Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Στίχοι από τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου και ερωτήματα


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ,         ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο...
 'Ολοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
 πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
­έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
                      
΄Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τα άγρια γένεια τους         
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και  
με ταμπούρλα.           
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται            
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,     
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους...       
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος....   

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα     
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε   
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
­πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
                                                                                            Αγρύπνια
     
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ,         ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Πώς ο ποιητής εκφράζει τα πιο κάτω νοήματα;

Ο ελληνικός χώρος και ο ελληνικός λαός  δε δέχονται τη σκλαβιά.
Ζητούν την ελευθερία και το δίκαιο.

Το ελληνικό τοπίο είναι σκληρό, φως, πέτρα, ελιές, αμπέλια που επιδρούν και στην ψυχή του Έλληνα που τον κάμνουν να είναι πεισματάρης.

Το ελληνικό τοπίο είναι άνυδρο αλλά φωτεινό, γι΄αυτό και η πορεία των Ελλήνων είναι μέσα στο φως, στο πνεύμα, την ελευθερία. Κι η παραμικρή υπόνοια σκλαβιάς είναι βαριά αβάσταχτη.

Για χρόνια υφίστανται τα πάνδεινα ποθώντας την ελευθερία, που τους γλυκαίνει την πίκρα της σκλαβιάς. Αγρυπνούν και συλλογίζονται.

Συνεχώς αγωνίζονται με την ψυχή τους, είναι οργισμένοι για το άδικο, μα ποθούν το δίκαιο και πιστεύουν πως ύστερα από τόσες στερήσεις και αγώνες θα το επιτύχουν.
                      
΄Οταν το αποφασίσουν, είναι διάχυτη στον κόσμο η βεβαιότητα για την επιτυχία του αγώνα τους, το μήνυμα της  ελπίδας πάει σ΄όλο κόσμο, η τύχη τους χαμογελά, και με τη θυσία τους η ζωή προχωρά.

Τόσα χρόνια θυσιάζονται πολιορκημένοι από παντού, υπέστησαν πολλές καταστροφές, αγρύπνησαν στα φυλάκια, στερήθηκαν, είδαν την αποτυχία κι ένιωσαν την απελπισία.

Πείνασαν, δεν είχαν πυρομαχικά, το μόνο που τους έμεινε ήταν  η ψυχική δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από παντού, στερημένοι, σκοτώνονται αλλά παραμένουν αθάνατοι, κι οι νεκροί συμβάλλουν με τη θυσία τους στην ενδυνάμωση του ονείρου, όλοι ελπίζουν,  ονειρεύονται στον αγώνα τους απάνω την πραγματοποίηση των σκοπών τους, γι' αυτό και κάθε αυγή χιλιάδες μηνύματα νίκης και ελπίδας εξαπολύονται στον κόσμο όλο.