Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Λεμύθου

 

ΛΕΜΥΘΟΥ

Μια και τέλειωσες το πανεπιστήμιο, άντε να περιμένεις να ‘ρθει η σειρά σου, οι μόνοι που διορίζονταν αμέσως και δεν χρειάζονταν ούτε στρατό να παν, ή μόνο έξι μήνες, ήταν οι φυσικοί και φυσιογνώστες, οι  λοιποί «οπλίτες» τότε έπρεπε να περιμένουν δυο χρόνια τουλάχιστον, μηδενικά μπροστά στους σημερινούς που περιμένουν και είκοσι και διορισμό δεν βλέπουν.

Είναι μια Σχολή στα βουνά εκεί ψηλά, έχεις ακουστά τη Λεμύθου; όχι πού; κάτω από τον Πρόδρομο και; Είναι ένα συμβούλιο εδώ στο κέντρο της χώρας που κάνει τους διορισμούς, εσείς του Παγκυπρίου ξέρετε τον Σωκράτη τον Ευαγγελίδη που μπαίνει στις τάξεις και σας φέρνει καραμέλλες και γραμματόσημα, ναι, αυτός είναι στην επιτροπή, κάτι ήξερε κι ο πατέρας, και βρέθηκα στη Λεμύθου, με πέτρες στο νεφρό εκείνες τις πρώτες μέρες, αλλά δεν γίνεται τα «ψάρια» όπως τα λέν στον στρατό πρέπει να βρίσκονται στα νερά τους από την πρώτη μέρα, έτσι κι έγινε.

Να είναι καλά ένας ξάδελφος με πήρε εκεί, υπήρχε στο σχολείο οικοτροφείο, να μείνουμε μέχρι να βρούμε σπίτι κάτω στο χωριό, στους διαδρόμους να πηγαινοέρχομαι να περάσει ο πόνος, δόξα τω Παναγάθω, σε λίγες μέρες καλά, βρήκα και σπίτι κάτω, με συγκάτοικο θεολόγο, μακαριστό τώρα, είχε καινούργιο αυτοκίνητο, Σαββατοκυρίακα στη χώρα. Τις μέρες με χιόνι, σαν τώρα, άλλος κόσμος εκεί πάνω, δεν πέρασε χρονιά που να μην έχουν δυστύχημα οι συνάδελφοι με το αμάξι τους.

Κόσμος καλός, μαθητές υπάκουοι, καλά παιδιά της υπαίθρου, με σεβασμό και αλληλοεκτίμηση, ως τώρα με πολλούς τα βρίσκουμε στο φέιζπουκ, η δουλειά πολλή, πρώτη χρονιά, διάβασμα πολύ αλλά και εκδηλώσεις με θεατράκια και χορωδίες, ήταν καιρός του Άξιον Εστί των Ελύτη Θεοδωράκη, κάθε μέρα πριν πάμε στο σχολείο να το ακούμε και να το αποστηθίζουμε, μοναδική εμπειρία, με το μαγνητόφωνο εκείνο με τα μεγάλα καρούλια.

Το μεσημέρι στο εστιατόριο της Σχολής, ο διευθυντής πάντα προετοιμασμένος για συζήτηση σε συγκεκριμένο θέμα του, εκείνος το ήξερε εκείνος μονολογούσε, εμείς ψελλίζαμε κάτι, ευτυχώς ήρθε επιθεωρητής φιλολογικών, παρακολουθεί, κατεβαίνει και του λέει, έχεις δυο φιλολόγους μοναδικούς, ο άλλος ήταν ο Γιαγκουλλής, φίλος και συνάδελφος με τα ενδιαφέροντά του και το τρέξιμό του ένα γύρο τα χωριά, ανέβηκε η μετοχή μας.

Καφενείο δεν είχα χρόνο να πάω, με τη σόμπα των ξύλων και τους καπνούς, ήταν ένα κέντρο ως μαθητική εστία, εκεί βρίσκονταν τα παιδιά και έπαιζαν και κοινωνικοποιούνταν, κάναμε εκεί κανένα γλέντι, αλλά τις νύχτες του χειμώνα μάλλον βρισκόμαστε σε σπίτια συναδέλφων με το τζάκι, τα λουκάνικα, τον παστουρμά και το κρασάκι ή τη ζιβάνα της περιοχής, αξέχαστα.

Την άνοιξη άλλος κόσμος, την ένιωθες πολύ περισσότερο από την πόλη, άνθιζαν οι σπαλαθκιές, ήταν και τα παιδιά άλλες ανοίξεις, κι όταν άρχιζαν τα κλήματα να ξυπνούν, άκουγες που μεγάλωναν τα κλαριά κι απλώνονταν, ενώ τα αηδόνια πράγματι ξεψυχούσαν τα βράδια.  

Ένα χρόνο δυο χρόνια, τράβα στο καλό!