Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΖΙΥΡΚΩΤΟΥ

 

Η Τζιυρκωτού

«Μέστωναν, δοκίμαζαν φτερά, μετροφυλλούσαν φιγουρίνια,

τα δάχτυλα έτσουζαν στη δαχτυλήθρα.

«Τις πόρτες ανοίξτε, ανοίξτε τα παράθυρα»

έλεγε η γιαγιά στο αργαστήρι.

Η κυρία Ελένη, χαμογέλιο χαραγμένο,

μια μακρά βελόνα στην καρδιά, της ατεκνίας.

Ο Παπαγαβρίλης Αντζιουλής χτένιζε τα θεριεμένα λευκά γένια,

ο Θεός δεν έδωσε, η αδελφή σού δίνει βασιλικούλα να χαρείς

στη γλάστρα φυτεμένη.

Στη γειτονιά μου χόρευαν κοπελούδες το βελόνι

το ψαλίδι και τη ραπτομηχανή, μεγάλωναν παιδιά,

νοικοκυρές νοικοκυρεύτηκαν.

Τα ψυχοσάββατα στην εκκλησιά, μακαρίζουν την Ελένη την Τζιυρκωτού,

τη δασκάλα ράφταινα.»

 

Όπως επεξηγεί η εκδότης του περιοδικού «Ελεύθερη Κυθρέα» στο οποίο είναι δημοσιευμένο το ποίημα, πρόκειται για την Ελένη Παπαγαβριήλ από τη Συρκανιά και κάτοικο ενορίας αγίου Κασσιανού, σύζυγο του Κώστα Παρπέρη.

 

Κι όλοι καταλαβαίνουμε πως μιλά για την Ελένη την Τζιυρκωτού κόρη του Παπαγαβρίλη από την Κυθρέα, τη ράφταινα, που έφερε κοντά της τη Βασιλική σαν κόρη της, κόρη της αδελφής της Μαρίτσας.

Και από τώρα θα μνημονεύουμε και τη Βασιλική, μαζί με την Ελένη και τον Κώστα και τον Ανδρέα και τη Λένια.

Πριν εξήντα εβδομήντα χρόνια το σπίτι τους ήταν διδασκαλείο κοπτικής ραπτικής, αφού η μακαριστή Ελένη ήταν ξακουστή, έρχονταν και από τα χωριά της περιοχής να μάθουν κοντά της την τέχνη, κόσμος πολύς μπαινόβγαινε,

Έμαθε τέχνη κοντά στην Ελένη η Βασιλική, βοηθούσε και της κρατούσε το σπίτι, όλοι μαζί στη δουλειά και στο τραπέζι. Ήταν κάποτε και μαγαζάτορας, κοντά στο σημερινό Δημαρχείο, όταν πέθανε ο άντρας της ο Αντρέας, ράφτης επίσης, κι άνοιξε μαγαζί με στρατιωτικά είδη. Αυτή στάθηκε στο κατάστημα να το διευθύνει, είχε παιδιά να αναθρέψει.

Μεγάλο πόνο έδωσε στη Βασιλική ο θάνατος της πρωτότοκης κόρης της, της Λένιας. Ευτυχώς είχε συνεχώς μαζί της την Αργυρούλα, προστάτη και παραστάτη της, μαζί με τον Κωστάκη.

Τους δίδαξε ήθος και αγάπη και φιλοξενία. Αυτά έζησε στη φιλόξενη ατμόσφαιρα του σπιτιού της και δεν έπαυσε να την έχει στο σπίτι και να την φανερώνει σε όλους μας με την ευκαιρία των μνημοσύνων των δικών της, αφού μας καλούσε για καφέ μετά την εκκλησία, περήφανη για τα χειροποίητα γλυκά ή αλμυρά της.

Η Βασιλική ευλογήθηκε από το Θεό με βαθιά γηρατειά. Τακτική στην εκκλησία, πάντα να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι, κάθε Κυριακή να κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων και στο τέλος, όταν αδυνατούσε, πήγαινε ο ιερέας στο σπίτι της, ούτε εκατό μέτρα μακριά από την εκκλησία.

Ζώντας η Βασιλική σ’ αυτή τη γειτονιά, γνώρισε και έκαμε φίλες αξέχαστες, αγαπητή και σεβαστή, είδε όμως κι έμαθε πολλά από τους αγώνες της περιοχής για ελευθερία, έζησε τις περιπέτειες της γειτονιάς, το 55, το 63, το 74, κι όλα αυτά δεν τα ξεχνούσε.

Λιγομίλητη, ήσυχη, καλοκάγαθη, να ευγνωμονεί τους ευεργέτες της, να θυμάται τα καλά στη ζωή της και να διαγράφει την ανθρώπινη αδυναμία.

Η Βασιλική, η τελευταία των παλαιών κατοίκων της ενορίας μας, οδηγείται  σήμερα στην τελευταία της κατοικία με τις ευχές μας. Πάει να συναντήσει τους δικούς της και τους φίλους και φίλες της γειτονιάς. Αιωνία να είναι η μνήμη της και ελαφρύ το χώμα που θα την σκεπάσει.