Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

του δωδεκάμερου

 Του δωδεκάμερου

Περνούσα από το βιβλιοπωλείο του Κασουλίδη, Λιπέρτη ήταν αν δεν απατώμαι, πήγαινα για το παπουτσίδικο του παππού, Ξενοφώντος, πάροδος Ερμού, άρχιζαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, Τρίτη Γυμνασίου, κυκλοφορούσαμε άνετα στη Λευκωσία, λίγος κόσμος, γνωστοί σχεδόν οι περισσότεροι, ουδείς φόβος, πού πάει μόνο του το παιδί, εκεί στην προθήκη ο Κασουλίδης έβαλε την Ανθολογία του Αποστολίδη, χοντρό βιβλίο, πάνω από Α4, και τιμή εικοσιπέντε σελίνια, και πώς να τα βρούμε, όλα αρχίζουν από το κεφάλι έλεγε ο μεγαλύτερος αδελφός, και τι να κάνω που αρχίζουν και μένουν εκεί, μανία κι αυτή, ήταν καιρός που γνωρίζαμε στο σχολείο τον Παπαδιαμάντη, τον Σολωμό, άλλους ποιητές ξεχασμένους σήμερα, δεν είχαν ανεφανεί τα μεγάλα ονόματα, άντε ένας Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, τέτοια, στον παππού αν δούλευα καμιά βδομάδα ίσως να μου έδινε κανένα δεκασέλινο, ήταν και γιορτές, πέρασα από το σταυροπάζαρο στον πηγαιμό για το σπίτι, ήταν στη γωνία ο Αναστάσης ο πρόσφυγας, μεγάλο κατάστημα, μεγάλες σακκούλες γεμάτες φασόλια, κουκκιά ρεβύθια, μα μύριζε πολύ ο γλυκάνισσος κι η αρτισιά, ένα σακκουλάκι καφέ παρακαλώ, το παίρνω, πάω σπίτι, βρίσκω ένα τετράγωνο ξύλο, ως μια πιθαμή επί πιθαμή, το μπουκαλάκι η μαύρη βαφή των παπουτσιών ήταν σχεδόν στον πάτο, παίρνω τον τάπο, τον τοποθετώ στο κέντρο του ξύλου, και καρφώνω σπόντες ένα γύρο, να μπορεί να κάθεται εκεί το μπρίκι του καφέ, χρησιμοποιούσαμε τότε το μπλέ οινόπνευμα, το βάζαμε στην τάπα κι ανάβαμε, καφές αργοψημένος υπέροχος, έμαθα τη δουλειά, μου ΄διναν στην αρχή ένα γρόσι ο παππούς κι η γιαγιά, κι ήρθε η ώρα να μετατραπώ στον καφετζή της οικογένειας, να αυξήσω τα έσοδα, μα δεν έφταναν...

Εκεί κάτι μυρίστηκε η θεία Μαρούλα, εσύ κάτι θέλεις να αγοράσεις, μου λέει, παιδιά δεν είχε, ελεύθερη ήταν, μας αγαπούσε σαν παιδιά της, άντε θεία, ναι μια Ανθολογία ποίησης, πόσα υπολείπονται; Τόσα, πάρε, και έτσι τις διακοπές τις έβγαλα στο σπίτι εκείνη τη χρονιά, τα βράδια κοντά στη σόμπα του γκαζιού ή του πετρελαίου, κάτω στου παππού άναβε το μαγκάλι, ατμόσφαιρα, ακόμα θυμάμαι τα διαβάσματά μου, μια και δυο τα ποιήματα εκείνα, του Διονύσιου, με τη θλίψη τους, μέσα στη χαρά των γιορτών…