Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Κώστα Βασιλείου Το Νάμιν Β΄

ΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟ ΝΑΜΙΝ Β΄ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ
ΤΟΥ ΧΟΝΤΡΟΔΑΚΤΥΛΟΥ Τ’ ΑΝΑΡΚΟΔΟΝΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΑΙΟΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2015
ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ
«Απόν εσύντυσιεν /εθάψαν τον ζωντανόν`/μα επειδή είσιεν τσαγανόν/
εβλάστησεν, εδράτζιασεν /εγίνην ίλαντρον δεντρόν/
τζι απόν εμπόρειαν να τον ξαναθάψουσιν/
επειδή έπρεπεν πρώτα να τον ξιθάψουσιν/επάθαν σεληνιασμόν /
τζι επήαν τζι εδώκαν μες στον κρεμμόν /στον ποταμόν της λοιμιτζιής
όπως τους σιοίρους της παραβολής- ή /όπως τες λόττες της πολιτιτζιής
τζι έτσι επήεν πάσα κακόν.»

Από μια πρώτη ματιά το κείμενο σημαίνει την απόφαση του ποιητή,  εκ μέρους της ποιήσεως και της κυπριακής διαλέκτου στην  οποία τελευταία γράφει, να διεκδικήσει τα δίκαιά τους, την αρμόζουσα θέση τους στην πνευματική κοινωνία, που τους αρνήθηκαν άδικοι κριτές. Η σιωπή του ποιητή, και της ποιήσεως εν γένει,  είναι συνεργός στην αδικία, γι’ αυτό η δυνατή έκφρασή του εκπροσώπου της είναι το αντίδοτο στην αδικία, άρα φορέας δικαιοσύνης. Η συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων της ποιητικής δύναμης, η αυτογνωσία, επέρχεται ύστερα από το πάθος που οδηγεί στο μάθος,  κατά το Αισχυλικό ο παθός μαθός. Βλέποντας την ίδια τη νεκρανάστασή της και τον πολλαπλασιασμό των δυνάμεών της αναγαλλιάζει με τη θέση των αδίκων κριτών που αναγκαστικά φέρνουν στην επιφάνεια το ποιητικό διαλεκτικό έργο, μη μπορώντας να επαναλαμβάνουν το ανοσιούργημα. Βρισκόμενοι σε αδιέξοδο οι κριτές και πέφτοντας στο λάκκο που οι ίδιοι άνοιξαν πάσχουν ως άδικοι και έτσι η αδικημένη ποίηση και κυπριακή διάλεκτος οδηγούνται στην έξοδο, στην κάθαρση, περικλείοντας και όλη την πνευματική πορεία του ποιητή.
 «Απόν εσύντυσιεν/ εθάψαν τον ζωντανόν`»
Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνεί και να φανερώνει διά του λόγου την παρουσία του σ’ένα κόσμο που συνήθισε να θαμπώνεται με τα αλαλάζοντα κύμβαλα και τους απαστράπτοντες τενεκέδες. Ο σιωπών αλλά άξιος λόγου θάβεται, η παρουσία του εξαφανίζεται, ουδείς μιλά ή γράφει γι’ αυτόν και το έργο του, για την ποιητική παραγωγή και την κυπριακή διάλεκτο. Ο Κώστας Βασιλείου, εκπροσωπώντας εδώ την ποίηση και την πνευματική παραγωγή στην κυπριακή διάλεκτο παρέμεινε επί πολύ στη σιωπή, οργανωμένη ή ανοργάνωτη, των επαϊόντων. 
«μα επειδή είσιεν τσαγανόν/εβλάστησεν, εδράτζιασεν/εγίνην ίλαντρον δεντρόν»
Επειδή όμως σπαργούσε η ενδογενής της δύναμη, είχε τσαγανό, νεύρο, θάρρος, ζωτικότητα, γι’αυτό και -θαμμένη όντας από τους κριτικούς- εβλάστησεν, εδράτζιασεν, εγίνην ίλαντρον δεντρόν, για να θυμηθούμε το Βασίλη Μιχαηλίδη με το ίλαντρον, γέραντρον, γηραλέο δέντρο, που γύρω του πετάσσουνται τριακόσια παραπούλια, μόλις κοπεί, άρα όχι μόνο δεν ήταν  προς θάνατο αλλά ως ζωηφόρο δέντρο  δίνει ζωή στη νιότη, να συνεχίσει το έργο. Ως άλλος Ιησούς μέσα από τις πασχαλιές του επιταφίου στέλλει το μήνυμα της ανάστασης, για να θυμηθούμε τον Ελύτη, που με την ίδια σχεδόν προμετωπίδα μάς εισάγει στο Άξιον Εστί: «Ἑκ νεότητός μου επολέμησάν με και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι», αλλά και τον Παύλο Λιασίδη και τη συνάντησή του με τον Οδυσσέα Ελύτη, όπως παραδίνεται  από τον Κώστα Βασιλείου στο Νάμιν Α. Από τη μια ο πόλεμος ενάντια σε κάθε άξιο κι από την άλλη η ανύψωση του διαλεκτικού ποιητή σε ισότιμη θέση με τον βραβευμένο με Νόμπελ.
Η ανάστασις  του Ιησού δεν ακολουθείται από άλλο θάψιμο αλλά από ανάληψη στον κόσμο του πνεύματος και των ουρανών.
«τζι απόν εμπόρειαν να τον ξαναθάψουσιν /επειδή έπρεπεν πρώτα να τον ξιθάψουσιν
επάθαν σεληνιασμόν»
Σκότος επέπεσεν στις κεφαλές των αδίκων κριτών και μελετητών, γιατί η εμφάνιση ποιημάτων και η πνευματική δημιουργία σε ανθολογίες και ιστορίες της λογοτεχνίας και σε μελέτες δεν ήταν δυνατό να αποκρυβεί ή να αποσιωπηθεί. Η αξία της ποίησης, της διαλέκτου, του ίδιου του ποιητή άρχισε να επιβάλλεται.
«τζι επήαν τζι εδώκαν μες στον κρεμμόν/στον ποταμόν της λοιμιτζιής/
όπως τους σιοίρους της παραβολής- ή»

Δύο εικόνες από το «επάθαν σεληνιασμόν»
Α). τζι επήαν τζι εδώκαν μες στον κρεμμόν/στον ποταμόν της λοιμιτζιής
όπως τους σιοίρους της παραβολής- ή
και Β). όπως τες λόττες της πολιτιτζιής
με αποτέλεσμα την κάθαρση
«τζι έτσι επήεν πάσα κακόν.»

Από την παραβολή των δαιμονισμένων ξέρουμε την τύχη των δαιμονίων, που παρακάλεσαν το Χριστό να τους εξαποστείλει στην αγέλη των χοίρων. Είναι γνωστό πως οι χοίροι είναι από τα πιο ακάθαρτα ζώα, ζουν στο βόρβορο, και γενικά η παρομοίωση με χοίρους σημαίνει το κατώτερο και υλικότερο με όλα τα παρεπόμενα. Οι «σεληνιασμένοι» κριτικοί γκρεμίζονται και οι άνθρωποι μπορούν πιο καθαρά να αναγνωρίσουν τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Ο ποταμός της λοιμιτζιής παραπέμπει στο Θουκυδίδειο λοιμό από τον οποίο και ο ίδιος ο Θουκυδίδης έπαθε, σε άλλα όμως μας εκτρέπει ο μέγας ιστορικός, στην τριλογία του Κώστα Βασιλείου: Μεγάλος Σαμάν (1977) Πόρφυρας (1978) Pieta (1983), όπου ένας των πρωταγωνιστών ο Θουκυδίδης, τριλογία με υπόβαθρο τον Παντελή Μηχανικό. Λίγο πιο πέρα όμως από τη λοιμιτζιή  ως ποιητική εικόνα είναι στην Ιλιάδα ο Απόλλων, που «νόσον κατά στρατόν ώρσε κακήν» γιατί του ατίμασαν τον ιερέα Χρύση, με καταφανείς τους παραλληλισμούς: Ο θεός του φωτός τιμωρεί τους εχθρούς του ιερουργού του. Η πολιτιτζιή παραπέμπει στο κυπριακό ποιηματάκι αλλά και στο Σεφέρη, γνώστη της σημασίας της πολιτικής – πόρνης από όλες τις πλευρές της. Χοίροι και λόττες της πολιτιτζιής, του ανίερου και πληρωμένου έρωτα, τιμωρούνται κι έτσι επέρχεται η κάθαρση.
Πλην των νοημάτων, θαυμαστό είναι πως στις λίγες αυτές γραμμές του Κώστα Βασιλείου  συναντούμε τον ποιητή να συνοδοιπορεί με τα ευαγγέλια, τον Όμηρο, τον Παντελή Μηχανικό, τον Σεφέρη και Ελύτη, τον Κώστα Μόντη, τον μεγάλο μας Βασίλη Μιχαηλίδη και τον Παύλο Λιασίδη, τον ανθό της ελληνικής και κυπριακής γραμματείας. Όλη η ποιητική και πνευματική πορεία του Κώστα Βασιλείου στην Προμετωπίδα του στο Νάμιν Β΄.

‘Οπερ έδει δείξαι.