Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Ποίηση Κλείτου Ιωαννίδη

Στέλιου Παπαντωνίου
Ποίηση Κλείτου Ιωαννίδη

Κυρίες και κύριοι, καλή χρονιά και ένα μεγάλο ευχαριστώ για την εδώ παρουσία σας.

Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ  με την ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη και να εμβαπτιστώ στον πολύφωνο και βαθύ λόγο του.
Απόρροια της ενασχόλησής μου αυτής είναι και η αποψινή μου ομιλία.

Η άμεση επαφή είναι η μόνη που αξίζει όταν πλησιάζει κανείς την ποίηση. Όσο κι αν ορθώνονται οι δυσκολίες εμπρός στο μελετητή, άλλο τόσο αυτός πρέπει να επιμένει στη σύλληψη των νοημάτων και της ομορφιάς που υπόκειται των στίχων και των λέξεων, της συνέπειας και εξέλιξης ή κυκλικής  αντίληψης των πραγμάτων.

Η ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη δεν καταλέγεται στη εύκολη ποίηση. Αντίθετα εναντιώνεται στον αναγνώστη με το πυκνό και το κρυπτό των ποιημάτων του. Μια πρώτη ανάγνωση αν δεν τρέψει σε φυγή το μελετητή αλλά τον κερδίσει  το εφτασφράγιστο μυστικό των ποιημάτων, τότε ο αγώνας  αρχίζει και στο τέλος φανερώνεται πλούσια η πηγή.

Ο Κλείτος Ιωαννίδης συγκέντρωσε το 2007 όλο του το ποιητικό έργο και  το έδωσε στη δημοσιότητα σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά στις εκδόσεις Αρμίδα. Τούτο περιλαμβάνει τις συλλογές

Γενεά έκτη 1967,
Ασπιδούχοι Κούρητες Παρίσι Απρίλης 1970-Μάης 1971,
Θαργήλια 1975,
Τα πένθιμα 1981,
Ιώτα έν 1987.

Πρόκειται για ένα πλούσιο ποιητικό έργο με θεωρητικό οπλισμό που διανοίγει ορίζοντες στην έκφραση και στην ερμηνεία, μυθολογικά βάθρα που εξικνούνται εκεί που δε φτάνει ο λόγος, θρησκευτικά βιώματα από την παιδική ηλικία , φιλοσοφικό λόγο με τον οποίο ο ποιητής ανατράφηκε και αναστρέφεται, με πηγαία αγάπη στο γενέθλιο χώρο και,  όταν επικάθησε βίαια  το ακάνθινο στεφάνι του χρόνου στην κεφαλή της πατρίδα μας, με επικέντρωση στα θλιβερά γεγονότα του 1974 με τις ιστορικές καταβολές μας. Έργο διαποτισμένο με πολυδιάστατο έρωτα, κύριο θέμα του και με αυστηρό ένδυμα, έκφραση  λακωνική, χρησμική, απαιτητική.

  
Θ’ αρχίσω με αυτή την έκφραση, που καθορίζεται από το πανάρχαιο εκείνο, «ο άναξ, ου το μαντείον εστί το εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει». Ο άρχοντας που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά μονάχα σημαίνει, εκπέμπει σήματα.  Ο Απόλλων, ο θεός του φωτός, ο τα πάντα ορών ή ανάγων εκ του σκότους εις το φως δεν κρύπτει- θα ήταν αντιφατικό- αλλά και δεν λαλεί με ανθρώπινη φωνή, αφήνει όμως σήματα τα οποία παραπέμπουν στην αλήθεια και τα οποία εμείς πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε, αφού τα σημαίνοντα είναι πολλά αλλά τα σημαινόμενα πρέπει να περιέχονται σε ένα κύκλο νοημάτων λογικά αναγνωρίσιμων και μεταδόσιμων. Ο καθείς και τα όπλα του και ο ερμηνευτής τα δικά του.

Όπως γράφει ο ίδιος στο ποίημά του 13.4.1970 το δεύτερο της συλλογής Ασπιδούχοι Κούρητες με θέμα της τον κρυμμένο Θεό
«Ένας τοίχος θολός για ν’ ακουμπήσεις το κεφάλι σου.
Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα.
Ψάχνω το μαντικό ύφος.
Η Πυθία απουσιάζει.»

Όπως ο ίδιος αναζητεί στο θολό τοίχο έτσι κι οι αναγνώστες της ποίησής του, βρίσκονται διαρκώς μπροστά σε ερμηνευτικά διλήμματα, γιατί το μαντικό ύφος το προσλαμβάνει και υιοθετεί στη γραφή του με  συνέπεια.

Και στο ποίημα «Ακαδήμεια», στην πρώτη του ποιητική συλλογή
«Γενεά Έκτη 1967»
«Ένα όνειρο από εκείνα που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν “προφητικά”.                 Αν δεν μας απατά η μνήμη έλεγε σ’  όλη του τη διάρκεια                                         πως δεν χρειάζεται η ποίηση μ’ αρχαία τοπωνύμια ή χώρους.                                  Άνετα έπαιξαν το ρόλο τους. Αξίζει πιο πολύ η μουσική των ιερογλυφικών. Καλύτερα να ερμηνεύσουμε τις επιγραφές
που στέκονται απέναντι στην ορχήστρα.»  

Τα ιερογλυφικά στέλλουν τα μουσικά τους μηνύματα και πρέπει να ερμηνευτούν όπως τα ποιήματα. Ο ποιητής λοιπόν σημαίνει.

Για να πλησιάσει ένας την ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη πρέπει να υπερβεί τα μαντικά εμπόδια, με οδηγό τον Ερμή να ερμηνεύσει κυριολεκτικά τα σημαίνοντα ύστερα από καταβύθιση σε πηγές γνώσης ή έμπνευσης. Αν ευρεθεί η αρχή του νήματος μέσα στο λαβύρινθο, τότε κατά λογική ακολουθία μπορεί να παρακολουθήσει ο αναγνώστης των ποιημάτων του το νήμα και τα νοήματα και να ανακαλύψει την ομορφιά της κρυφής ποίησής του.  

Ας προσπαθήσουμε. Όπως ξέρουμε, μερικές σταθερές από τα a priori του Καντ είναι ο χώρος και ο χρόνος. Γι’ αυτό και αρχίζω από το γενέθλιο τόπο.


Ο τόπος και ο χρόνος είναι ανθρώπινα και απαραίτητα ιχνοστοιχεία σε μια άγνωστη αλλά πλούσια καρποφόρα γη. Όσο κι αν ταξίδεψε ο ποιητής σε ξένες χώρες -  και είναι όντως κοσμογυρισμένος-  δεν λησμονεί το γενέθλιο τόπο, χαραγμένο βαθιά του.

Πρώτη αναφορά βρίσκουμε στο ποίημα «Κιονόκρανο» στην πρώτη ποιητική συλλογή.

«Τα νυχτοπούλια αντικατέστησαν την όραση.
Πάνω απ’ τις ανθισμένες κερασιές
ο χειμώνας προφήτεψε το μέλλον.

Είναι τα σπίτια χωρίς πέτρες που μας δέχθηκαν
Είναι οι εκκλησιές χωρίς καμπαναριά που μας λειτούργησαν.
Η Αθηναία γλαύκα μας έδωσε το σημάδι….»

Το ορεινό τοπίο με τις κερασιές, με την ομορφιά και την προφητική  χειμωνιάτικη διαδρομή στη δύσκολη ζωή του, με την αγάπη στη φιλοσοφία και στον πνευματικό αγώνα που τον καλούσε, μια ζωγραφιά λιτότητας και μοναξιάς, σκληρότητας κι ερημιάς.

Μετά την τουρκική εισβολή, στο ποίημα «Ερωτόπολη» Αθήνα 1.1.1975
«Νοσταλγία κατακλύζει καρποφόρων.
Ψάχνουμε για μήλα αχλαδιές.»

Ανθισμένες κερασιές, θαυμαστές από μόνες, νοσταλγία των  καρποφόρων της Μαραθάσας στο εξωτερικό, στις μεγαλουπόλεις, αλλά και προφητείες και οδοδείχτης για την αποστολή του ανθρώπου, ως λέγει πιο κάτω, σ’ ένα μικρό ποίημα , το 14.10.1980

«Στο χωριό μου γυμνά βουνά και δέντρα αγγίζουν τον ουρανό
και θυμίζουν την αποστολή τους.»

Περιεκτικότατο σε πνευματική έξαρση και οδηγό ζωής που ακολούθησε ο ποιητής. Τα δέντρα αγγίζουν τον ουρανό και θυμίζουν στον άνθρωπο την αποστολή του, το σκοπό ζωής του, την πνευματική ανάβαση, που ωθεί τον ποιητή στα υψηλά.

Έστωσαν για το γενέθλιο τόπο αυτά τα λίγα, σημαντικά όμως.
Είναι όμως κι άλλοι πολλοί οι τόποι.
Μόνο και μόνο τους τίτλους των ποιημάτων του να μελετήσουμε με τη χωροχρονική ένδειξη, διαβάζουμε Παρίσι, Αθήνα, Πάτμο, Άρνεμ Ολλανδία αλλά και στο σώμα των ποιημάτων του απαντούμε την Αίγυπτο, το Κανάλι του Σουέζ, τη Σαχάρα, τον Αμαζόνιο.

Η Γεωγραφία πλήρης.  Όπως κι η Ιστορία της πατρίδας μας.

  
Ιστορικές  στιγμές παλαιόθεν έως τώρα στίζουν πολλές το έργο.
Θα επιμείνουμε όμως στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία,  ιδιαίτερα με την τουρκική εισβολή.

«Θηρίο είπες την εισβολή του χάους.» στο ποίημα Παρίσι 20.11.1974.
Το χάος σε αντίθεση προς την αρμονία που απλωνόταν στην ψυχή του ποιητή στη θύμηση της πατρίδας του και το χάος της τουρκικής εισβολής  με την ανατροπή των πάντων.

Και στο ποίημα «Η άρνηση του Πέτρου. Παρίσι 26.10.1974 (ουκ οίδα τον άνθρωπον) οι στίχοι

«Όμως εδώ πρόκειται για τη σφαγμένη Κύπρο
και τους πρόσφυγες του ιερού της κήπου
στα δυτικά ακρογιάλια της πατρίδος μου.
Ουχ ήλιος υπερβήσηται μέτρα φωνάζει ο Εφέσιος.
Όσο για σένα, ιεράρχη, με το φωτεινό πρόσωπο
που κλαίς σαν Ιερεμίας τη διασπορά της φυλής σου αφού ήξερες πως στο πέρασμά της γονάτισαν τα πεύκα κι «οστούν απ’ αυτού ου συντριβήσεται».
Εκτός αν έμαθες στην εξορία τη δεύτερη για πειρατές του ήλιου και για σφαγή των υιών της νύχτας  κι όλων των νυχτοβίων.»

Η καταστροφή ως τουρκική ύβρις προς την ιερή παραδείσια πατρίδα, το υπέρμετρο της αδικίας και το πειρατικό και απάνθρωπο των εισβολέων στη χώρα του ήλιου και του έρωτα συνυφαίνεται με τον Ηράκλειτο και την απαίτηση για δικαιοσύνη, μέτρο, αρμονία,  με τον θρηνούντα  Ιερεμία, την ελληνική και χριστιανική Παλαιά και Καινή διαθήκη,  με τον Πέτρο αρνούμενο τον άνθρωπο. 

Μέσα στον πόνο για την καταστροφή υποβόσκουν τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων που οδήγησαν στην καταστροφή αλλά κι η πίστη στην ιερότητα του τόπου και στην αναγέννηση, ύστερα από την αναγκαία πνευματική κάθαρση.

Στο ποίημα «Αποθανείν θέλω» εκφράζει όλο τον πόνο του για την ιστορική περιπέτεια της Κύπρου

«Πρόκειται για όνειρο κακό ξύπνημα της 20ής Ιουλίου
τότε που άρχισαν να μας θυμίζουν Βασίλη Μιχαηλίδη
και το «άλλον το κόφκω τζιεφαλήν τζιαι  άλλον το κρεμμάζω.»

σύζευξη γεγονότων των τουρκοκρατιών και σεβασμού της ποιητικής παράδοσης και τοπικής διαλέκτου.

Είναι ένα ποίημα με πολλή ελληνική ιστορία αλλά και με τον πόνο που μόνο η ποίηση μπορεί να εκφράσει στηριγμένη στους παλιούς καλούς δασκάλους

«κι η ποίηση είν’ άγρυπνη, μας τρώει τα σωθικά.»

Μέγα μέρος της συλλογής Θαργήλια και της ακόλουθης Τα πένθιμα 1981 αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία της Κύπρου και στα πάθη της. Όπως στο ποίημα «Λευκωσία» από τη συλλογή Τα Πένθιμα 1981


«Κι εσύ Λευκωσία σήμερα στη σιδερένια εποχή
στα χρόνια της Έλλης, της Ελένης, της Μαρίας που σου μιλούν ελληνικά
και σ’ ονομάζουν Λήδρα και πράσινη γραμμή και παγκυπρίων μάθημα
υπάρχεις, πόλη μου.
Κι ας πενθώ τις νύχτες  τ΄όνομά σου τους τίτλους ιδιοκτησίας σου
την Ασία που σου χάλασε το πρόσωπο. …
Κύπρος και Κύπριδα και λαβωμένη Αφροδίτη
στον Τρωικό της πόλης μας που κλαίμε.»

Ένα συγκινητικό ποίημα για τη Λευκωσία με τη μαγευτική κρυμμένη ομορφιά και το κρυφό της νόημα. Η αναφορά και μόνη στον τρωικό πόλεμο, διανοίγει τις δέλτους της ιστορίας των πολέμων και των ανθρωπίνων παθών στη διαχρονική τους διάσταση, κατά το θουκυδίδειο
«συμφορές που γίνονται  και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου».
 Η αγάπη στην Κύπρο κρύβει κατά γενική ομολογία ένα ερωτισμό πρώτου βαθμού, μια ερωτική σχέση των ανθρώπων της, του ποιητή εδώ,  με τον τόπο.

Τελειώνω την αναφορά στην πατρίδα με τους στίχους από το ποίημα
Πτήση αρ.3-33

«Στη λαιμητόμο της κυπριακής τουρκοκρατίας
αναμένουμε φωνή αρχαγγέλου
“ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος”
τον κατ’ έρωτα κτισθέντα άνθρωπο.»

Στίχοι που συμπυκνώνουν όλη τη φιλοσοφία του Κλείτου Ιωαννίδη,
την ανάσταση μετά το αναγκαίο πάθος,
την ομοίωσιν Θεώ στην αθανασία της αιωνιότητας.
Η αγάπη και το πάθος της πατρίδας με τον έρωτα και τη χριστιανική ταυτότητα  με την ψυχική ανάταση.

Ο τελευταίος στίχος για τον κατ’ έρωτα κτισθέντα άνθρωπο
με οδηγεί στο κέντρο της ποίησης του Κλείτου Ιωαννίδη,
στο ερωτικό στοιχείο,  το οποίο ανιχνεύω σε όλα σχεδόν τα ποιήματα.



Το ερωτικό στοιχείο στην ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη

Ύστερα από πολλή μελέτη των ποιητικών συλλογών του Κλείτου Ιωαννίδη συμπεραίνω πως μέγα μέρος των ποιημάτων του είναι ερωτικά, συνδεδεμένα πάντα με τη φιλοσοφία, τη μυθολογία, τη θρησκεία.
Ουσιώδες στοιχείο του ερωτισμού του βρίσκεται στην ιστορία των πρωτοπλάστων. Τα αρχέτυπα του Αδάμ και της Εύας  και των σχέσεών τους με το θεό και τον όφι. Η απάτη του όφεως και η έξωση από τον παράδεισο με το προπατορικό αμάρτημα και την ακολουθήσασα πτώση του ανθρωπίνου γένους.

Η Εύα, από τα βάθη της εβραϊκής μυθολογίας,  με την παρακοή και την προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει Θεός,
μετά την πτώση όμως η πίστη μπορεί να οδηγήσει και πάλι στην υιοθεσία.                                                                          Όπως λέγει ο Παύλος, κατά τον Ωσηέ,  θα κληθεί μια μέρα η ουκ ηγαπημένη ηγαπημένη, αυτή που δεν αγαπούμε θα την αγαπήσουμε και θα μετάσχει της χαράς της αγάπης.  

Η πορεία του έρωτα διαγράφεται από την πρώτη ως την τελευταία συλλογή του Κλείτου Ιωαννίδη ως μια πορεία εξ ύψους εις την γην,
από την ιδέα στη ρεαλιστική πραγματικότητα, τη χειροπιαστή ζωή
και όμως ποιητικά δοσμένη,
από το μύθο στην πραγματικότητα των σχέσεων
και επιστροφή όμως στην αρχέγονη προβληματική του έρωτα,
από τα βάθη των αιώνων στη σημερινή πραγματικότητα,
από το ακαθόριστο θηλυκό στη συγκεκριμένη γυναίκα, φιλοσοφικώς ομιλούντες, από τον Πλάτωνα στον Αριστοτέλη, από την ιδέα στο τόδε τι.

Η διάσπαση του ανθρώπου σε άρρεν και θήλυ και η έλξη προς ενότητα μέσα στις αντιθετικές δομές του κόσμου παραπέμπει στους αρχαίους Έλληνες και ιδιαίτερα στο πλατωνικό Συμπόσιο.
Ο άνθρωπος μηχανεύεται τρόπους συνεύρεσης με το έτερον ήμισυ μέσα στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις αλλά και καταφεύγοντας στους αρχαιότατους μύθους που από τη μια λυτρώνουν με την ευρηματικότητά τους, από την άλλη επανατοποθετούν το παιχνίδι απ’ αρχής.
Το μήλο της γνώσης εξορίζει από τον παράδεισο της αθωότητας αλλά και ωθεί στην ανάγκη για ενότητα του σύμπαντος κόσμου.
Ταυτότης και ετερότης αλληλοσυμπληρούνται, θέση αντίθεση και σύνθεση.

Το ερωτικό νήμα αρχίζει από την «Αναδιήγηση» το πρώτο μπορούμε να πούμε ποίημα της πρώτης του συλλογής με την ιστορία των πρωτοπλάστων και το ερώτημα
«επρόκειτο να απατηθούμε από τον όφιν;»
στίχο που συμπυκνώνει άντρα, γυναίκα, το Θεό και την απάτη του όφεως, τη γνώση και τη έξωση από την παραδείσια κατάσταση, την πτώση.

«Το κορμί εκείνης της γυναίκας».
Η Εύα, από τα βάθη της μυθολογίας με τη σχέση του Θεού και του ανθρώπου που προσπαθεί να γίνει Θεός.
 Ο έρως, η αγάπη στη Γραφή, βρίσκεται βαθιά στην αχλύ του μύθου
«καλέω την ουκ ηγαπημένην ηγαπημένην» του Ωσηέ.

Η πρώτη συνάντηση με τη γυναίκα στο ποίημα «Αναδιήγηση» γίνεται μ’ ένα φιλί. «Δώσαμε απ’ την αρχή ένα φιλί στα χείλη.»

Ο κόσμος είναι ακόμα διασπασμένος, ο ποιητής ενδόμυχα πιστεύει στην ενότητα, προς το παρόν όμως ζει τη διάσπαση και τη διαλεκτική των όντων και φαινομένων.
«Το τραγούδι θρήνος, η χαρά βάρος, οι γυναίκες πόρνες ή στείρες…»

Οι έρωτες κι ο πόνος μοιράζουν τα μάτια. Ένας όμως είναι ο κόσμος.
Συναισθηματικός δεσμός με την αγαπημένη είναι ήδη υπαρκτός.
Η αγαπημένη κλαίει, η αγαπημένη συσκέπτεται διπλά.
Ο ποιητής παρακολουθεί και αντιδρά.

Στο ποίημα «Μυστικός κώδικας» ήδη ο ποιητής μας εισάγει στη διαπάλη,
στο σπαραγμό και στις ευρηματικές μεθόδους ανανέωσης των ανθρώπων και των συναισθημάτων τους.                   

«Ο θόρυβος των μηχανών πολύς, πολύς κι ο έρωτάς μας.
Σκίστηκαν τα σπλάχνα μας σε τούτο το κακό.»
Ο μηχανικός τρόπος ζωής, η προσπάθεια ανανέωσης του κατακρεουργημένου.

«Στείλε τη γυναίκα σου στον τάφο κι ανάστησε την Άλκηστη.»

 Οι μεθοδεύσεις προαιώνιες. Οι αντιφάσεις στον έρωτα συνήθεις. Το παιχνίδι των πρωτοπλάστων παίζεται και πάλι. Το θρησκευτικό στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με το ερωτικό. Εντός και εκτός παραδείσου. Κάποτε η αγαπημένη είναι ο κόσμος όλος.

Στο ποίημα «Και σήμερα»
«Μάθαμε ευγένεια παίζοντας φωτιά τα κορμιά μας…
….Κι όμως τα κύματα της γνώσης γεμίζουν αμφιβολία την αγάπη»

μια παραλλαγή του όφεως και του μήλου της γνώσεως.

Η διάσπαση τερματίζεται.
 «Περιμέναμε τη συνάντηση
δευτερόλεπτα ενότητας
σαν το κλάμα του παραδείσου..»

Ο ανήρ και η γυνή διασπασμένοι με τον αιώνιο πόθο της ενότητας και της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου…
«..ο έρωτάς μας γράφτηκε με διαθήκη το θάνατο του Θεού
υπογραμμένος με την ανθρωπιά μας».

Ο έρως είναι η γέφυρα του παρόντος κόσμου, του θνητού, με τον αθάνατο, αιώνιο στο ποίημα «Η γέφυρα».
«Αφού έγινες η καρδιά μου, έχω δικαίωμα να σε στείλω πίσω;
Αφού έγινες ο παλμός μου έχω δικαίωμα να σε σταματήσω;
Κοινοί θνητοί θα δεχθούμε την κρίση των αθανάτων.»

Η αλληλοπεριχώρηση επιτεύχθηκε και μπορεί να κριθεί και από το θεό.



Ένα ποίημα που μπορεί να διαβαστεί καθαρά ερωτικά είναι το «Έσσεται ήμαρ» Θα’ ρθει μέρα της πραγματοποίησης του έρωτα σ’ όλο μεγαλείο του, ως σωματοψυχικής φωτεινής ενότητας
«Η άκρη των μαλλιών προοιωνίζει.
Τα κορμιά μας δεν μετριούνται.
Ο ήλιος αγωνίζεται να τα γεμίσει.»

Για να μεταβούμε και πάλι στην Παλαιά Διαθήκη στο Άσμα Ασμάτων, από τους πρώτους στίχους, απ’ έξω χτυπά την πόρτα ο καλούμενος αδελφός, κι από μέσα η καλουμένη αδελφή δικαιολογείται, αλλά ύστερα ανοίγει.
Τίτλος του ποιήματος «Φυσικότητα» 

«Εξεδυσάμην τον χιτώνα μου  πώς ενδύσομαι αυτόν;
Ενιψάμην τους πόδας, πώς μολυνώ αυτούς;»

Όταν έρθει η ώρα, ο πόθος νικά, οι δικαιολογίες είναι μάταιες.

Κάποτε υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα, όπως στο «Lapis lazuli».
Δεν υπάρχει τίποτε κοινό ανάμεσα στην Αλίκη και στον ποιητή.
Η Αλίκη, ένα όνομα ίσως. Αλλά οι συνομιλίες είναι επιπέδου, για την αιωνιότητα, για την τέχνη, για την οποία θυσιάζονται άνθρωποι.

«Ούτε και η αλήθεια δε μας ήτανε κοινό γνώρισμα.»

Ένα ερωτικό πράγματι, ηφαιστειώδες ποίημα είναι η «Γυμνή Μάγια».
Από τους πρώτους στίχους συλλαμβάνουμε την πυρακτωμένη ατμόσφαιρα. «Πυρπόλησε τη γλώσσα να καεί η Ιστορία.
 Έχω ανάγκη να σε τραγουδήσω.»

Η συνάντηση είναι των άκρων.

«Λευκοντυμένη, φανέρωσε την πανοπλία, και δέξου το φιλί του θανάτου.» «Πάρε ανάσα την πνοή μου και γίνου το πράσινο πείσμα.»

Η προσπάθεια ανάστασης του έργου τέχνης από τον ποιητή οδηγεί στη συμφιλίωση

«Πάρε τώρα δώρο το χέρι μου».

Σε μερικά ποιήματα αναφορές σε γυναικεία πρόσωπα μεταφέρουν σε συμβολισμούς μάλλον και σε παραβολές, όπως στο ποίημα «Της κίτρινης φυλής» οι στίχοι
«Ο Χριστός αποκηρύσσει την επί του Όρους Ομιλία.
Κι εγώ παντρεύτηκα τη Σαμαρείτιδα.»

Υπενθυμίζουμε πως η Σαμαρείτιδα είχε πέντε άντρες και κατά τη συνάντησή της με το Χριστό συζεί με έκτον που δεν είναι άντρας της.
Στο τέλος όμως η Σαμαρείτιδα πίστεψε στον Χριστό και συνάντησε την αγιότητα.

Στο ποίημα που ακολουθεί «Ακαδήμεια» ο ποιητής μονολογεί:
 «Πέρασε η εποχή των θεών ζούμε τον έρωτα.»
Το τελευταίο ποίημα της πρώτης συλλογής Materia Lucida (φιλοσοφική λίθος) «την ώρα που βγαίναμε με τη γυναίκα μου…»

«Δε χρειάστηκε αυτοσχεδιασμός. Με την υποστολή της σημαίας όλα άλλαξαν όψη. Το σπίτι ήταν σπίτι κι η θάλασσα θάλασσα.
Ερωτευόμασταν αναιτιολόγητα, χαμογελώντας.»

Τα πράγματα ξαναπαίρνουν τη θέση τους στον κόσμο, παρ’ όλους τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς, τις θρησκευτικές πίστεις, τη μυθολογία.

                                                                                                               
Στην πρώτη λοιπόν ποιητική συλλογή του Κλείτου Ιωαννίδη ο έρως παρουσιάζεται να αποτελεί επανάληψη των σχέσεων των πρωτοπλάστων, εμβαπτισμένος στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, με φιλοσοφικές εκροές ,
με τις αντιφάσεις, την πίκρα , τον πόνο, με την έξωση από τον παράδεισο
αλλά και ως γέφυρα του ανθρώπου προς τον Θεό,
με παραστάτες έργα τέχνης,
κάποτε όμως με τη φυσικότητα και απλότητα,
τη χαρά της ζωής και της συνένωσης των ανθρώπων.

Τον ποιητή δεν εγκαταλείπει η φιλοσοφική διάθεση και ο θεολογικός φιλοσοφικός  οπλισμός του.

Η Σφίγγα  των ποιημάτων του, τέλος, αναπαύεται στην απλότητα  και στη φυσικότητα του έρωτα.
                                                                                                      


Δεύτερη ποιητική συλλογή του Κλείτου Ιωαννίδη είναι οι Ασπιδούχοι Κούρητες (Παρίσι Απρίλιος 1970-Μάιος 1971)

Με μόττο από αρχαίο κρητικό ύμνο
«Παίδα άμβροτον ασπιδούχοι Κούρητες παρ’ Ρέας λαβόντες,
πόδα κρούοντες, απέκρυψαν…»

Ο τίτλος και το μόττο παραπέμπουν στον κρυμμένο θεό Δία που σώθηκε από τη Ρέα να μην τον καταπιεί ο Κρόνος χρόνος, και στο μαντικό ύφος, το οποίο ο ποιητής επιζητεί.

Προστάτες του θεού για να παραμείνει ζωντανός και αιώνιος οι ασπιδούχοι κούρητες, νέοι ένοπλοι παραστάτες έτοιμοι για μάχη για τη διάσωση του θεού.

Το ερωτικό στοιχείο κύριο και σ’ αυτή τη συλλογή,
συνδυασμένο με τον παράδεισο και την έξωση από αυτόν,
την έλλειψη και ανάγκη πλήρωσης,
που μας παραπέμπει στο πλατωνικό Συμπόσιο και τις διάφορες θεωρήσεις
του έρωτα και της δημιουργικής του δύναμης,  
παράλληλα με τις μυθολογικές αναφορές στην Αφροδίτη και την Ίσιδα,
τον σπαραγμό και τη διάσπαση με πόθο την ενότητα των όντων.

Ας παρακολουθήσουμε μερικές ψηφίδες από το έργο.

Με το β΄ ποίημα εισερχόμαστε  στο ακαριαίο.
Πονάει η γνώση. Ο έρωτας πονάει (13.4.1970)
Η γνώση εξάγει του παραδείσου, ο έρως ως έλλειψη και ανάγκη πλήρωσης.

Στις 15.5.1970 ο ποιητής επικαλείται τη Διοτίμα.
Κατά Πλάτωνα,  έρως είναι ο τόκος εν τω καλώ,  η γέννηση μέσα στο ωραίο,
Άρα, στον τομέα του πνεύματος, η δημιουργία έργου τέχνης.
Ιερός γάμος του ανθρώπου με την Ιδέα, με το θεό, θαυμασμός στη ομορφιά («Λησμονείς το λυρισμό των ζωγράφων μπροστά στο ουράνιο τόξο».)

Ο ποιητής επιζητεί από της καθόδου την ανάβαση,
να ανέλθει μέσω του έρωτα στα υψηλά των Θεών κατοικητήρια.  

Στις 21.5.1970 στο ίδιο μοτίβο του Θεού έρωτα, πληγωμένος ο ποιητής,
με πληγωμένο τον αθάνατο στοιχείο του θεού έρωτα ,
σ’ ένα μικρό ποίημα επιγραμματικά αφήνει τον πόνο του

«Δεν μπορώ να σηκώσω τον αθάνατο πληγωμένο μέσα μου.
Η Αφροδίτη πληγώθηκε στην Τροία. Τι ωφελεί ο ύμνος της πίκρας της;»

Παρόλο που το μυθικό στοιχείο εξακολουθεί,
η συνέχεια όμως καθαρά ελληνικά φιλοσοφική με την ανάβαση στον Πλάτωνα και τον ιδανικό δημιουργικό έρωτα.

Στις 27.5.1970 η μοναξιά του ποιητή κι η εγκατάλειψη αποξηραίνουν τους χυμούς της ζωής. Όπως ο κόσμος χωρίς πουλιά και λουλούδια έτσι κι η ζωή χωρίς τον έρωτα. Τεχνητή αναπνοή, όχι  πνοή ζωής , ειδωλολατρία, όχι λατρεία του ζώντος.


Μια κλασσική εικόνα, από τα βάθη της μυθολογίας, για τη μεγάλη νύχτα του έρωτα, συναντούμε στο 1.7.1970.
Ο έξω χρόνου άνθρωπος, που ζει την αιωνιότητα, ποιεί:

«Ναι, ήταν η τελευταία λέξη της συνουσίας.
 Ύστερα φίλησε το κορμί της και θυμήθηκε.
 Όλα έγιναν σε μια στιγμή που κράτησε.
 Ο ήλιος κι η νύχτα απουσίαζαν.»

Η στιγμή κρατά, ο άνθρωπος εκτός χρόνου, ζει τον αιώνιο έρωτα ή την αιωνιότητα της στιγμής.

Το ερωτικό στοιχείο, και πάλι στα βάθη της Μυθολογίας, στο ποίημα
«Στην Ίσιδα του διασπαραγμού μου» 11.7.1970.

Η Ίσις, είτε ως θηλυκό της σάρκας είτε ως γνώση, όπως ερμηνεύει τη λέξη ο Πλούταρχος, σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη του ποιητή για τον έρωτα,  που συνοδεύεται από τη φιλοσοφική μυθολογική και θρησκευτική προαιώνια πανοπλία του, από το διασπαραγμό ως την αναγέννηση και την ανάσταση.

Συνδεδεμένος ο ποιητής με τα αιώνια ερωτηματικά της δημιουργίας, της φύσης,  πλην των μυθικών ιστορικών αναφορών συνδέει τον έρωτα με τη διάσπαση της ενότητας των όντων, του προσώπου, και την ενοποιητική του δύναμη.  

Το ποίημα τελειώνει με το λακωνικό

«Κόψε με στη μέση κι αναστήσου στο περιβόλι του χωριού μου.»

Ο σπαραγμός και η αναγέννηση.
Στίχοι που θυμίζουν από το «Μυστικό κώδικα» της πρώτης ποιητικής συλλογής το δίστιχο «Στείλε τη γυναίκα σου στον τάφο κι ανάστησε την Άλκηστη».


Λακωνικό, με πλήρες λεξιλόγιο, ή πλήρη τη σημασία των λέξεων
που βαραίνουν, ως ελάχιστες,
η καθεμιά με την ολόγεμη σημασία τους.
31.10.1979 
«Το ένα σου φιλί, αυτό ζήτησα.»

Το επόμενο ποίημα, επίσης λακωνικό, ερωτικό 11.11.1970

«Έρωτα, εχθρέ της αυτονομίας, πώς μας ήθελες  ελεύθερους;» 

Οι αντιφάσεις του έρωτα στο μεγαλείο τους.
Αφ’ ενός ο έρως αναζητητής του ετέρου ημίσεος, για την επιτυχία της ενότητας. Μέσα όμως σ’ αυτή την ενότητα η σύγκριση των δύο κόσμων-προσώπων,
η αλληλοϋποχώρηση και αλληλοπεριχώρηση,
που να απορρέει όμως από την ελεύθερη βούληση και όχι από καταναγκασμό.



Στις 17.11.1970 ο διάλογος με τον εαυτό του, ο προβληματισμός , η σύγκρουση συναισθήματος και λογικής, ο πόνος και η αποδοχή του, αλλά προπάντων η απόφαση να συνεχίσει το δεσμό του, δίνουν μικρά ποιήματα ερωτικά, φιλοσοφικά, εις εαυτόν προτρεπτικά:

«Καρδιά, μην υπολογίσεις το αίμα σου.»

Αυτή η συγκρουσιακή κατάσταση, η τραγική, η απάτη, ο δόλος, η διάψευση,
η περιπέτεια ως μετατροπή των πραττομένων εις το εναντίον αποκρυπτογραφείται στο 4.12.1970.

Η ημερολογιακή καταγραφή σημαίνει το ανεπανάληπτο, το μοναδικό της κάθε αναγραφομένης εμπειρίας στο χρόνο και την κατάφαση της μοναδικότητας των βιωμένων.

4.12.1970 «Απατάσαι, αν μιλάς για τίμημα, του λάθους.
Αφού τις γέφυρες τις ονόμασαν ναυάγια και τις νεκραναστάσεις Κίρκη»

Η Κίρκη παραπέμπει στη θεά της Οδύσσειας που μετέτρεπε τους άντρες σε χοίρους, με όλα τα σημαινόμενα. Η αποτυχία και η διάψευση. Από τη μια η προσπάθεια γεφύρωσης και ενότητας και από την άλλη το ναυάγιο.

Ο έρως συνεχίζει ακάθεκτος χριστουγεννιάτικα. 25.12.1970  

Ο ποιητής ανήκει στη χωρία των ερωτευμένων με τον Έρωτα ως τη δημιουργική δύναμη της ζωής και του πνεύματος, γι’ αυτό και εισηγείται
«Για όσους ερωτεύτηκαν τον Έρωτα
θα πρέπει κάποτε να επεμβαίνει ο Θεός.»

Ο ποιητής ερωτευμένος με τον Έρωτα βιώνει την έλλειψη αλλά και αγωνίζεται για την πλήρωση,  ωθείται στη δημιουργία και ζει τη ροή των πραγμάτων και τις διαρκείς αντιθέσεις τους. Μόνο μια ανώτερη δύναμη μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο σ’ αυτό τον άνισο αγώνα, τον οποίο όμως νιώθει ως τον σκοπό της ζωής του.

Γενικά, οι ασπιδούχοι κούρητες διαφυλάττουν  μια περίοδο ερώτων, προβληματισμού, παθών, ανατάσεων και διαψεύσεων,  χωρίς όμως ποτέ να χάνει ο ποιητής την ταυτότητα και τη συνέπειά του.



Θαργήλια 1975

Η ποιητική συλλογή Θαργήλια 1975 σημαδεύεται από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, με το ερωτικό στοιχείο να συνδέεται άμεσα με την Αφροδίτη και την πατρίδα.
Η ζωή στη Γαλλία τερματίζεται με μετατόπιση στην Αθήνα κι αλλαγή οπτικής της ζωής, μ’ ένα πιο ελληνικό τρόπο του οράν.
Ένα ποίημα της συλλογής μπορεί να θεωρηθεί η ανασκόπηση της όλης ως τώρα πορείας του Κλείτου Ιωαννίδη.

«Φυγάς θεόθεν/ιερογαμία/και τω αγνώστω θεώ/
 είναι τα τρία/μέρη/της τριλογίας/που γράφεται μέσα μου/
εδώ κι επτά χρόνια,
Χωρίς ως τώρα να μπορέσω/να γεννήσω/τούτο το φως./
Κι ας φάνηκε/στ’ όνειρό μου/αμυδρή/ η άκρη του Παρθενώνα./
Μικρή/φαίνεται είν’ η ζωή/κι οι στιγμές μεγάλες.»

Αυτά ως μια εισαγωγή αλλά και σφραγίδα στη συλλογή και γενικότερα στο έργο του.

Το νήμα του έρωτα συνεχίζεται ενδυναμωμένο στη συλλογή Θαργήλια, αν κρίνουμε από την προμετωπίδα
«Σχιστούς λειμώνας Αφροδίτης» (Εμπεδοκλής απ.66)

Ο έρως, εν όλη του τη γυμνότητι, στο κέντρο της φιλοσοφίας, της ζωής, του σώματος, της φύσης.

Θαργήλια (ιερά) εορτή του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος τελουμένη κατά τον μήνα Θαργηλιώνα με πομπές και αγώνες.
Θαργηλιών, ο 11ος μήνας του αττικού έτους.
Θάργηλος (άρτος) ο και θαλύσιος, των απαρχών.
Ο άρτος της ζωής, η ένωση των αδελφών –θεών,
η προσφορά από τον άνθρωπο των απαρχών της παραγωγής του.

Ο ποιητικός λόγος των αρχαίων φιλοσόφων εδώ συνυφασμένος με τα γήινα αλλά και τα ονειρικά. Ο ποιητής είναι και ο εκπορθητής. Μαρμάρινα χέρια που προσπαθούν να εκπορθήσουν το τείχος, η εικόνα του ονείρου.

«Τ’ όνειρό σου με πονά στα στήθη, συνέχισε και πάλι η γυναίκα μου.
Αλίμονο,  ας μην ξανάβλεπες μαρμάρινα χέρια να προβάλλουν αμείλικτα πάνω στα τείχη τις ώρες του ύπνου.»

Και πάλι όμως τον κερδίζει η αρχαιότητα συνδεδεμένη άμεσα με το παρόν.
Ο τίτλος του ποιήματος «Ιεροκηπία» Παραπομπή στο Στράβωνα και Πλάτωνα:
“Η κατ’ άνθη δίαιτα του θεού”.
οι Ιερόκηποι της Αφροδίτης στην Κύπρο,
ο θεός μέσα στα λουλούδια διαιτάται, ζει , θρέφεται όπως ο θνητός με τον έρωτα αναπτύσσει δυνάμεις. 
Η θάλασσα που γέννησε την Αφροδίτη κι ο ποιητής με την αγαπημένη γυμνοί στη θάλασσα, ο έρως οδηγός, η Αφροδίτη,  «ο θηλυκός παλμός του κήπου σου κατάκλυζε παντού», ο έρως παντού, κυβερνήτης, οδηγός, έξοχος Θεών απάντων.

Ολόκληρο το ποίημα:

Της γυναικός μου το χέρι ψηλά στον ουρανό σε χαιρέτησε.
Γύρω λόγια σκόρπια χωρίς τη γλώσσα κανενός να θυμίζουν.
Και λέγαμε ίσως στους περασμένους αιώνες ίσως στην Ιστορία.
Κανείς από μας δεν ήταν σίγουρος.
Μόνο τα κύματα ήξεραν που μας είδαν γυμνούς χωρίς πυξίδα κι ωροσκόπιο.
Όσο για σένα, Παφία, σ’ είδαμε με πανσέληνο και χωρίς πανσέληνο.
Ούτ’ άφησες το λυγμό μας να μας πνίξει.
Μας ακολούθησες πότε στις Συμπληγάδες
πότε στα ταξίδια με τον Απόλλωνα τον Τυανέα.
Ο θηλυκός παλμός του κήπου σου κατέκλυζε παντού.
Μα γιατί γράφουμε για σένα;
Δίπλα μας είναι λευκά σεντόνια και το γάλα της συκιάς
αυτό που δεν πότισε το Χριστό.
Λίγη μεταξωτή μαγεία κι οι άγγελοι παραδίδονται.»



Το κατ’ εξοχήν γνώρισμα του Κλείτου, η πολυφωνία των στίχων του, με την Ιστορία, τη μυθολογία, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία. Γι’ αυτό και μας παρασύρει με την ποίησή του σε βάθη και ύψη, απλώνει ορίζοντες , συνάπτει το παρελθόν με το παρόν, το αιώνιο με το εν χρόνω.  Χωρίς όμως το ερωτικό στοιχείο να εκμηδενίζεται. Αντίθετα υπερυψούται  και εξαπλούται πολυδιάστατο.

Ακολουθεί 6.4.74  «Φαίδρα» Ο δε φρην μίασμα έχει (αναφορά στην αρχαία τραγωδία) Χείρες μεν αγναί, φρην δ’ έχει μίασμά τι.

Υπενθυμίζουμε πως η Φαίδρα νιώθει σφοδρό έρωτα για τον προγονό της Ιππόλυτο. Η Φαίδρα νιώθει πως κουβαλεί μέσα της ένα μίασμα από το οποίο θέλει να ελευθερωθεί. Ο συμβολισμός των στίχων

Είπες: πάρε το κύπελλό μου και γέννησε το Θεό, εξωτερικεύει τον πόθο του ποιητή –θεογόνου. Όπως είπε στο αποκαλυπτικό του
«Φυγάς θεόθεν/ιερογαμία/και τω αγνώστω θεώ/
 είναι τα τρία/μέρη/της τριλογίας/που γράφεται μέσα μου/»

Οι κρίσεις μας για τη γέννηση του θεού μπορούν να διαβαθμίζονται από την υπερβολή και ύβρη του ανθρώπου ως τη φυσιολογική έπαρση ενός τριαντάχρονου πλήρους ζέσεως και πνευματικής εγρήγορσης. Τέλος, χριστιανική αλήθεια πως ο κάθε άνθρωπος είναι δυνάμει θεός ως κατ’ εικόνα και ομοίωσιν πλασμένος.
Ο κοσμογονικός έρως, ως σμίξιμο σωμάτων και ψυχών
«ας κυλήσει βροχή στο αίμα μου το μύρο της ψυχής σου»
Ο Γαβριήλ ως άγγελος προς την Παρθένο Μαρία και η Φαίδρα.

Μωυσής… Ιησούς, Αινείας, Μαγδαληνή, Σπαρτιάτες, Θεσπιείς, η Ραχήλ κλαίουσα. Η σύμμιξη τόσων στοιχείων σ’ ένα ερωτικό ποίημα και όμως ο ερωτισμός του ρέει ποταμός οφιοειδής .

Ο Φρόυδ και το έργο του για τον Μωυσή ίσως να δίνουν αναλυτικότερα  στοιχεία του πυκνού τούτου ποιήματος που μπορεί να θεωρηθεί ως απολογισμός μιας ερωτικής σχέσης που κρύπτεται αλλά σημαίνει.
Η επιβίωση του Μωυσή από τον αφανισμό των εβραίων αρρένων κατά διαταγήν του φαραώ και η επιβίωση του Χριστού από τη διαταγή του Ηρώδη να σφαγούν τα νήπια. Ο Μωυσής ως σωθείς από το νερό και ως σωτήρας του λαού του με τη διάβαση της ερυθράς θαλάσσης και ο Χριστός ως διασωθείς και διασώσας τον άνθρωπο συζεύγνυνται στο ποίημα με τον έρωτα της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο, την προσπάθεια της Φαίδρας να διαφυλάξει το καλό της όνομα με τον στίχο «Λιθοβολούν, βλέπετε, όταν πέσει το σούρουπο, οι εβραίοι.
Η σύμμιξη απαγορεύεται.»


Στο μεταξύ όμως γίνεται η εισβολή στην Κύπρο και το ερωτικό νήμα παίρνει συμβολικό χαρακτήρα
«Θηρίο είπες την εισβολή του χάους.
Και μόνο τα μέταλλα του έρωτα είχαμε ν’ αντιτάξουμε.»  
Ο έρωτας όμως πια εδώ δεν είναι σαρκικός και του πνεύματος. Παίρνει τις διαστάσεις της μυθολογίας, της Αφροδίτης, του νησιού της Αφροδίτης,
του συμβόλου του έρωτα της γης μας.

Φαίνεται πως η Γαλλία τελειώνει το 1975.
Ήδη η ερωτική του ζωή στη χώρα βρίσκει μάλλον το τέλος.
«Ποιος θα’ λεγε για νίκη των κορμιών, για πάθη του χειμώνα;
Ή όλα χάθηκαν μαζί με τη Γαλλία;

Το ακόλουθο ποίημα Ερωτόπολη Αθήνα, 1.1.1975 ως τίτλος μιλά αφ’ εαυτού. Βρισκόμενος στην Αθήνα νοσταλγεί την πατρίδα, όπως ο Ελύτης αναζητεί τις παληές του αγάπες     «Πού  ‘σαι Ροδιά, Ελένη, Αντιγόνη;»
κάθε όνομα και μια σημαδεμένη στη ζωή του ιστορία, ίσως μνήμη Ελύτη, Ομήρου, τραγικών. Ο έρωτας έτσι παίρνει την πνευματικότητα με την οποία είναι φορτισμένη η Αθήνα ως πόλη του πνεύματος και της ιστορίας.

Ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα αλλά και ως φορέας του θεϊκού στοιχείου απαντάται στο ποίημα Αθήνα 1.1.1975 όπου αλληλοδιαδέχονται τη γεύση των κορμιών οι εναλλαγές των ψυχών.
«Ωραία διπλή φύση, πόσους θεούς μας γέννησες. Συνέχισε το έργο σου. Περιμένουν κόσμοι να κατοικηθούν λαοί να μεγαλώσουν.»

Ο ποιητής πιστεύει στην αποστολή του.

  
Τα πένθιμα 1981 είναι η επόμενη ποιητική συλλογή με μοτίβο
«Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθαίος, ε΄ 4)

Στο πρώτο ποίημα «Απουσία» η απουσία γυναικών, της Ήρας, της Μαρίνας, μέσα στο χειμώνα διαρκείας της πατρίδας, ύστερα  από την εισβολή. Άνοιξη  χωρίς ανάσταση η απουσία των γυναικών από τα «καθημερινά παγκύπρια της Κύπριδας»

Όπως ο προφήτης Ησαϊας βλέπει τον άγγελο να τον αποκαθαίρει από τις αμαρτίες με το κάρβουνο από το θυσιαστήριο που του επιθέτει στα χείλη, έτσι κι ο ποιητής επιζητεί την ισορροπία ύστερα από την απουσία του θηλυκού, σκέψεις που μεταθέτουν στα αιώνια αρχέτυπα, στο άρρεν και θήλυ της απαιτούμενης θεϊκής ισορροπίας.

Η απουσία του έρωτα σχετιζόμενη με τη θλίψη από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 συνεχίζεται και στο ποίημα «Και στον αιώνα μας μαραίνονται τα τριαντάφυλλα». Η Κύπρος χωρίς Κύπριδα. Οι εραστές του νησιού και του πολιτισμού του, μύθων, θρύλων, παραδόσεων,

«η Κύπριδα ασθμαίνει χωρίς Κύπρο»
ανύψωση στο επίπεδο των συμβόλων,  πενθοφορία του έρωτα.

Η τουρκική εισβολή δεν καταστρέφει μόνο υλικά, αλλά διαβρώνει την  πνευματική σφαίρα τη γεννημένη από αρχαιοτάτων χρόνων και εμπλουτισμένη με αιώνες ελληνικής ζωής. Η Αφροδίτη, στενά συνυφασμένη με την Κύπρο και τον έρωτα τιτρώσκεται, πληγώνεται όπως και ο ποιητής και ο πολιτισμός του.

Στο επόμενο ποίημα «Λευκωσία» η πόλη ως
«σκοτεινή γυναίκα, σιβυλλική ειρωνεία»
με τις σύγχρονες γυναίκες, την Έλλη, την Ελένη, τη Μαρία
και τους σύγχρονους γλωσσικούς όρους της καταστροφής ως
«πράσινη γραμμή» κι ο κάτοικός σου
«Οιδίπους χωρίς Θήβα»
αλλά ο Οιδίπους μας μεταφέρει στην τραγωδία,
και σε μια σχέση με τη μάνα (πατρίδα) ανίερη,
ύστερα από το πραξικόπημα του 1974.
«Κύπρος και Κύπριδα και λαβωμένη Αφροδίτη
στον τρωικό της πόλης μας που κλαίμε.»

Ότι ο έρως είναι έννοια με το μέγιστο πλάτος της στην ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη φαίνεται στους στίχους από το ποίημα «Οι αποτυχίες του Ιάμβλιχου»

«..τετρωμένοι αγάπης πορευόμασταν στους παράλληλους του τυχερού Αγχίση… Ακατάβλητοι ευαγγελιστές του έρωτα σταυροφορούσαμε κατά του θανάτου…»

Ο έρως ως αντίδοτο κατά του θανάτου, αλλά υπάρχει κι ο άλλος έρως,  
στις διαστάσεις της πραγματικότητας
«είδα παλιά μου γράμματα, φιλιά ατέλειωτα, κρυφά κρεβάτια..»

Το ερωτικό στοιχείο εισχωρεί ακόμα και σε ποιήματα που μπορούσαν να θεωρηθούν καθαρά θρησκευτικά, όπως το «Απόκρυφο»
με τις τελευταίες στιγμές του Χριστού στο σταυρό

«τότε η άγια φυλή των γυναικών αναμάρτητα δάκρυσε…
Και για μας κάποια Ιθάκη παραμονεύει
ερωτική παγίδα ή άλλη πλάνη του νου
σωμάτων ευλογημένων μνήμες
και πικρά κατάλοιπα κάλλους αμετάθετου.»

Η ερωτική παγίδα ως δόλος ή πλάνη και η συνύφανση του σώματος του Θεού με τις μνήμες των ευλογημένων σωμάτων ανεβάζουν το σώμα στο πεδίο της θεϊκότητας, παρά τους ανθρώπινους φόβους.

Όπως όλες οι ποιητικές συλλογές του Κλείτου Ιωαννίδη έτσι και «Τα πένθιμα 1981» ζυμώνονται με πολλή φιλοσοφία και προβληματισμό, εμπειρίες και πείρα ζωής, με ρεύματα του πνεύματος και της Ιστορίας του παρόντος και του παρελθόντος.


 Τελευταία συλλογή  Ιώτα εν 1987  

Το ποίημα «Μεταχριστιανική μοιχεία»
προετοιμάζουν από το  προηγούμενο ποίημα
«Μικρές προσθήκες στον εβραϊκό μήνα Νισάν»
οι στίχοι
«παράνομοι Αφροδίτη και Άρης στο δίχτυ της αισχύνης
αναμένουμε το λυτρωτή.»

Το ποίημα «Μεταχριστιανική μοιχεία» και το ακολουθούν
«Πεζό αντίδοτο στο πένθος της Ρωξάνης»
αποτελούν την ηφαιστειώδη ατμόσφαιρα του όλου έργου του Κλείτου Ιωαννίδη και ιδιαίτερα την ερωτική έκρηξη στις πραγματικές της διαστάσεις, σχετικές ή άσχετες με πραγματικά γεγονότα.

Στη «Μεταχριστιανική μοιχεία» υπάρχει  ήδη ένα παιδί καρπός του έρωτα, υπάρχει όμως και η διάψευση από το γάμο με έμφαση στη σωματική ένωση μέσω της Εκκλησίας
«Κι έλεγα πως στο  “σάρκα μία” βρισκόταν η λύση
το αναπάντεχο του Παραδείσου» 

Ρωτά για το
«πλήρωμα της θεότητος σωματικώς».

Κι ο Παύλος δίπλα ομιλεί:
«Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν»
 μνήμες από την παιδική του ηλικία και τη θητεία του στο ναό.

Μια συγκεκριμένη ημερομηνία, 10 Οκτωβρίου 1987
«τα σώματα διάτρητα από σφαίρες δολοφονικές
ανίκανα για τη θεραπεία των Πλειάδων
πεθαίνουν άδοξα».

Ο θάνατος του γάμου και του σώματος των εις σάρκα μία ελθόντων
συνάπτεται με τη θεραπεία των Πλειάδων,
που παραπέμπει στη δύναμη του εξαγνισμού,
την αυτοβελτίωση με την εργασία του Φωτός από τις Πλειάδες,
άρα και πάλι βρισκόμαστε στο εδώ, στο τώρα,
αλλά και στις άλλες διαστάσεις της πνευματικής πραγματικότητας
στις οποίες ο ποιητής κινείται.

Το όλο ποίημα μηνύει πως η ένωση των σωμάτων των ανθρώπων διά του μυστηρίου του γάμου ανεβάζει σε σφαίρες ανώτερες και τελειοποιεί τον άνθρωπο, εκτός αν από δόλο τα σώματα περιπέσουν στην ανικανότητα του εράν.

Ας έρθουμε στη Ρωξάνη. Ρωξάνη, αστέρι σημαίνει η λέξη, σύζυγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γέννησε γιο τον Αλέξανδρο Δ΄ μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα το 323 π. Χ. Μάνα και γιος θύματα δολοφονίας μετά από διαταγή του Κάσσανδρου.



Το ποίημα ή πεζό, όπως δηλώνει ο ποιητής
«Πεζό αντίδοτο στο πένθος της Ρωξάνης»
μιλά για ένα δεσμό- μάχη τεσσάρων χρόνων.
Φανταστικές οι κινήσεις των προσώπων. Φανταστική κι η ιστορία. .»

Αιτία του νέου τρωικού πολέμου η εκπομπή σε διαφορετικά μήκη κύματος. Γεννιέται ένα παιδί. Ακολουθεί ο χωρισμός.
Μόνο όμως ο από μηχανής θεός θα δώσει τη λύση.

«Νεολιθική εποχή»
ένα άκρως ερωτικό ποίημα, που παραπέμπει στο Άσμα ασμάτων.
Ο θάνατος αντικαθίσταται με τον έρωτα, αλαλαγμοί ερωτικοί.
Ως κοινωνός θείας φύσεως βρίσκει στον έρωτα τη ζωοδόχο πηγή.
Γιατί όμως το ποίημα τιτλοφορείται «Νεολιθική εποχή»;
Ερωτηματικά: Ξεπέρασε ο ποιητής την παλαιολιθική εποχή,
όταν είχε βιώσει όσα είδαμε προηγουμένως και τώρα επανέρχεται εις εαυτόν, ξαναβρίσκει στον έρωτα την πηγή της ζωής;  
Ή μήπως και πάλι η γυναίκα επανέρχεται κι έτσι το σώμα γίνεται ο κόσμος όλος,
«Τα όρια του σώματός μου τα όρια της γλώσσας μου»;

«Διά Χριστόν σαλότης»
Διάπυρος προς έρωτα ευχέτης  με σώμα εύφλεκτο και ναρκοθετημένο.
Ύστερα από το χωρισμό και τα όσα ο ποιητής έζησε
γίνεται για το παιδί του μάνα και  άγγελος.

«Νυκτερινά»
Η ερωτική σου φαντασία μνήμη αισθησιακή έγινε ουρανός και με ανάστησε.

Το λακωνικό του ποιήματος, πλήρους ερωτισμού, συμπυκνώνει τη δύναμη του έρωτα, είτε φανταστικού είτε ως μνήμης ερώτων και δίνει ζωή στον τεθνεώτα.

Αυτά τα μικρά ποιήματα, γεμάτα χάρη κάποτε, όπως το «Σώματα γυναικών Α΄» «η μικρή Μαρία διεκδικεί παράφορα τη γύρη του ανεκπλήρωτου έρωτά της»
σαν μέλισσα επιζητεί, ποθεί, διεκδικεί.
Η απελπισία δίνει δύναμη για ελπίδα.

Η συλλογή τελειώνει με το ποίημα Sub specie aeternitatis στο οποίο οι στίχοι

«Αρχαϊκέ και πρώτε εαυτέ, το πρόβλημά σου είναι αμετάκλητα ερωτικό»

επισφραγίζουν και το όλο ποιητικό έργο του Κλείτου Ιωαννίδη και το παρόν μέρος της εργασίας με θέμα το ερωτικό στοιχείο στην ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη.



Αγαπητοί μου κι υπομονετικοί μου,

Επιλογικά θεωρώ ευτυχία την ενασχόλησή μου με την ποίηση του Κλείτου Ιωαννίδη, γιατί αναγκάστηκα να υπερβώ δυσκολίες γνωστικές, φιλοσοφικές, ιστορικές, μυθολογικές, Παλαιάς και Καινής διαθήκης  και διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων, συνέλαβα νοήματα -κατά δύναμιν- κρυμμένα κάτω από την μαντική γραφή, οπότε όντως ο πλούτος από την επαφή με το έργο του ποιητή είναι το μέγα κέρδος του ομιλητή.

Μελετώντας όμως και πάλι την ποιητική δημιουργία του Κλείτου Ιωαννίδη νομίζω πως έχω πολύ δρόμο ακόμα να διανύσω ώσπου να πω πως συνέλαβα το όλον.

Όπως γράφει στο ποίημα «Τω αγνώστω θεώ»
«Μικρή ανάμνηση ήσουν κι εσύ, άγνωστε στο άπειρο της αγνωσίας Του.
Κι η τρίτη των Θεοφανείων –απόψε- κομμάτι πελάγους απεριόριστου.»

Γι’ αυτό, μικρό αντίδωρο ας θεωρηθεί η αποψινή ομιλία.

Ευχαριστώ