ΦΩΤΙΟΣ
Εκεί που καθόταν στην εξορία, διάβασε και να διαβάσεις, κι ύστερα τα έγραψε όλα σε ένα βιβλίο, τι βιβλίο, βιβλιάρα, μυριόβιβλο την ονόμασε, μύρια είναι τα δέκα χιλιάδες να σκεφτείς, και τα έστειλε του αδελφού του του Ταράσιου, το όνομα του θείου του, μεγάλος ο Φώτιος, ξαγρυπνούσε όλη νύχτα διαβάζοντας και σκεφτόμενος πώς να ανέλθει ιεραρχικά, και σε μια βδομάδα από απλός κατάληξε πατριάρχης, γιατί λέει ο αυτοκράτορας κάλεσε όλους τους μητροπολίτες και τους είπε, σαν σας προτείνω να γίνετε πατριάρχες εσείς να αρνιέστε, για να φανεί πόσο ταπεινόφρονες είστε και να εκτιμηθεί η αρετή σας, έτσι κι έγινε, του αρνιούνταν κατά τη συμφωνία, και αυτός επισήμως, αφού εσείς αρνιέστε και μόνο ο Φώτιος δέχτηκε να γίνει πατριάρχης, αυτόν και εισηγούμαι για το θρόνο, κόπηκε η μουτσούνα τους, τι να πουν, γερόντια άλλοι, φοβισμένοι όλοι, δεν τα ‘βαζε και κανείς εύκολα με το Βάρδα, και που θα πάει ο Τσίπρας στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, είναι και μέρα που θα γιορτάζουν τον άγιο Φώτιο, μεγάλος στο τέλος, τέρας γνώσεων, δάσκαλος από τα γεννοφάσκια του, θα δει και τον Βαρθολομαίο και θα πάει και στην αγια Σοφιά το μέγα μοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα και τόσους μιναρέδες, ο Φωτής στο Βουνό, ήταν ένας καλότατος και ευγενικός κύριος, αδελφός του θείου Κυριάκου, Ταπάκηδες το επίθετο, πολύ κάπνιζε λένε ο πατέρας τους, αυτοί μάλλον άκαπνοι ήταν, δεν θυμάμαι να τους είδα με τσιγάρο, λεωφορείο είχε ο Φωτής, θκειε Φωτή τον φωνάζαμε, ένας του γιος, φίλος, παρακολουθεί τα γραφτά, θυμάται και λυπάται, χάσαμε το παν, που ήταν το Βουνό. Έλεγε κάμποσα ο Κωστής ο Κοκκινόφτας το πρωί, παντογνώστης στα θέματά του, με το φίλο Λάζαρο, κι ανάμεσα σε άλλους φοιτητές της Χάλκης, θυμήθηκα το δάσκαλό μας θεολόγο στο Παγκύπριο, τον Νικόλαο Πέτσα, μια μέρα λέει ήταν περίπατο μ’ ένα συμφοιτητή του, μιλούσαμε για το μάτιασμα, τη βασκανία, που την αποδέχεται και η εκκλησία, και βλέπουν στο δρόμο ένα Τούρκο αξιωματικό στο άλογό του, περήφανα όντα, τον αποθαμάζει ο συνοδοιπόρος του θεολόγου μας, δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του, τι άλογο είναι αυτό μωρέ!!!και να σου πέφτει στο δρόμο φαρδύς πλατύς άλογο και αναβάτης, αυτά.
Εκεί που καθόταν στην εξορία, διάβασε και να διαβάσεις, κι ύστερα τα έγραψε όλα σε ένα βιβλίο, τι βιβλίο, βιβλιάρα, μυριόβιβλο την ονόμασε, μύρια είναι τα δέκα χιλιάδες να σκεφτείς, και τα έστειλε του αδελφού του του Ταράσιου, το όνομα του θείου του, μεγάλος ο Φώτιος, ξαγρυπνούσε όλη νύχτα διαβάζοντας και σκεφτόμενος πώς να ανέλθει ιεραρχικά, και σε μια βδομάδα από απλός κατάληξε πατριάρχης, γιατί λέει ο αυτοκράτορας κάλεσε όλους τους μητροπολίτες και τους είπε, σαν σας προτείνω να γίνετε πατριάρχες εσείς να αρνιέστε, για να φανεί πόσο ταπεινόφρονες είστε και να εκτιμηθεί η αρετή σας, έτσι κι έγινε, του αρνιούνταν κατά τη συμφωνία, και αυτός επισήμως, αφού εσείς αρνιέστε και μόνο ο Φώτιος δέχτηκε να γίνει πατριάρχης, αυτόν και εισηγούμαι για το θρόνο, κόπηκε η μουτσούνα τους, τι να πουν, γερόντια άλλοι, φοβισμένοι όλοι, δεν τα ‘βαζε και κανείς εύκολα με το Βάρδα, και που θα πάει ο Τσίπρας στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, είναι και μέρα που θα γιορτάζουν τον άγιο Φώτιο, μεγάλος στο τέλος, τέρας γνώσεων, δάσκαλος από τα γεννοφάσκια του, θα δει και τον Βαρθολομαίο και θα πάει και στην αγια Σοφιά το μέγα μοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα και τόσους μιναρέδες, ο Φωτής στο Βουνό, ήταν ένας καλότατος και ευγενικός κύριος, αδελφός του θείου Κυριάκου, Ταπάκηδες το επίθετο, πολύ κάπνιζε λένε ο πατέρας τους, αυτοί μάλλον άκαπνοι ήταν, δεν θυμάμαι να τους είδα με τσιγάρο, λεωφορείο είχε ο Φωτής, θκειε Φωτή τον φωνάζαμε, ένας του γιος, φίλος, παρακολουθεί τα γραφτά, θυμάται και λυπάται, χάσαμε το παν, που ήταν το Βουνό. Έλεγε κάμποσα ο Κωστής ο Κοκκινόφτας το πρωί, παντογνώστης στα θέματά του, με το φίλο Λάζαρο, κι ανάμεσα σε άλλους φοιτητές της Χάλκης, θυμήθηκα το δάσκαλό μας θεολόγο στο Παγκύπριο, τον Νικόλαο Πέτσα, μια μέρα λέει ήταν περίπατο μ’ ένα συμφοιτητή του, μιλούσαμε για το μάτιασμα, τη βασκανία, που την αποδέχεται και η εκκλησία, και βλέπουν στο δρόμο ένα Τούρκο αξιωματικό στο άλογό του, περήφανα όντα, τον αποθαμάζει ο συνοδοιπόρος του θεολόγου μας, δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του, τι άλογο είναι αυτό μωρέ!!!και να σου πέφτει στο δρόμο φαρδύς πλατύς άλογο και αναβάτης, αυτά.