Στέλιος Παπαντωνίου
Σόλων και Κροίσος
Ο Σόλων
έγειρε το κεφάλι στις χούφτες
Αυτές του
χάιδεψαν τ’ άσπρα μαλλιά
Τα φρύδια,
το πυρακτωμένο μέτωπο
Του’ δωσαν
μια βακτηρία
Να περάσει
τα σύνορα
Αφήνοντας στον
αθηναϊκό μπιντέ
Συμπολίτες και
φίλους
Να σιγοβράζουν
στους νόμους του.
Ο Κροίσος
συνελάμβανε διαδιχτυακώς
Μηνύματα θαυμάτων
Κάτι μόσχους
σοφίας
Φτωχοεντυμένα
ερείπια τα ονόμαζε.
«Καλώς ήλθες
στο παλάτι
Σοφέ ταξιδευτή.
Ευδαιμονέστερος
είναι άλλος κανείς στον κόσμο
Σόλων,
καθρεφτάκι μου;»
Κι εκειός
Χαμήλωσε το
βλέμμα κι ανεμνήσθη.
«Ούτε
πρίμος, ούτε σεκόνδος, ούτε τέρτιος.
Μηδένα προ
του τέλους μακάριζε.»
Κι ύστερα
από καιρούς
Ο Κροίσος
στην πυρά
Εμνήσθη του
προφήτου βοώντος
Σόλων Σόλων
Σόλων!
Και ο
ακηκοώς μεμαρτύρηκε:
Τους ζωντανούς
τα μάτια σου ας θρηνήσουν.