Οι γυναίκες της ζωής μου
Στέλιος Παπαντωνίου
Το γυνακείο ιερατείο στο σπίτι ήταν η γιαγιά Ελεγκού, η μάνα
μου, η θεία Μαρούλα, αδελφή της, έμενε μαζί μας ελεύθερη, κι όταν παντρεύτηκε
στο σπιτάκι της, κολλημένο με το δικό μας, στον άγιο Κασσιανό.
Η γιαγιά μεζετζού, τα’ παμε κι άλλη φορά, πάντα είχε στη
φίζα, μέσα στο αρμάρι της, τυρί, κάποτε τσαμαρέλλα, λουκάνικο, χοιρομέρι,
φώναζε ένα ένα τα εγγόνια, μην πάρει είδηση ο ένας τον άλλο, έλα κάτι που σε
θέλω, και με το μαχαιράκι της έκοβε το μεζεδάκι, κάτσε κοντά μου να φας και μην
πεις σε κανένα.
Μια ιεροτελεστία το τηγάνισμα κεφτέδων, πάντα με το πύραυνο
και το σουβλί στο χέρι, έτσι τηγανίζονται οι κεφτέδες, με το σουβλί! Το σύνθημα
ήταν ψιτ, ψιτ, από δω. Έδιωχνε τάχα τους γάτους- που δεν είχαμε στο σπίτι- κι
εμείς τρέχαμε, φάε τώρα που ψήνονται, ζεστοί.
Στην εκκλησιά πάντα με τη μαλλίνα, τέτοια εποχή, στα
κοντάτζια, να την απλώνει σε δυο τρεις σκάμνους, να κρατά θέση για τις κόρες της,
ως τώρα είναι εκεί, εγώ τουλάχιστον τις βλέπω!
Η μεγάλη τέχνη που μετάδωσε στη μάνα μου ήταν η μαγειρική κι
εκείνη η θεία πατρογονική οικονομία: τίποτε δεν πετάμε, φτωχοί άνθρωποι είμαστε
- ποτέ δεν ακούστηκε από το στόμα καμιάς, τώρα το συμπεραίνουμε. Ό, τι απέμενε
από φαγητό είχαν μια υπέροχη τέχνη, να φτιάχνουν την άλλη μέρα πρώτης τάξεως
καλούδια. Πλύσιμο με το νερό που’ χαμε στο πιθάρι αλουσίβα, άπλωμα πάνω στο
ανωούι, σίδερο με τα κάρβουνα, τι ιεροτελεστία ήταν κι εκείνη, με το’ να χέρι από το ξύλινο χερούλι και να το
κουνούν μπρος πίσω, να ανάψουν τα κάρβουνα!
Η μάνα μαστόρισα στα γλυκά, στο μαντάρισμα, στην καθαριότητα,
στην καλαισθησία, στην αγάπη, μα γιατί είναι τόσο γλυκά τα φαγητά σου ρε μάνα,
ποιο το μυστικό, πολλή αγάπη! έλεγε, Θεός σχωρέσει τες. Η θεία στο κέντημα και
σ’ όλες τις τέχνες της εποχής, πολυτεχνίτισσα! Τα στέφανα που’ περναν στις κηδείες
αυτή τα κατασκεύαζε, ένα τέλι να γίνεται μεγάλο στεφάνι, ύστερα να το περνά με
λωρίδες χαρτί αμπαζούρ το γύρο, κι ύστερα από λευκή κόλλα κολλημένα στο τέλι σαν
φύλλα δέντρου μεγάλα ένα γύρο, στο
κέντρο ένα μεγάλο λουλούδι καμωμένο και πάλι με τέλι τυλιγμένο από χαρτί
αμπαζούρ χρωματιστό, ήταν πολύ της μόδας. Μόνο που της άρεσε να τραγουδά το «Πέρα στους πέρα
κάμπους…» κι εγώ έπιανα τα κλάματα. Σαν άρχιζε μια καινούργια δουλειά, ένα
τρικό, «τρέξε γρήγορα από τη μια άκρα του ηλιακού στην άλλη, να τελειώσει
γρήγορα κι η δουλειά». Παλιές αντιλήψεις, ωραίος κόσμος, συνδυασμός ενεργειών!
Η γιαγιά παπαδιά στο Βουνό πάντα έτοιμη, μόλις πηγαίναμε να ανάψει τα κάτσαρα στη
γωνιά, να βάλει πάνω το τηγάνι, λάδι πολύ, ελιόλαδο γιόρκι, να τηγανίσει τα
αυγά και τα χαλλούμια, τις ελιές, να φέρει ζεστό ψωμί ή ελιόπιτες από το φούρνο
που άναβε στην αυλή. Ύστερα από χρόνια η αποκάλυψη: η γιαγιά δε λεγόταν παπαδιά
αλλά Ειρήνη!!!
Κι όταν τώρα ακόμα πηγαίνω σε γυναικείο μοναστήρι αγοράζω
γλυκό αμυγδάλου. Έφερες γλυκό των μωρών; Ρωτούσε πάντα ο παππούς παπάς. Με το
γλυκόν του αθασιού την μνημονεύω.
Εκείνος ο κόσμος είναι εκεί. Μας θεμέλιωσε. Τον τιμούμε.
Τώρα στο πλευρό μου η γυναίκα μου, οι κόρες μου, οι εγγονές
μου. Οι γυναίκες της ζωής μου. Ο Θεός μαζί τους!