Ναι, αλλά εμείς Παρασκευή έπρεπε να στολίσουμε τον επιτάφιο,
και δεν υπήρχαν βέβαια τότε ανθοπωλεία στη Λευκωσία, επιδρομές νυχτιάτικα
λοιπόν, στο γειτονικό κήπο σήμερα λεγόμενο του Ορφέα, ο μακαρίτης όμως ο
Κυριάκος ολοχρονίς με την κηπουρική και το στήσιμο του κήπου δε θα μας άφηνε να
του κόψουμε τα λουλούδια, έμενε εκεί ως αργά, έτσι κι αλλιώς γνώριζε τα
κοπελλούθκια της γειτονιάς, την άλλη μέρα στις μανάδες και στους κυρούδες μας καταγγελία,
ας πάμε σε άλλα σπίτια, τα πρώτα που χτίζονταν έξω από τα τείχη, πριν ακόμα
υπάρξει Γυμνάσιον Θηλέων Παλουριωτίσσης, ήταν με κήπους, καινούργια σπίτια,
καγκελλόπορτες, αλλά μπορούσαμε να πηδήσουμε, να κλέψουμε λουλούδια, έτσι λέγεται η πράξη, να τα μαζέψουμε ύστερα σε
ένα μπάνιο τενεκεδένιο με νερό, για να τα χρησιμοποιήσουμε την άλλη μέρα, πρώτα
μυρσίνη, άντε τώρα με κανένα αυτοκίνητο μεγαλύτερού μας που μας κουβαλούσε στα
όρη να κόψουμε μυρσίνη και μυροφόρες, ολόκληρες κοφίνες έπρεπε να γεμίσουν, το
μερσίνι σαν βάση στον επιτάφιο, κι ύστερα κάμποσο γυψόφυλλο, ήταν της μόδας,
λευκό και φουντωτό, κι όσα ωραία από τα κλεμμένα.
Τις μυροφόρες θα τις έδινε τη νύχτα ο παπάς στους πιστούς
την ώρα που προσκυνούσαν τον επιτάφιο, να πάρει κι αυτός καμιά μπακκίρα, φτωχός
άνθρωπος, κι ύστερα το μερσίνι μετά την Παρασκευή, θα το απλώναμε στο δάπεδο,
σύμβολο της νίκης της ζωής πάνω στο θάνατο, να μυρίζει η εκκλησιά, να πατούν οι
πιστοί και να τρίζει μοσκοβολιά.
Και η λαμπρατζιά, νομίζουν τώρα τα παιδιά πως μόνο αυτά στην εποχή τους αγωνίζονται
γι’ αυτήν, πού να’ ξεραν, σοβαρούς που μας βλέπουν, τι αστυνομία μας κουβαλούσαν
οι εργολάβοι, σαν τους αρπάζαμε τους πόντους και κάθε λογής ξυλεία που βρίσκαμε
σε καμιά οικοδομή, τότε γύρω στο 55, χτιζόταν δίπλα στον παλιό Ολυμπιακό ένα
καινούργιο, μεσάνυχτα μας ξύπνησε η αστυνομία, καταγγελία πως κλέψατε τα ξύλα
για τη λαμπρατζιά της εκκλησιάς, κατάθεση από κραββάτου, δεν ξέρω πόσα πλήρωσαν
οι γονιοί μας τότε, αλλά μάθαμε. Οι οικοδόμοι χρειάζονται την ξυλεία τους.