ΔΙΕΡΩΤΑΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ Στέλιος Παπαντωνίου
Διερωτάται
κανείς γιατί το 18% του πληθυσμού μιας χώρας να κατέχει το 37% των εδαφών και
το μέγιστο δυνατό των παραλιών της, γιατί το 18% να κατοικεί στα σπίτια και στα
χωριά εκδιωχθέντων διά της βίας των τουρκικών όπλων ελλήνων κατοίκων της χώρας,
γιατί να χρειάζεται το ποσοστό τούτο για σαράντα χρόνια 20000 στρατιώτες να το
προσέχουν, γιατί να θέλει να εξισώνεται και όχι μόνο, αλλά και να υπερβαίνει
κάθε δικαιοσύνη και να ζητά και να ζητά και να ζητά, εδαφικά, συνταγματικά,
αναγνωρίσεις κράτους, δυνατότητες να κατευθύνει την πλειοψηφία και να κατασπαράξει τα
εναπομείναντα ελληνικά και χριστιανικά;
Είχε ανάγκη
η Τουρκία να στείλει κατοίκους και πολίτες της εδώ, γιατί δεν μπορούσε να τους θρέψει;
Βεβαίως όχι. Αν δεν είναι επεκτατικά τα σχέδιά της για την Κύπρο, τότε τι
είναι; Προστατευτικά, προοδευτικά, ειρηνικά;
Κι ενώ όλα αυτά είναι τόσο οφθαλμοφανή, γιατί να υπάρχουν ελληνοκύπριοι
που να αποδέχονται πως το πρόβλημά μας είναι
η συμβίωσή μας με τους τουρκοκύπριους και μάλιστα πως χρειαζόμαστε και ειδική
εκπαίδευση γι’ αυτό; Το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δοτό δοτό, αλλά
υποστηρίζει πως κάθε κοινότητα έχει το δικαίωμα να κάμει με την παιδεία της ό,
τι νομίζει καλύτερο. Πώς κατέβηκε τώρα η ιδέα πως χρειάζεται να γίνει μικτή επιτροπή, που να συνεδριάζει και να αποφασίζει
τι και πώς θα διδαχτούν τα παιδιά μας; Δηλαδή, να έχει δικαίωμα ο αλλόθρησκος
και αλλοεθνής να μου υποδεικνύει πώς θα αναθρέψω εγώ τα παιδιά μου ή πώς και τι
θα διδάσκεται στο ελληνικό σχολείο!!! Η συμβίωση στηρίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση
και στη δικαιοσύνη και δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμιά αδικία. Δεν μπορεί να
σβηστεί από το μυαλό πως ελληνικά εδάφη καταπατούνται από τον κατακτητή και πως
ο Πενταδάχτυλος προσβάλλεται ασύστολα. Δεν διαγράφονται τα εγκλήματα του
πολέμου, ολοζώντανα ακόμα, οι νεκροί και κακοποιημένοι αγνοούμενοι, τα χωριά κι
οι πόλεις μας. Η τουρκοκρατούμενη γη μας παραποιείται, παραχαράσσεται ο
πολιτισμός της, οι εκκλησιές μας συνεχίζουν να είναι κατεδαφισμένες, τα
νεκροταφεία συλημένα. Κι ενώ υπάρχουν όλα αυτά, θα διδάσκουν στα σχολεία τι;
Είπαμε όμως κι άλλη φορά: Έχουμε την πίστη μας, έχουμε το Θεό μας,
έχουμε την Ιστορία και παράδοσή μας, τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας, που μόνο
ανάξιοι πνευματικά μπορεί να νομίζουν πως είναι δυνατοί τόσο, ώστε να
επιδράσουν και να μεταλλάξουν τις ρίζες μας.
Τον καιρό της
Φραγκοκρατίας ένας ιταλός προσκυνητής έρχεται στην Κύπρο και διερωτάται πώς
είναι δυνατόν να υπάρχουν χριστιανοί σ’ αυτό τον τόπο, που πολιορκείται από
τούρκους και σαρακηνούς. Και όμως η χριστιανική πίστη συνεχίζει να υπάρχει στον
τόπο μας από τα χρόνια του Χριστού.
‘Ενας άλλος ιταλός παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα την 9
Ιουλίου 1821 και διερωτάται, ύστερα από τόση θηριωδία που επιδείχθηκε από τους τούρκους,
πώς είναι δυνατόν να παραμένουν άνθρωποι, Έλληνες , σ’ αυτό τον τόπο, που τον
κατάντησαν για θεριά. Κι όμως συνέχισε ο ελληνισμός κι ο χριστιανισμός να
υπάρχουν «στου ’ν τον τόπον πο ΄ν καμένος τζι έθ θωρεί ποττέ δροσιάν». Και θα συνεχίσει
να υπάρχει εις αιώνα αιώνος. Η μαγιά που λέγαμε.