Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ο Φίλιππος

Φίλιππος
Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος, φίλε μου φίλε μου, σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα, κίνηση θα πει ζωή, κοιλάδα και χαμήλωμα, και μαζί σου όλα χάθηκαν Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες. Όχι της άμπουλανς, του Οδυσσέα τις γλυκόφωνες σειρήνες να θυμάσαι, μα κείνος ήτανε στραμμένος σ' άλλα οράματα. Οραματιστής λέγεται, όχι ονειροπαρμένος. Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Θυμηθείτε και το Ρίτσο, παγκοσμιότητα, παγκόσμιο ιδανικό ήταν τον καιρό τους το κομμουνιστικό πρότυπο, ας είναι, Πού είναι το πρόσωπό σας
το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε. Καθαρό πρόσωπο να ‘χεις, να μπορείς να βλέπεις τον άλλο, στη φάτσα, και να σε βλέπει, να μην ντρεπόσαστε, Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Φως, ελευθερία και δόξα, ήλιε νοητέ Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα. Ένα κακό ακολουθεί το άλλο, κατά γη και κατά θάλασσα, Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας. ‘άλλο το φως άλλο το σκοτάδι, το μαύρο σκότος, τον σκοτώνει, τον ρίχνει στο σκότος,
Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα. Είτε εμφύλιος είτε μη αίμα να πιει η μαύρη γη
Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Και μια και δυο να το λες, Φυσάει απόψε δυνατά.
Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.
Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι οι καρικατούρες της ζωής, δεν φταιν οι άνθρωποι, άλλοι έτσι άλλοι αλλιώς, όλοι χωρούν στον κόσμο, κι η νύχτα σαρωμένη φωτιές παντού και πυροβολισμοί
μια πολιτεία φανταστική καλύτερα μια πόλη φάντασμα, να καταλάβεις, κι ασάλευτη χωρίς κίνηση χωρίς ζωή,
δέντρα πεσμένα στις οικοδομές. Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή
ο αγώνας που σε πάει σ' άλλον αγώνα; Μάλιστα, αυτό κάνει ο πολεμιστής, αυτό κάνει τον πολεμιστή, ο διαρκής αγώνας, έλεγε κι ο Ρίτσος, κι όλοι το λεν, η ελευθερία δεν είναι καμιά κατάσταση, ένας διαρκής αγώνας είναι, σταματά το ένα αρχίζει το άλλο, από σκλαβιά σε σκλαβιά από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα, Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Τι να λέει ο κλαμένος; Τα ίδια και τα ίδια. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε. Και βέβαια του έφταιγαν αφού ερειπώθηκαν , α το ξέρετε καλύτερα αλλοτριώθηκαν; Πάλι καλά, αλλότριος είναι ο ξένος, αποξενώθηκαν από τον ίδιο τον εαυτό τους, δεν τους καταλαβαίνεις ρε παιδί μου,
Οι σκοτεινές μέρες του 'φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα.
Το αίμα του ακούγοντας, τα ιδανικά, το βαθύτερο εαυτό, τη συνείδηση, ανέβηκε τα λαμπερά βουνά. Κι απόμεινα μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας μέσα στην κούφια Λάρισα. Και μας άφησε μόνους, καλά να πάθουμε καλά να κάνει, Και τότε
ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη
μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα
μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη
κυρία Πανδώρα. Πέθανε
χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα, πολύ χτικιό φέτο έπεσε στην τάξη, χτικιάρηδες στην Αστροφεφεγγιά ένα σωρό, ο Θεός να μας φυλάει.
Άντε τώρα και τι να πεις, έτσι ήταν και το σπίτι της μάνας μου, έπεσε ο στύλος της ηλεκτρικής από όλμο, ήταν και σκαμμένοι οι δρόμοι, μια Λευκωσία Λάρισσα, κι ο αδελφός μου, στο φυλάκιο μπροστά, κι ας μη λεγόταν Φίλιππος, όμως ανέβηκε κι αυτός κι όσοι μαζί του το 1974 τα λαμπερά βουνά, είχαν τα ιδανικά τους, δεν ανέχονταν να τους βρίσεις ιερό ούτε όσιο, κι ας ήταν προδομένοι, πού είναι η ανθρωπιά σας, και πολύ σωστά έλεγαν, άλλοι αιχμάλωτοι άλλοι αγνοούμενοι και κεκοιμημένοι στα βάθη της γης, μια γη αιματοβαμμένη, τα πλοία έξω από το νησί γυρόφερναν, το κακό ήταν και μέσα και απ’ έξω, κι όμως η ζωή συνεχιζόταν και στην Κακοπετριά και στη Λεμεσό και στην Πάφο, τα γκαρσόνια δούλευαν συνεχόμενο ωράριο, συναχωμένα, βερνικωμένα, μαύρος νους μαύρες μέρες, σκότωνε πριν ο ένας τον άλλο, ύστερα τους σκότωναν οι Τούρκοι, μπορείς να επαναλαμβάνεις κλαίοντας, δεν θα ξανάρθει, δεν θα ξανάρθει, στη λύπη δεν γεννοβολά ο νους, τα ίδια και τα ίδια λέει, κι ας τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια, καλά εδώ τι είχαν να τους τάξουν, οι σειρήνες βρε να σου θυμίσουν Οδύσσεια, σαγηνευτικά πράματα, κι ενώ εγώ σου μιλώ για το Φίλιππο, το παλικάρι, εσύ, ο νους σου να μη σου πω, την κυρά Πανδώρα τι μου θυμάσαι, τη σεξουάλα τη διαστρεμμένη, εσένα λέω, πόσα να πεις στα παιδιά παραπάνω, άντε τον τόπο, τον χρόνο, τα πρόσωπα και μια μαύρη κατάμαυρη κατάσταση, γι’ αυτό δεν προχωράτε και μένετε δυο και τρεις ώρες στους ίδιους στίχους, άντε να δω!!!