!» του είπε κοφτά. Ο άλλος συνεχίζει: «Αθθυμάσαι τα λόγια μου;» Στο λεωφορείο.

Αναδρομή στο παρελθόν:  Μπεχά και Γιουσούφ, πρώτοι φίλοι και συμπεθέροι, κουτσοπίνουν βεσόπα. Θα ερχόταν η μητέρα πατρίδα, θα έσφαζαν, θα έπαιρναν από μισό χωριό, ο Γιουσούφ ήθελε και κομπολόι από τις ρόγες των γυναικών, εγκιβωτισμένη αναδρομή στην αναδρομή: ο Γιουσούφ με κομπολόι αλλά από αποξηραμένες κεφαλές μικρών πουλιών… αλλαγή της γραφής σε πλάγια.
Τράνταγμα λεωφορείου. Ο Γιουσούφ είναι ήδη πεθαμένος, δεν είδε τη μεγάλη πατρίδα να έρχεται.  Αυτός, άλλη αναδρομή: η εισβολή, πήρε μέρος με την ομάδα του Τεκίν, πρωτοπαλίκαρου της ΤΜΤ, περιγραφές σκοτωμών, αιχμαλωτισμένων, με ένα κρυφό μίσος.
Η αναδρομή συνεχίζεται, άλλη σκηνή: ο Τούρκος αξιωματικός συγκεντρώνει τους εγκλωβισμένους, τους στήνει στον τοίχο, τι να τους κάνει, «Να τους σκοτώσεις!» ευθύς λόγος, παραστατικότατα, «χέψινις; Όλους; Χέψινις»  διάλογος.
Η Νερίμ όμως, γυναίκα του Μπεχά, με άλλες χανούμισσες εναντιώνονται. Η Νερίμ τον τράβηξε άγρια στο σπίτι, τρίτο πρόσωπο. Πότε η Νερίμ έμαθε να τραβά άγρια τον άντρα της;  Τριτοπρόσωπη σκέψη –σχόλιο- του Μπεχά. Μεγάλη η τέχνη σου Ρήνα Κατσελλή. Ζωντανή η θεατρική σκηνή μπροστά μας. Η Νερίμ, η φωνή της δικαιοσύνης, ο Μπεχά της ανδρικής κυριαρχίας, πάει να σηκώσει χέρι, τον αρπάζει ο εγγονός Ερόλ, η προσωποποίηση της ειρήνης.
Διάσπαση στην οικογένεια: η Νερίμ φεύγει μαζί με τον Ερόλ με το αυτοκίνητο του Μπεχά.
Το λεωφορείο συνεχίζει το ταξίδι. Ξανά η αναδρομή στο παρελθόν. Φευγάτοι η γιαγιά κι ο εγγονός. Στην Κερύνεια το πλιάτσικο, οι νεκροί. Άλλες εγκιβωτισμένες ιστορίες, πριν έρθει η μητέρα πατρίδα, τα όνειρα του Μπεκίρη για την αρπαγή του πλεούμενου του Αρρή, του Αντρέα Καριόλου.
Το λεωφορείο συνεχίζει το ταξίδι, Σεπτέμβρης 74, με αδρές πινελιές το ωραίο τοπίο, ο νους ξανά στους νεκρούς, «τους νεκρούς τους έλουσαν ασβέστη και τους έθαψαν, ξεβρώμισε ο τόπος…»
Τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμεναν, δεν πήραν όσα ονειρεύονταν, μόνο ο αρχηγός της ΤΜΤ της περιοχής… και τα σπίτια σε ξένους…
Στάση το λεωφορείο, κατεβαίνει στην Κερύνεια. Ο Τζιελάλης προθυμοποιείται να τον πάρει με το διπλοκάμπινο στο χωριό. Άμεσος διάλογος. Ο παντογνώστης αφηγητής αναλαμβάνει την αφήγηση και για τους δυο. Φτάνουν στον προορισμό.
Διάλογος άμεσος: Ο Τζιελάλ ξέρει. Η Νερίμ σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο εγγονός πήγε στο Λονδίνο για σπουδές μουσικής, πολλή λύπη στην οικογένεια.
Στο μαγαζί. Ο Tζιελάλης ξετρυπώνει μια μπουκάλα βεσόπα από το διπλοκάμπινο, τέλος ο γρίφος. «Θυμάσαι τα λόγια μου; Είπα σου´ τώρα που ήρθε η μητέρα πατρίδα, εμείς θα περάσουμε χειρότερα που τους Έλληνες΄ η μητέρα πατρίδα ήρθε για τον εαυτό της όχι για μας! Για τούτο θα προσπαθήσει να μας ξιλείψει’» « Χέψινις;” “ Χέψινις”.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου με γενικό τίτλο Ξενοδοχείο Dome Κερύνεια 1974-75 περιλαμβάνει πέντε διηγήματα:   
Παράθεμα. Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ 45.
Χτες μάθαμε νέα του Κόκου. Είναι ακόμη στο ξενοδοχείο μαζί με χίλιους οκτακόσιους άλλους Κερυνιώτες και με φρουρά των Ηνωμένων Εθνών απ’ έξω. Πολλοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στο χωριό Μπέλλα παϊς.

Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με διαλόγους όπου δει, το πρώτο διήγημα Ισότητα μεταφέρει στις πρώτες μέρες μετά την τουρκική εισβολή στην Κερύνεια, με τη ματιά και την αφήγηση ενός συνδικαλιστή της αριστεράς, που προβληματίζεται αν όντως τώρα υπάρχει ισότητα στη μικρή κοινωνία των εγκλωβισμένων στο ξενοδοχείο Ντόουμ, όπως τη διδασκόταν στα ακτίβ. Περισσότερο όμως ζούμε τις πρώτες μέρες της σκλαβιάς. Μια μακρόσυρτη λύπη, βαρύ κλίμα, ψήγματα ανατροπών στη ζωή και στις αντιλήψεις όλων.
Παράθεμα. Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ. 72, Χριστούγεννα 1974
Μας είπε κάποιος συμπολίτης μας πρόσφυγας με μεγάλη δόση κακεντρέχειας: «Το μόνο καλό της προσφυγιάς είναι που τους εξίσωσε όλους.» «Διαφωνώ.»

Ευτυχισμένες μέρες-Νικολάκης
Ο Νικολάκης εγκλωβισμένος με τη μάμμα του στο Ντόουμ, υπάλληλος Τράπεζας, βρίσκει μέσα στο ξενοδοχείο τον εαυτό του, τον αποδέχονται, τον σέβονται.  Η μάμμα όμως προτρέπει την υπογραφή αίτησης για απελευθέρωση. Τέλος, φτάνει επιστολή από την Τράπεζα: δεν πρόκειται να συνεχίσει να πληρώνει, αν δεν παρουσιαστεί στη δουλειά.
Στην ανηφόρα του βουνού, πριν το στρίψιμο, όπου το βουνό κατηφόριζε προς το εσωτερικό του νησιού, κοίταξε πίσω του την αγαπημένη του πόλη να απλώνεται δίπλα στη θάλασσα και η ματιά του από το κάστρο προχώρησε δυτικά και είδε καθαρά το ξενοδοχείο των εκατόν εβδομήντα τριών δωματίων και των τριακοσίων κλινών και το πλάκωμα μέσα του έγινε αφόρητο. Για να το ελαφρώσει έβγαλε βαθύ αναστεναγμό αναπολώντας τη ζωή που έζησε σε αυτό. «Ευτυχισμένες μέρες!..» ψιθύρισε. «Τι είπες Νικολάκη» τον ρώτησε η μάμμα του. Δεν βρήκε τη δύναμη να της απαντήσει. Της πήρε μόνο το χέρι και της το έσφιξε, όπως όταν δίνουμε συλλυπητήρια στις κηδείες.



‘Επιθεώρηση΄ σπιτιού
Παράθεμα: Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ. 45. Όλο και περισσότερο σκέφτουμαι τη βαλίτσα με τα ημερολόγια και τα άλλα πολύτιμα για μένα χαρτιά που άφησα πίσω. Γιατί; Δεν έπρεπε. Φυσικά τόσος κόσμος χάνεται και εγώ σκέφτουμαι λίγα κουρελόχαρτα. Αν όμως χαθούν, θα πληγωθώ αφάνταστα. Θα πρέπει να λογαριάζουμαι κι εγώ από τους βαριά τραυματισμένους, ίσως ακρωτηριασμένους πνευματικά.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Ρεσβάνης, αστυνομικός στο Ντόουμ, υπάγεται στον Μουσταφά. Αμεσος ο λόγος της κόρης του, θέλω να γίνω γιατρός!
Ἀμεση προσταγή του Μουσταφά, πάρε τον κύριο Φώτη να επιθεωρήσει το σπίτι του, διάλογος Ρεσβάν Φώτη           
Αναδρομή στο παρελθόν σε τρίτο πρόσωπο, η ζωή του, οι Έλληνες φίλοι του, ο Σωτήρης που τον έβαλε στη δουλειά του εργολάβου πατέρα του, ύστερα επικουρικός, νόμιμος αστυνομικός της Δημοκρατίας, 1963, διαταγή από την Τουρκία να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, γίνεται υπεύθυνος σταθμού, διαμένει στο Καζάφανι.      Φτάνουν στον προορισμό.
Ο Φώτης το μόνο που παίρνει τα σκούρα γαλάζια τετράδια της θείας του.
Καταλαβαίνετε. Και ευχαριστούμε.
Ένα τσιγάρο, άλλη εγκιβωτισμένη πρόσφατη ιστορία, ο Ρεσβάνης συνοδεύει τούρκο αξιωματικό, βλέπει ανάμεσα σε αιχμαλωτισμένους το φίλο του Σωτήρη, του αφήνει ένα τσιγάρο, του κοστίζει την υποβάθμιση. Το βάρος όμως είναι η κόρη.
Ο Φώτης σπουδασμένος της Αγγλίας μπορεί να συμβάλει στην απελευθέρωση του Ρεσβάνη από το βάρος. Η Αγγλία είναι καλή για σπουδές. Έτσι η κόρη του θα απαλλαγεί από το ρεμάλι τον τούρκο αξιωματικό που την πολιορκεί. Ένα κόσμημα που δόθηκε στο Ρεσβάνη από τον Φώτη επιστρέφει στην παλάμη του Φώτη με ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Εν εντάξει.  
Ποιος λύτρωσε ποιον.
Καλή ψαριά οι προσφυγούλες
Ένας ξακουστός ψαράς, στο Ντόουμ, ψαρεύει αρκετές προσφυγούλες, για να τις γλεντήσει το βράδυ κρυφά με φίλους και καλό κρασί. Θυμούνται περασμένες ευτυχίες. Η συγκίνηση, προσωπική περισσότερο, διαπερνά και τους αναγνώστες στο τέλος του διηγήματος, με την προϋπόθεση πως ξέρουν τι σημαίνει Κατσελλής.
«Ακόμα και ο Κωστής εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκε πως ήταν Κυριακή και αυτός μικρός έπαιζε με τα πολλά ξαδέλφια του στην βεράντα του ξενοδοχείου κάτω από τα στοργικά βλέμματα του παππού και της γιαγιάς.»
Οι κουμπάροι, 1975
Τελευταίο διήγημα της συλλογής. Το πραξικόπημα, η ΕΟΚΑ Β, η χούντα, οι χουντικοί κι     όσοι στάθηκαν αφορμή για την τουρκική εισβολή έρχεται ώρα μετά το κακό, να αντιμετωπίσουν τη δίκαιη επιθετικότητα των παθόντων.
        Η Αθηνά κι ο τυφλός Κλεάνθης μακαριακοί,   η Άννα κι ο Πορφύρης γριβικοί,
στην αρχή όταν βρέθηκαν στο ξενοδοχείο η Αθηνά τους επιτέθηκε, τώρα όμως μεταφέρονται, τους έδωσαν σπίτια προσφυγοποιηθέντων Πελαπαϊσιωτών.
Κοινή η τύχη και το μέλλον αόρατον. Είναι ώρα όμως να επισκεφθεί πια η Αθηνά κι ο Κλεάνθης την Άννα και τον Πορφύρη.
Διαβάζω: Η Αθηνά περνώντας το κατώφλι ήταν σίγουρη πως η ύπαρξή της, όπως και αυτών, περνούσε από τα γήινα σε μια άλλη διάσταση, όπου τα πάντα σίγουρα θα ήταν πολύ διαφορετικά, γεμάτα φως και ηρεμία.
«Καλημέρα, Πορφύρη», ξεστόμισε λέγοντας αργά το όνομά του καθώς του έσφιξε το χέρι, πριν να πέσει στην ανοιχτή αγκαλιά της Άννας, όπως παλιά.

Κυρίες και κύριοι,
Η παρουσίαση των βιβλίων της Ρήνας Κατσελλή Ψήγματα Ανατροπών και Ψήγματα Ανατροπών β΄ ήταν για μένα και πάλιν ένα σχολείο, αφού όντως γηράσκω διδασκόμενος. Τα δυο αυτά βιβλία διηγημάτων της υπάγονται στο όλο του έργου της, και φωτίζονται από αυτό, αφού μιλούν για τον ίδιο κόσμο. Ακόμα και ο πόλεμος ως πατήρ όλων των ανατροπών υπάγεται σε κάτι γενικότερο, το εν.
Αυτή την ενότητα βλέπουμε να επιζητούν οι ήρωες του έργου, μακριά από τις διασπάσεις και τις συγκρούσεις. Σ’ αυτή την ενότητα του έργου της Ρήνας Κατσελλή συμβάλλουν και τα δύο αυτά βιβλία, κι όλα μαζί αποτελούν τον ένα κόσμο, το παν, όπως το έχει εκφράσει η καλή συγγραφέας.
Τελευταίο παράθεμα. Ρήνας Κατσελλή Πρόσφυγας στον τόπο μου, σελ 51.
1/9/1974     Χτες θυμήθηκα την περικοπή του Ευαγγελίου «Θησαυρίζετε θησαυρούς εν  ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι» Πόσο κατάλαβα αυτή την περικοπή! Ναι, το ζήτημα είναι να μην αφήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο να σκληρύνει ή να ασκημίσει με τις αδικίες που μας κάνουν. Να μείνουμε και στην προσφυγιά μας αξιοπρεπείς, να έχουμε τους ανιδιοτελείς στόχους μας. Και να παλεύουμε. Κι αν μας αδίκησαν, να μη γίνουμε εμείς άδικοι κι αν μας λεηλάτησαν τα αγαθά μας, να μη λεηλατήσουμε και εμείς την ψυχή μας από ό, τι καλό και αγαθό έχει.

Ευχαριστώ