Καρτερική μαχητικότητα
του Στέλιου Παπαντωνίου
Σαράντα χρόνια σχεδόν ρίζωσε στην καρέκλα μερόνυχτα να τον περιμένει. Ούτε πρόλαβε τότε να του ετοιμάσει τον καφέ, ο πόλεμος βροντούσε στα ραδιόφωνα και στον αέρα έπεφταν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές, αυτούς τους είδε με τα μάτια της κι ο γιος της τώρα στην πρώτη γραμμή και δεν έρχεται μήνες και χρόνια κι αυτή ν’ απλώνει ρίζες του βάθους ολοένα και να μελετά την επιστροφή του, πήρε πρώτα τους δρόμους με μια φωτογραφία τρεμάμενη, κουρτάλισε θύρες, κανείς δεν έστερξε, βουβά τα παράθυρα, μουντός κι ο πόνος κι οι άνθρωποι, αγνοήθηκε κι αυτή κι ο γιος της, μα σαν κάθεται εκεί στην πόρτα και τον περιμένει, τον φαντάζεται να ’ρχεται, να δίνει μια και ν’ ανοίγει, ένα θαμβωτικό φως θα την περιλούσει κι αυτή θα τον αγκαλιάσει και δε θα τον αφήσει πια ν’ αναληφθεί, όπως την άλλη φορά. Τόσα σκέφτεται και ξανασκέφτεται και ξημεροβραδιάζεται και γέρνει και γερνά. Το σπίτι γέμισε ρωγμές, τι την πειράζει, σαν έρθει το παιδί της τα ξαναφτιάχνει, οι ώμοι σκέβρωσαν, τα δάχτυλα δε λυγίζουν αυτά δεν πειράζει, μόνο η καρδιά να μένει αλύγιστη, λέει και ξαναλέει, και ξαναβρίσκει το θάρρος και τη δύναμη, βράχος η θέληση να τον περιμένει, κι η πίστη ακλόνητη να τον καρτερεί, ώσπου τον έφεραν και δεν το πίστευε, την είχαν –λέει- προειδοποιήσει, μη νομίζεις, αλλά αυτή δεν κάτεχε από τέτοια ψυχολογικά, τον είδε και δεν πίστευε, λείψανα της είπαν, κακοποιημένα απομεινάρια της λεβεντιάς, ώσπου τον έθαψαν με τις δέουσες τιμές, τους λόγους των δικών και τα λογίδρια των ξένων, τα λόγια και τα συλλυπητήρια, και τώρα τι να κάμει, νυν απολύεις, είπε, μόνο μαζί του εκεί στους ουρανούς θα μπορούνε πια να τα λεν ομάδι, πέταξε μ’ όλη την αρχοντιά και την περηφάνια της κοντά του, να της τα πει πρώτο χέρι, να τ’ ακούσει με τα ίδια τ’ αυτιά της ψυχής της και να την ταξιδεύει στα πεδία των μαχών, καμιά δύναμη να μην τους χωρίσει πια.
Κι ύστερα ήρθε το άλλο μαντάτο, τον βρήκαν θαμμένο με το όπλο και το κράνος, με την ερυθρά χλαμύδα και με τη ασπίδα του σαν Σπαρτιάτη, αυτός που τα είδε τα περιέγραψε με το νι και με το σίγμα, δεν πίστευε τα όσα έβλεπε, νόμιζε πως κάποτε θα ξεθωριάσουν κι όμως αναδύονται χαραγμένα στη μνήμη του τόσα χρόνια, θυμάται κι εκμυστηρεύεται. Θαμμένος από τον εχθρό και τιμημένος, με το κράνος και με το όπλο, δεν σταμάτησε λεπτό μόνος να πολεμά με το αντιαεροπορικό, το σκοτάδι τον βρήκε στην ύψιστη στιγμή της ανθρώπινης θυσίας, του ενθουσιασμού, να υπερασπίζεται την πατρίδα και τις αρχές του, ευτυχώς δεν ήξερε πόσο θα κακοποιούνταν οι έννοιες μετά τη θυσία του, αυτός ήδη πετούσε ανάλαφρα με τα φτερά των αγγέλων. Κι άλλοι τιμήθηκαν από τον εχθρό στο πεδίο της μάχης, και τώρα που τους συναντά του διηγούνται τα δικά τους, έτσι γράφτηκε η Ιστορία που δεν διαγράφεται, κι ο δάσκαλος απομένει ενεός.
Τι μένει απ’ όλα αυτά; Η υπομονή της μάνας κι η μαχητικότητα του στρατιώτη.
Μας φτάνουν και μας περισσεύουν σαν τα’ χουμε, για να ζήσουμε αξιοπρεπώς κι εμείς και τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ως Έλληνες της Κύπρου στον τόπο μας. Και με ισχνά βαλάντια και με λιγδιασμένα. Αυτή η Ιστορία τώρα γράφεται στο νησί μας και δεν μπορεί να μένει στα υστερόγραφα και στις υποσημειώσεις, παρά μόνο να πάρει την πρωτεύουσα θέση και στη μεταρρύθμιση και στα αναλυτικά προγράμματα και στα βιβλία.
Ο πλούτος του λαού μας είναι το πνεύμα της καρτερίας και της μαχητικότητας, η αυτοθυσία του, η θέληση να ζήσει ελεύθερος, γι’ αυτό και υπομένει κι επιμένει. Αυτό τον πλούτο δεν μπορούμε να τον στερούμε από τα παιδιά και τα εγγόνια μας.