Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

τσικνοπέμπτη

 

ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ

Σαν τέτοια μέρα ήτανε, πριν καμιά τριανταριά χρόνια, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δούλευε στο φουλ, τότε που γίνονταν οι δάσκαλοι καθηγητές κι οι καθηγητές δάσκαλοι, ο τοίχος με τα προγραμματισμένα σεμινάρια ασφυκτικά γεμάτος, Πέμπτη τόσες του μηνός σεμινάριο στη Λεμεσό, στο Λανίτειο, φορτώνουμε το αυτοκίνητο τα υλικά, φυλλάδια και άλλα, κατεβαίνουμε ωραίοι ωραίοι, μένουν έκπληκτοι μερικοί συνάδελφοι που μας βλέπουν, μα πού ζείτε, στη Λεμεσό σεμινάριο Τσικνοπέμπτη; Μα αυτή τη μέρα θα παρελάσει στην πόλη ο βασιλιάς καρνάβαλος, -πού να ξέρουμε, δεν το υπολογίσαμε, -καλύτερα μην περιμένετε, -δεν γίνεται, αφού ήρθαμε και η ώρα είναι καθορισμένη, θα μείνουμε ως τις τρεις.

Και βεβαίως δεν ήρθε κανένας.

Μεταξύ μας, δεν θυμάμαι να ήταν καμιά σπουδαία μέρα στα παλιά η Τσικνοπέμπτη, οι σήκωσες μάλιστα, αφού μας έμεινε στη θύμηση και εκείνη με τον θάνατο του Γρηγόρη Αυξεντίου, σήκωσες, Καθαρή Δευτέρα, μάλιστα, με όλα τα παλιά.

Η τσικνοπέμπτη μας ήρθε μάλλον από Αθήνα, όταν έκλειναν τα πανεπιστήμια καμιά βδομάδα, κι εμείς στην Πλάκα και στα γύρω, με πολλή διασκέδαση της εποχής. Κι έτσι να μην είναι, ψάχνουμε να βρούμε τρόπους να διασκεδάσουμε, αλλά από νηστείες μάλλον μεσάνυχτα, γιατί μετά από όλα αυτά αρχίζουν οι νηστείες κι όποιος αντέξει πέρα από την καθαρά Δευτέρα.

Οι φιλόλογοι δεν ξεχνούν πως πρώτος που αγαπούσε την τσίκνα ήταν οι Ποσειδώνας, από τους πρώτους στίχους της Οδύσσειας, πήγε να απολαύσει εκατόμβη, βόδια και αρνιά στο βωμό να τσικνώνουν, να χαρεί το κορμί του. Αυτός μάλλον δεν ήξερε από νηστείες.

θεοὶ δ' ἐλέαιρον ἅπαντες
νόσφι Ποσειδάωνος· δ' ἀσπερχὲς μενέαινενα 20
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.
ἀλλ' μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ' ἐόντας,
Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν,
οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος, οἱ δ' ἀνιόντος,
ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης.
ἔνθ' γε τέρπετο δαιτὶ παρήμενος·

Κι οι θεοί τον συμπονούσαν όλοι,
εξόν τον Ποσειδώνα· αυτός βαριά ήταν χολωμένος
με το Δυσσέα το θεϊκό, στον τόπο του πριν φτάσει.
Βρισκόταν στους Αιθίοπες ο Ποσειδώνας τότες,
που ζούνε μοιραστοί μακριά στου κόσμου τις ακρούλες,
στου Ηλιού το βούλημα οι μισοί, στ΄ ανάβλεμμά του οι άλλοι,
για να δεχτεί εκατοβοδιά από ταύρους και κριάρια.
Εκεί γλυκοξεφάντωνε.» Καλές Κνίσες.