Στέλιου Παπαντωνίου
ΓΙΩΡΓΟΥ
ΚΑΜΗΛΑΡΗ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΚΚ-ΑΚΕΛ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ
1955-59
Με
θαυμασμό ειλικρινή προς το πρόσωπο του Γιώργου Καμηλάρη παρουσιάζομαι εδώ για
να μιλήσω για το βιβλίο του «Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία».
Θαυμασμό ειλικρινή γιατί ένας άνθρωπος βασικά εξ επαγγέλματος μακριά από την
Ιστορία έχει ως τώρα δείξει το πάθος του για έρευνα με τα βιβλία του και για το
χωριό του τα Πέρα και για τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο και τώρα με την έρευνά του
για τη στάση της Αριστεράς στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα ως τον καιρό της
ΕΟΚΑ. Και τούτο γιατί η έρευνα είναι απαιτητική, ο μόχθος πολύς και ο αγώνας του συγγραφέα συνεχής, συνεπής
και αυστηρός λόγω του θέματος και του υψηλού επιπέδου στο οποίο ήθελε να αναγάγει
το βιβλίο του.
Στον
Πρόλογο ομολογεί τη δυσκολία του εγχειρήματος γιατί το θέμα είναι και ευρύ και απαιτητικό,
το καλό όμως είναι πως μετά παρέλευση ενός αιώνα σχεδόν, τα πράγματα έχουν
καταλαγιάσει, γνώμες έχουν αποκρυσταλλωθεί και ήδη έχουν κατατεθεί γραπτά πολλά
από τους πρωτεργάτες. Επειδή όμως η αριστερά είναι οργανωμένη και αποτελεί τον
αρχαιότερο μετά την Εκκλησία θεσμό στην Κύπρο, ο συγγραφέας εκφράζει τους ενδοιασμούς
του μήπως οι προθέσεις του παρεξηγηθούν, διαβεβαιώνει όμως για το καλόπιστο της
όλης εργασίας του, που μπορεί ο καθένας να ελέγξει. Όπως παρακάτω δηλώνει για
τον τρόπο εργασίας του, δεν θεωρεί τον εαυτό του απλό καταγραφέα γεγονότων,
αλλά διατηρεί το δικαίωμα της έκφρασης των απόψεών του για την όλη στάση της
Αριστεράς στα ενδιαφέροντα τον τόπο ζητήματα, με πρώτο το εθνικό, γι’ αυτό και
στο βιβλίο οι θέσεις του συγγραφέα είναι
ισχυρές, γιατί είναι με επιχειρήματα
θεμελιωμένες
Αυτά στον Πρόλογο.
Στην εισαγωγή του δικαιολογεί τη
συγγραφή του βιβλίου λόγω της αντικειμενικά αποδεδειγμένης και αποδεκτής
αλήθειας, ότι δεν υπάρχει έργο ολοκληρωμένο, που να δίνει την εικόνα της
ίδρυσης και ανάπτυξης και ρόλου της Αριστερά στην Κύπρο, εγχείρημα το οποίο με
κάθε ταπεινοφροσύνη αναλαμβάνει. Στο
τέλος αναφέρει: Το ανά χείρας σύγγραμμα καλύπτει την ιστορική περίοδο της
Αριστεράς από την εμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο της Κύπρου στα μέσα της
δεκαετίας του 1920, μέχρι την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59. Φιλοδοξία του
συγγραφέα είναι να συμπληρώσει την ιστορική αυτή αναδρομή με ένα δεύτερο τόμο,
που θα καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι τις μέρες
μας. Του το ευχόμαστε.
Προχωρούμε
στην παρουσίαση των κεφαλαίων με τις δικές μας παρατηρήσεις.
Το πρώτο
κεφάλαιο Η εμφάνιση και η πορεία της Αριστεράς στην Κύπρο αρχίζει με το
κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ Έγκελς. Οι κυριότερες για μας νησίδες είναι η
Γ΄ Διεθνής το 1919 και η ανάληψη της εξουσίας μετά τον Λένιν από τον Στάλιν,
οπότε αποκρυσταλλώνεται το δόγμα πως οποιοδήποτε κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο
όφειλε την ύπαρξή του στην αναγνώρισή του από την Γ΄ Διεθνή. Από την εξιστόρηση της εγκαθίδρυσης του
Κομμουνισμού και της εξάρτησης όλων των κομμουνιστικών κομμάτων από την Κομμουνιστική
Διεθνή και τις αποφάσεις της, εξάγεται το πρώτο αβίαστο συμπέρασμα πως το Κομμουνιστικό
Κόμμα Κύπρου οποιεσδήποτε αποφάσεις έπαιρνε έπρεπε να συμφωνούν απόλυτα με τις
κατευθυντήριες γραμμές της Κομμουνιστικής Διεθνούς. ‘Όπως γράφει «Οι θέσεις και
αποφάσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όπως διαμορφωνόταν μέσα στην
Γ΄ Διεθνή, διαδραμάτιζαν όχι απλά καθοριστικό ρόλο, αλλά υπαγόρευαν τη στάση
και τις αποφάσεις της κυπριακής αριστεράς ως προς τα κύρια εθνικά θέματα του
τόπου.»
Η εξιστόρηση των σημαντικών γεγονότων από την
Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, και οι επιπτώσεις τους στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Κύπρο
αποδεικνύουν πως ο Γιώργος Καμηλάρης, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, έχει την
ικανότητα να συλλαμβάνει ευρύτατα και βαθύτατα τα πράγματα και να τα παραθέτει
με σαφήνεια, οδηγώντας σε λογικά συμπεράσματα, ώστε το όλο του εγχείρημα να
έχει και την ιστορική βάση και τη λογική συνέπεια, πάνω στην οποία μπορεί να
χτιστεί ο επόμενος βηματισμός.
Το έργο
προσφέρει προπάντων στους αμύητους και όσους δεν διάβασαν την ιστορία, όπως την
γράφουν κομματικά συνεργεία, την ευκαιρία να γνωρίσουν το εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα στον τόπο μας, τους πρωταγωνιστές, τις εφημερίδες της
εποχής και τις παρατάξεις, κοινωνικές και πολιτικές. Από αυτή την άποψη η
αντικειμενικότητα του ερευνητή παρέχει τα εχέγγυα της ορθής πληροφόρησης και
γνώσης.
Η
παράθεση αποσπασμάτων από βιβλία των πρωταγωνιστών και οι περιγραφές από πρώτο
χέρι των εμπειριών τους ανεβάζουν τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του σοσιαλιστικού
κομμουνιστικού κινήματος εικόνες σε εικονοστάσι λαϊκών ηρώων.
Η
παράθεση αποσπασμάτων με τη γνωστή άκρα δημοτική στην έκφραση και στη γραφή
μαρτυρούν τις αλλαγές που είχαν επέλθει σε μερικούς βασικούς παίχτες της
αριστεράς στην πρώτη εκείνη ηρωική εποχή. Ο συγγραφέας δεν γενικολογεί, αλλά
λεπτομερειακά αναφέρει κάθε πρόσωπο που διαδραμάτισε ρόλο στην εποχή του, με
βιογραφικά και επί μέρους στοιχεία της προσωπικότητάς του. Έτσι πράγματι
γίνονται γνωστά στο ευρύ κοινό, πρόσωπα πρωταγωνιστές, εκτός κομματικών
στεγανών.
Από
μικρές παρατηρήσεις, έστω τον τίτλο μιας εφημερίδας, εξάγει λογικά συμπεράσματα
που σχετίζονται με την ουσία των γεγονότων, οπότε ο ιθύνων νους κάθε σωστού
ιστορικού συγγράμματος κρύβεται πίσω από τις γραμμές και κατευθύνει, συνθέτει,
συμπεραίνει, οδηγεί στην ορθή, κατά τον ίδιο, σύλληψη των γεγονότων.
Οι
σημαντικοί σταθμοί της ίδρυσης του ΚΚ και προπάντων η κηδεμονία του κατά σαφή
τρόπο από την Γ΄ Διεθνή που ίσχυσε για το ΑΚΕΛ ως το 1950 αποτελούν κλειδί
ερμηνείας των στάσεων και αλλαγών που επέδειξε η αριστερά.
Ώσπου να
φτάσουμε στην επίσημη ίδρυση, ο συγγραφέας αναγνωρίζει τη σημασία των μικρών
προσπαθειών πίσω από τις οποίες υπήρχαν άνθρωποι, με τις προσωπικότητες και τις
συγκρούσεις τους. Σημασία στα πρώτα βήματα του ΚΚΚ της Κύπρου έχει η ανάγκη
αυτό να είναι ουραγός, να ακολουθεί βασικά τις αποφάσεις των Διεθνών και ειδικά
είτε το ΚΚΕ είτε το Εργατικό Κόμμα Αγγλίας. Από την εξάρτηση επιτυγχανόταν η
ίδια η ύπαρξη, οπότε δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για ανεξάρτητη κομματική
πολιτική αλλά για σύμφωνη με τις διεθνείς κομμουνιστικές αποφάσεις. Τούτο ίσως
είναι η σημαντικότερη κλείδα, για να κατανοήσουμε τη στάση της αριστεράς σε όλα
τα διεθνή και τοπικά γεγονότα. Μη μπορώντας να είναι ανεξάρτητη στη λήψη
αποφάσεων και αφού η ίδια η ύπαρξή της εξαρτιόταν από την υπακοή στις
ντιρεκτίβες άλλων, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί γλωσσικά, θεωρητικά
και πρακτικά να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις, πράγμα που και πάλι
αποδεικνύει πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουν καλά τη γλώσσα τους οι
κομματάρχες και να βρίσκουν τις λογικές και λεκτικές φόρμουλες με τις οποίες να
επιπλέουν παντός ναυαγίου.
Αντίθετα
όμως προς τη συμφωνία ή διαφωνία του, με σεβασμό και με κάθε δυνατή
αντικειμενικότητα παρακολουθεί τα πρόσωπα πρωταγωνιστές από της εμφάνισής τους
στην ιστορική σκηνή ως τις περιπέτειες και το τέλος τους, είτε στην αριστερά
ανήκουν είτε στη δεξιά. Τούτο μας οδηγεί στη σκέψη πως θα μπορούσε με τόσες
πληροφορίες που έχει για τον καθένα, να διαμορφωθεί μέσα από το βιβλίο ένα
λεξικό των κυρίων προσώπων της τριακονταετίας 1920-1950, μιας αρκετά
τρικυμισμένης εποχής.
Η
πραγματική καθοδηγητική γραμμή του βιβλίου αρχίζει από την αποδοχή της ένωσης
της Κύπρου με την Ελλάδα ως του κύριου προσανατολισμού των Ελλήνων της Κύπρου
που αποδείχτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας και με το Δημοψήφισμα του 1950, όταν το
μέγιστο των πολιτών ψήφισαν το «Απαιτούμε την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα»,
δημοψήφισμα στο οποίο μετείχαν ενεργά και αριστεροί και δεξιοί και ψήφισαν
ακόμα και τουρκοκύπριοι. Εκκινώντας από αυτή την οπτική γωνία, ελέγχεται και
κρίνεται η πορεία της Αριστεράς σε σχέση με την ενωτική πορεία.
Αν το ΚΚΚ-
ΑΚΕΛ ήταν αδιάφορο πλήρως προς την ένωση και αν δήλωνε την ασυμφωνία με αυτό το
στόχο, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξης αυτής της κατευθυντήριας γραμμής στο
βιβλίο. Επειδή όμως η πραγματικότητα των λόγων, πράξεων και παραλείψεων των
πρωταγωνιστών της Αριστεράς ομολογεί μια την εντός μια την εκτός ένωσης πορεία,
τούτο υπήρξε, κατά τη γνώμη μου και το κίνητρο που ώθησε το συγγραφέα στη
διερεύνηση, μελέτη και παρουσίαση της γραμμής αυτής, με το γενικότερο βέβαια
τίτλο Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία, γιατί λεπτομερής είναι η
ανάλυση του ρόλου της αριστεράς και σε άλλους τομείς της κοινωνικής και
οικονομικής ζωής του τόπου.
Τη
δεσπόζουσα αυτή γραμμή για την ένωση παρακολουθούμε από το Κεφάλαιο 2. Με τίτλο
Ο ΠΡΟΑΙΩΝΙΟΣ ΠΟΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ με υποκεφάλαια Η ένωση σε βάθος χρόνου Η ένωση
στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, Οι συνταγματικές παραχωρήσεις των Άγγλων, Η
προσφορά της ένωσης το 1915, και Ο ενωτικός αγώνας σε κρίση.
Σε
αντίθεση με το κεφάλαιο 2, το κεφάλαιο 3 έχει τίτλο Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ
ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ με υποκεφάλαια, Η
ανεξαρτησία ως επιλογή των πρώτων κομμουνιστών, Θεσμοθέτηση της ανεξαρτησίας με
την ίδρυση του ΚΚΚ, Ανεξαρτησία και εθνικός διχασμός, Η Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών
Δημοκρατιών των Βαλκανίων.
Τελειώνει
ο β΄παγκόσμιος πόλεμος και στο κεφάλαιο 6 φτάνουμε στην Ανακολουθία και
τις παλινδρομήσεις της αριστεράς στο
Κυπριακό. Όπου τα υποκεφάλαια Στροφή του ΑΚΕΛ από την ανεξαρτησία στην ένωση, Νέα
δυναμική στον ενωτικό αγώνα της αριστεράς και μάλιστα με ερωτηματικά αν η
αριστερά ετοίμαζε ένοπλο αγώνα.
Στο 7ο
κεφάλαιο παρακολουθούμε την επιστροφή στην αυτοκυβέρνηση και στο τέλος του
κεφαλαίου ξανά τη στροφή προς την ένωση, για να φτάσουμε στο ενωτικό
δημοψήφισμα στο οποία η αριστερά έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Ανακεφαλαιώνοντας
έχουμε μια οφιοειδή γραμμή ανεξαρτησία, ένωση, αυτοκυβέρνηση, ένωση, ενωτικό
δημοψήφισμα. Αυτή η ανακολουθία κατά την άποψή μου είναι η κύρια γραμμή του
βιβλίου.
Οι δύο
αντιθετικοί πόλοι των πολιτικών τοποθετήσεων είναι από τη μια η προσήλωση του
ΚΚΚ στις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς που οραματιζόταν την ίδρυση της
Βαλκανικής Ομοσπονδίας Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών στις οποίες θα
περιλαμβανόταν και η Κύπρος και από την άλλη η επαφή με το ΚΚΕ που ανάλογα με τις
συνθήκες όριζε την ένωση ως την καλύτερη λύση. Οποιαδήποτε γραμμή κι αν
ακολουθούσε το ΑΚΕΛ ήταν γνωστό εκ των προτέρων πως δεν ήταν δική του επιλογή
αλλά αναγκαστική προσήλωση στις επιταγές του ανωτέρου κόμματος στο οποίο είχε
από την Τρίτη Διεθνή υποταγεί.
Αναλυτικότερες και μερικότερες παρατηρήσεις μου κατά την
ανάγνωση του έργου. Πρώτα ως προς
την τέχνη του συγγραφέα
Ευθύς εξαρχής πρέπει
να θέσουμε τα πράγματα στη βάση τους: ένα κομμουνιστικό κόμμα είναι
διεθνιστικό, δεν γίνεται εθνικό και το ενδιαφέρον του είναι η πάλη κατά του
κεφαλαίου. Οπότε και ένωση να γίνει Ελλάδας και Κύπρου, το επιδιωκόμενο θα
είναι η συνένωση των δυνάμεων των λαϊκών μαζών για να κτυπηθεί ο καπιταλισμός. Όταν άρα αποδέχεται η αριστερά την ένωση, την αποδέχεται όχι για εθνικούς
λόγους, αλλά για τη νίκη του προλεταριάτου πάνω στο κεφάλαιο. Ποτέ δηλαδή δεν
θα συμπέσει ο σκοπός των κομμουνιστών με τον σκοπό των ενωτικών εθνικών.
΄Ετσι θα πρέπει να ερμηνευτεί και
η αλλαγή στάσεως από ανεξαρτησία σε ένωση και από ένωση σε ανεξαρτησία. Αφού ήταν κόμμα υποταγμένο στην Τρίτη Διεθνή
ή στο ελληνικό ΚΚΕ ή στο Αγγλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ανάλογα με τα γραμμή που
έπαιρνε, δρούσε όχι αποβλέποντας στην
εθνική ένωση αλλά στην κοινωνικοοικονομική ένωση για την πάλη ενάντια στο
κεφάλαιο. Με βάση άρα τη φιλοσοφία της
αριστεράς κάθε στροφή ήταν δικαιολογημένη, ιδωμένη βέβαια από τη δική τους
οπτική γωνία.
Ο φανατισμός των τότε πρώτων κομμουνιστών και
η θεώρηση των πραγμάτων μόνο με το κομμουνιστικό πρίσμα οδηγούσε σε
συγκρούσεις. Αυτή όμως η στάση, να περιμένουν να έλθει στην εξουσία το Εργατικό
Κόμμα στην Αγγλία και έτσι να ενωθούν με την Ελλάδα, για να επιβάλουν σε Κύπρο
και Ελλάδα τη δικτατορία του προλεταριάτου, αυτό κακίζεται στα σαράντα χρόνια
του κόμματος.
Θα πρέπει να ομολογήσουμε πως ο
Γιώργος Καμηλάρης ασχολείται με ένα ακανθώδες ζήτημα της ιστορίας μας, τον
αγώνα για εθνική ένωση από τη μια και την ομολογημένη διεθνιστική στάση του ΚΚΚ ή του ΑΚΕΛ από την άλλη. Τις συμπληγάδες
προσπαθεί να διαπλεύσει νηφάλιος. Πόσο καλός καραβοκύρης υπήρξε, θα κρίνουν οι
αναγνώστες.
Είναι όμως και η
γενικότερη θέαση των πραγμάτων: Η εις βάθος χρόνου διερεύνηση των βλέψεων της
Βρετανίας έναντι της Κύπρου εξηγεί και την όλη στάση τους ως σήμερα.
Διαβάζοντας το βιβλίο και πάλιν επιβεβαιώνουμε τους σχεδιασμούς των μεγάλων και
τη θυματοποίηση των μικρών.
Σημαδιακός σταθμός
η συνθήκη Αμυντικής Συμμαχίας Μ. Βρετανίας - Τουρκίας, γνωστή ως Συνθήκη της
Κύπρου 4 Ιουνίου 1878, με την ποία η Τουρκία ενοικιάζει στην Αγγλία την Κύπρο
προς 92 680 λίρες στερλίνες ετησίως. Ως τσιφλίκι, η Κύπρος πουλιέται μπορούμε
να πούμε με τους κατοίκους της, που δεν
έχουν δικαίωμα λόγου στην αγοραπωλησία.
Ο συγγραφέας βλέπει
επίσης τις προεκτάσεις που έχουν ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος στο παρόν:
«Η πολιτικοποίηση των δύο σύνοικων στοιχείων με χωριστές ψηφοφορίες που
εισήγαγαν οι Άγγλοι από τα πρώτα χρόνια
της έλευσής στους στο νησί έδινε ρυθμιστικό ρόλο στο μωαμεθανική κοινότητα,
παρά τα γεγονός ότι αριθμούσε μόλις το 24% του πληθυσμού (απογραφή 1881) Αυτή η
διαιρετική παράμετρος έμελλε να εξελιχθεί στη χειρότερη κατάρα της σύγχρονης
Ιστορίας της Κύπρου, τις συνέπειες της οποίας βιώνει μέχρι σήμερα ο τόπος.» γράφει.
Μετά τη
μικρασιατική καταστροφή οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε και ο μέγας Βενιζέλος
έχοντας σύμμαχο τη Βρετανία και μη θέλοντας να διαταραχτούν οι σχέσεις του με
αυτή καλεί τους Έλληνες της Κύπρου να υπομένουν με την ελπίδα του καλύτερου, να μη βιάζουν όμως τα πράγματα. Από την άλλη οι Βρετανοί προσπαθούν
να πείσουν ότι οι Έλληνες της Κύπρου το μόνο που μπορούν, είναι να γίνουν καλοί Βρετανοί πολίτες.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ της ερμηνείας των
γεγονότων στην Ιστορία ιδιαίτερα για τα κομμουνιστικά κόμματα παίζει μεγάλο
ρόλο. Από ό, τι αντιλαμβανόμαστε, πρέπει να βρουν τη λογική φόρμουλα μέσα στην
οποία θα μπουν τα γεγονότα, ώστε να συμφωνούν με τις γενικές αρχές του
κομμουνισμού. Έτσι ενώ τα γεγονότα του 1931 θεωρήθηκαν αρχικά από τους
κομμουνιστές ως εθνικιστική σοβινιστική
προβοκάτσια της μεγαλοαστικής τάξης, στο τέλος ερμηνεύτηκαν ως «αντι-
ιμπεριαλιστικά» αλλά ήταν ήδη αργά, γιατί αργοπορημένες ήταν οι οδηγίες και οι
κρίσεις της Γ’ Διεθνούς για τα γεγονότα.
Μια άλλη δυσκολία που έχει να
υπερπηδήσει ο συγγραφέας είναι οι διαφορετικές οπτικές γωνίες ακόμα και στο
ίδιο κομμουνιστικό στρατόπεδο και αυτή σχετίζεται με τις πηγές. Η πραγματικότητα είναι ότι οι πηγές του είναι πολλές και διάφορες .Όμως άλλη η
επίσημη γραμμή του κόμματος, όπως εκφράζεται στα γραπτά του κόμματος, και άλλα τα απομνημονεύματα ή σημειώσεις ή
βιβλία των πρωτεργατών του κόμματος, μερικοί από τους οποίους έμειναν πιστοί
στο κόμμα, άλλοι όμως ήρθαν σε σύγκρουση με αυτό, άλλοι προσπαθούν να το
δικαιολογήσουν ή άλλοι να το κακολογήσουν.
Ως ιστορικό το βιβλίο οδηγεί τον αναγνώστη
πολλές φορές από μόνο του να συγκρίνει ή
παραλληλίζει ή συνειρμικά να φέρνει στο νου σύγχρονές του καταστάσεις και
μάλιστα με τη στάση της Τουρκίας σε πολλά θέματα, που εμφανίζεται ή θέλει να
επιτύχει να γίνει δύναμη περιφερειακή και τη στάση των μεγάλων απέναντί της,
είτε Αμερική είναι είτε ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα η παρατήρηση στις
αρχές του β΄παγκοσμίου πολέμου «Οι εξελίξεις αυτές συντελέστηκαν με την ανοχή ή
τη χλιαρή αντίδραση της Γαλλίας και της Βρετανίας, που παρακολουθούσαν τα
γεγονότα αμήχανα. Η πολιτική κατευνασμού που ακολούθησαν για καιρό έναντι της
επιθετικότητας του Χίτλερ δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Αντίθετα, έκανε το θηρίο
πιο άγριο.»
Όσο κι αν θέλει να δει κανείς ως
αμέτοχος παρατηρητής τα γεγονότα, δεν μπορεί.
Ο Γ Καμηλάρης με το έργο του
θέτει και πάλιν, έστω ως και αν δεν είναι στις προθέσεις του, θέμα συγγραφής
της Ιστορίας. Διασταυρώνει
πληροφορίες, προσπαθεί να βρει την αλήθεια, δεν μπορεί όμως να μην παίρνει θέση
σε ιστορικά γεγονότα και ιδιαίτερα στη στάση της αριστεράς στα γεγονότα αυτά,
κάποτε κοσμοϊστορικά, όπως ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Μια, δηλαδή, στάση μπορεί να είναι ή αποδοχή
της οπτικής γωνίας της αριστεράς και η εξέταση της συνέπειας που είχε και είχε
με την οπτική της γωνία, ή απόρριψη και κριτική της κάτω από γενικότερη και
ελεύθερη θέαση.
Η στάση αποδοχής της στάσεως της
αριστεράς σημαίνει αποδοχή των αποφάσεων των ΚΚΕΣΣΔ και του Στάλιν, οπότε
οποιαδήποτε παρακοή μπορεί να κατακρίνεται. Ο Καμηλάρης όμως ξεκινά από το ότι
είμαστε Έλληνες και καθετί το ελληνικό έπρεπε να υποστηριχτεί, πράγμα όμως που
για ένα διεθνιστικό κόμμα είναι παράβαση βασικής κομμουνιστικής διεθνιστικής
γραμμής.
Στο τέλος όμως όσο προβληματικό
και αν είναι το θέμα και η σύλληψή του και η προσπάθεια αντικειμενικής θεώρησης
των πραγμάτων, αυτό που μας μένει είναι η κατάθεση του πραγματικού μόχθου ενός
ανθρώπου να βρει την αλήθεια και να μας τη δώσει.
Σε δυο τρεις περιπτώσεις -και
μάλιστα από την αρχή- καταδικάζεται από το συγγραφέα η τακτική της κήρυξης
αποφάσεων του κόμματος εκ των υστέρων ως λανθασμένων όπως στην περίπτωση της
στάσης της αριστεράς στα αρχικά στάδια του β΄ παγκοσμίου πολέμου πριν από την
επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ στο θέμα της εκ των
υστέρων αυτοκριτικής του ΑΚΕΛ έχει ως εξής
Η άσκηση αυτοκριτικής ήταν και
προφανώς είναι ακόμα συνήθης και προσφιλής πρακτική στον πολιτικό πολιτισμό των
κομμουνιστικών κομμάτων Μια πρακτική
στην οποία το κόμμα καταφεύγει όταν διαπιστώσει ότι βρίσκεται σε απομόνωση ή
αδιέξοδο, επειδή κάποια θέση που πήρε πήγε κόντρα προς τη φορά των πραγμάτων.
΄Η έκανε άσκηση αυτοκριτικής με τη
συνακόλουθη απομάκρυνση προσώπων από ηγετικές θέσεις και την υιοθέτηση νέας
πολιτικής μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα στην κομματική πρακτική και την
εσωκομματική λειτουργία. Μπορεί να είναι και μια προσπάθεια αποενοχοποίησης,
παρέχοντας δικαιολόγηση για τις θέσεις
που πήρε το κόμμα και τις αλλαγές που έκανε, όταν αποδεδειγμένα βγήκαν λανθασμένες.
Στην πράξη όμως όλα αυτά δεν
έχουν καμιά ουσιαστική σημασία στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου, αφού οι
πολιτικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν από τις αποφάσεις που λήφθηκαν και τα
γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη συνέχεια, διέγραψαν την πορεία τους και η
Ιστορία είχε ήδη γραφτεί. Η εκ των υστέρων αναγνώριση λαθών δεν παραγράφει
ιστορικές ευθύνες ούτε παρέχει ιστορικό άλλοθι.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ
και των σημερινών εξελίξεων, η θέση του ΑΚΕΛ για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία
φοβίζει τον Καμηλάρη, μήπως στο μέλλον, με μια αυτοκριτική, την χαρακτηρίσει
λανθασμένη θέση, αλλά εν τω μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα υπάρχει. Γι’
αυτό και την αυτοκριτική την απορρίπτει
ως μέθοδο κομμάτων, όταν κρίνουν λανθασμένες εκ των υστέρων θέσεις τους.
Μελέτη της πορείας και των στάσεων ενός κόμματος τόσον υψηλού διαμετρήματος ως
το ΑΚΕΛ μπορεί να συμβάλει και στην κατανόηση της στάσης του σήμερα. Μπορώ να
υποθέσω πως ο Καμηλάρης ξέροντας τη δύναμη του ΑΚΕΛ και το ρόλο που παίζει στη
σημερινή πολιτική σκηνή, θέλησε να μελετήσει την ιστορία του, για να προβλέψει
και τη στάση του στο μέλλον ή τις εξελίξεις του κυπριακού, με βάση τη στάση
του.
Συμπερασματικά, το
βιβλίο του Γιώργου Καμηλάρη Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία πλην των
γνώσεων, των πληροφοριών, των προβληματισμών, της πλήρωσης του κενού στο
παρελθόν, δίνει την ευκαιρία να ακροαστούμε και τα βήματα του μέλλοντός μας, αν
θέλουμε να είμαστε Προμηθείς και όχι Επιμηθείς.